Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χείρων

From LSJ
Revision as of 07:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

Ἀλλ’ ἐσθ’ ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → But death is the ultimate healer of ills

Sophocles, Fragment 698
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χείρων Medium diacritics: χείρων Low diacritics: χείρων Capitals: ΧΕΙΡΩΝ
Transliteration A: cheírōn Transliteration B: cheirōn Transliteration C: cheiron Beta Code: xei/rwn

English (LSJ)

ὁ, ἡ, neut. χεῖρον, gen. -ονος, acc. -ονα: nom. and acc. pl. χείρονες, -ας, χείρονα, contr. in Att. Prose χείρους, χείρω; dat. χείροσι, poet.

   A χειρόνεσσι Pi.N.8.22:—(for Ep. form χερείων, poet. χειρότερος, χερειότερος, v. sub vocc.):—irreg. Comp. of κακός: (χείρων from *χερ-yων, cf. χερείων):    I of persons, mcaner, inferior, either in bodily strength and bravery, or in rank, opp. ἀρείων, Il.10.238, Od.20.133; σὺ μὲν ἐσθλὸς ἐγὼ δὲ σέθεν πολὺ χείρων Il.20.434; τοῦ γένετ' ἐκ πατρὸς πολὺ χείρονος υἱὸς ἀμείνων 15.641, cf. Od.20.82; ἦ πολὺ χείρονες ἄνδρες ἀμύμονος ἀνδρὸς ἄκοιτιν μνῶνται 21.325; opp. κρείσσων, Pi.I.4(3).34(52); τὸν ὄλβιον τόν τε χ. E.Ba.422 (lyr.); τὰ χείρονα S.Fr.192, E.Supp.196.    2 later in moral sense, worse than others, sts. almost like a positive, knave, opp. ἀγαθός, S.Ph.456, cf. Th.3.9, Lys.16.3; οἱ πένητες καὶ οἱ δημόται καὶ οἱ χ. X.Ath.1.4, cf. 3.10; οἱ χ., opp. οἱ ἀγαθοί, Pl.R.460c, etc.    b χ. βίος, opp. ἀμείνων, ib.618d; γνώμη X.Cyr.8.8.7.    3 worse in quality, inferior, of horses, Il.23.572: inferior, less skilful, ἰητροί Hp.Acut.6; ζωγράφοι, δημιουργοί, etc., Pl.Cra.429a, R.421e, etc.: χ. εἰς σοφίαν, εἰς τὴν ἀρετήν, Id.Tht.162c, R.335b; πρὸς ἀλήθειαν Luc. JTr.48; c. acc., χ. τὰ πολεμικά X.Cyr.8.8.20; χ. τὴν ψυχήν, τὴν διάνοιαν, Aeschin.3.46. Isoc.11.43; τὰ ἄλλα μηδὲν χ. Id.4.105; c. inf., χ. ἡμῶν ταῦτα ποιεῖν X.Cyr.2.1.16; οὐδὲν χείρους ἔσεσθε . . ἀκηκοότες you will be none the worse for having heard... D.24.