ποῦ

From LSJ
Revision as of 01:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποῦ Medium diacritics: ποῦ Low diacritics: που Capitals: ΠΟΥ
Transliteration A: poû Transliteration B: pou Transliteration C: pou Beta Code: pou=

English (LSJ)

Ion. κοῦ, interrog. Adv.

   A where? Hom., etc.; freq. c. dat. pers., ποῦ δέ οἱ ἔντεα κεῖται . .; Il.10.407; π. τοι τόξον; 5.171; π. τοι Δηΐφοβος... π. δέ τοι Ὀθρυονεύς; 13.770, 772; ἀλλ' ἡμὶν Αἴας ποὖστιν; S. Aj.733; π. μοί ποτε ναίει; Id.OC137 (lyr.); rarely with Verbs of motion in early authors, v. που sub fin.:—c. gen. loci, π. χθονός; where in the world? A.Pers.231; π. γῆς; S.Aj.984, OT108, etc.; π. τῆς χώρας; X.Eq.Mag.7.14; τὴν σοφίαν . . π. χοροῦ τάξομεν; in what part of the chorus? Pl.Euthd.279c.    2 so in a sense not strictly local, π. ποτ' εἶ φρενῶν; S.El.390; π. γνώμης ποτ' εἶ; Id.Ant.42; π. ποτ' εἰμὶ πράγματος; Id.Tr.375; π. σοι τύχης ἕστηκεν; at what point of fortune stands he? Id.Aj.102.    II of manner, how? E.IA406, Or.802; to express an inference very strongly, κοῦ γε δὴ . . οὐκ ἂν χωσθείη κόλπος . .; how then would it not . . ? i.e. it certainly would... Hdt.2.11, cf. Th.8.27 codd.; in Trag., in indignant questions, how? by what right? π. σὺ στρατηγεῖς τοῦδε; S.Aj.1100; ποῦ σὺ μάντις εἶ σαφής; Id.OT390, cf. Ph.451, E.Heracl.369 (lyr.), 510; π. γάρ ἐστι δίκαιον; D.37.41, cf. 23.58.

German (Pape)

[Seite 690] Fragewort, wo? ποῦ τοι τόξον, Il. 5, 171; ποῦ δέ οἱ ἔντεα κεῖται Ἀρήϊα, ποῦ δέ οἱ ἵπποι, 10, 407; auch ποῦ τοι ἀπειλαὶ οἴχονται, 13, 219, wo sind die Drohungen? denn οἴχομαι ist fortsein, ohne Beziehung auf ein bestimmtes Ziel, also nicht: wohin zu übersetzen; c. genit., ποῦ σφε θήσομεν χθονός; Aesch. Spt. 993, vgl. Pers. 227, u. öfter; εἰσὶ ποῦ γῆς, Soph. O. R. 108, u. öfter, auch übertr., ποῦ χρὴ τίθεσθαι ταῦτα, ποῦ δ' αἰνεῖν, Phil. 449; vgl. ποῦ ποτ' εἰμὶ πράγματος, Trach. 374; ποῦ σοι τύχης ἕστηκεν, Ai. 102; ποῦ ποτ' εἶ φρενῶν, El. 382; und ähnlich in Prosa überall, z. B. ποῦ δὴ βούλει καθεζόμενοι ἀναγνῶμεν, Plat. Phaedr. 228 e.

Greek (Liddell-Scott)

ποῦ: Ἰων. κοῦ; ἐρωτημ. ἐπίρρ., ἐπὶ εὐθείας ἢ πλαγίας ἐρωτήσ. ἔχον ἀντίστοιχον τὸ ἀναφορικὸν ὅπου, (κυρίως γεν. τοῦ *πός; quis?), ὡς καὶ νῦν, ποῦ; ἐν ποίῳ τόπῳ; Λατ. ubi? Ὅμ. κλπ.· συχν. μετὰ δοτ. προσ., ποῦ δὲ οἱ ἔντεα κεῖται...; Ἰλ. Κ. 407· ποῦ τοι τόξον; Ε. 171· ποῦ τοι Δηίφοβος..., ποῦ δέ τοι Ὀθρυνεύς; Ν. 770 κἑξ.· ἀλλ’ ἡμῖν Αἴας ποὖστιν Σοφ. Αἴ. 733· ποῦ μοί ποτε ναίει; ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 137· οὐδαμοῦ μετὰ ῥημάτων κινήσεως παρὰ τοῖς δοκίμοις συγγραφεῦσιν, ἴδε ποὺ ἐν τέλ.· ― μετὰ γεν. τόπου, ποῦ γῆς; ποῦ χθονός; εἰς ποῖον μέρος τῆς γῆς; Λατ. ubinam terrarum? Αἰσχύλ. Πέρσ. 231, Σοφ. Αἴ. 984, Ο. Τ. 108, κτλ.· ποῦ τῆς χώρας; Ξεν. Ἱππαρχ. 7. 14· τὴν σοφίαν... ποῦ χοροῦ τάξομεν; εἰς ποῖον μέρος τοῦ χοροῦ; Πλάτ. Εὐθύδ. 279C. 2) οὕτως ἐπὶ ἐννοίας οὐχὶ αὐστηρῶς τοπικῆς, ποῦ ποτ’ εἶ φρενῶν; Σοφ. Ἠλ. 399· ποῦ γνώμης εἶ; ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 42· ποῦ ποτ’ εἰμὶ πράγματος; ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 345· ποῦ σοι τύχης ἔστηκεν; εἰς ποῖον σημεῖον τῆς τύχης ἵσταται; ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 102. ΙΙ. ὡσαύτως ἐπὶ τρόπου, πῶς; Εὐρ. Ι. Α. 406, Ὀρ. 802, ἔνθα ἴδε Πόρσ. (792)· πρὸς ἰσχυρὰν ἔκφρασιν συμπεράσματος, κοῦ γε δή... οὐκ ἂν χωσθείη κόλπος...; πῶς δὲν θά..., δηλ. ἀναμφιβόλως θά..., Ἡρόδ. 2. 11, πρβλ. Arnold εἰς Θουκ. 8. 27· ὡσαύτως παρὰ Τραγ., ἐπὶ ἐρωτήσεων γενομένων μετ’ ἀγανακτήσεως, πῶς; τίνι δικαιώματι, ποῦ σὺ στρατηγεῖς τοῦδε; Σοφ. Αἴ. 1100· ποῦ σὺ μάντις εἶ σαφής; ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 390, πρβλ. Φιλ. 451, Εὐρ. Ἡρακλ. 369 (ἔνθα ἴδε Elmsl.), 510· οὕτω, ποῦ γάρ ἐστι δίκαιον; Δημ. 978. 14, πρβλ. 638. 7. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 499.

French (Bailly abrégé)

adv. de lieu interr.
où ? en quel endroit ?;
1 d’ord. sans mouv. ποῦ τοι Δηΐφοβος ; IL où donc est Dèiphobos ? dans le disc. indir. τίς οἶδεν ὑμῶν ποῦ ποθ’ οἱ Φωκῆς ξένοι ; SOPH qui de vous sait où peuvent bien être les étrangers Phocidiens ? ποῦ γῆς ; ESCHL en quel endroit de la terre ? fig. ποῦ σοι τύχης ἕστηκεν ; SOPH quelle a été sa fortune ? qu’est-il devenu ?;
2 qqf avec idée d’un mouv. antérieur ποῦ τοι ἀπειλαί οἴχονται ; IL où sont maintenant les menaces ? elles s’en sont allées.
Étymologie: *πός.

English (Autenrieth)

interrog. adv., where? whither?

English (Strong)

genitive case of an interrogative pronoun pos (what) otherwise obsolete (perhaps the same as πού used with the rising slide of inquiry); as adverb of place; at (by implication, to) what locality: where, whither.

English (Thayer)

(cf. Curtius, § 631), an interrogative adverb, from Homer down, the Sept. for אַיֵה, אָנָה, אַי, where? in what place? a. in direct questions: ποῦ ἐστιν (ἐστιν sometimes unexpressed)), in questions indicating that a person or thing is gone, or cannot be found, is equivalent to it is nowhere, does not exist: L T Tr WH; ποῦ φανεῖται (A. V. where shall ... appear) equivalent to there will be no place for him, ὅπου (cf. Winer's Grammar, § 57,2at the end): followed by the indicative, Winer's Grammar, 612 (569)); followed by the subjunctive, ποῖ in direct question (cf. our colloquial, where for whither; see Winer s Grammar, § 54,7; Buttmann, 71 (62)): Winer s Grammar, 300 (281); Buttmann, 358 (307)); 1 John 2:11.

Greek Monotonic

ποῦ: Ιων. κοῦ; ερωτημ. επίρρ., σε ευθείες ή πλάγιες ερωτήσεις, αντίστοιχο προς το αναφορ. ὅπου (κυρίως γεν. του *πός; Λατ. quis?)
I. πού; Λατ. ubi? σε Όμηρ. κ.λπ.· με γεν. τόπου, ποῦ γῆς; ποῦ χθονός; πού στον κόσμο; Λατ. ubinam terrarum, σε Αισχύλ. κ.λπ.· ομοίως, ποῦποτ' εἶ φρενῶν; σε Σοφ.· ποῦ γνώμης εἶ; στον ίδ.· ποῦ τύχης; σε ποιο σημείο της τύχης; στον ίδ.
II. λέγεται για τρόπο, πώς; σε Ευρ.· χρησιμ. για να εκφράσει συμπέρασμα πολύ έντονα, κοῦ γε δή... οὐκ ἂν χωσθείη κόλπος; πώς δεν θα..., δηλ. αναμφίβολα θα..., σε Ηρόδ.· επίσης σε Τραγ., σε ερωτήσεις με αγανάκτηση, πώς; με ποιο δικαίωμα; ποῦ σὺ μάντις εἰ σοφός; σε Σοφ.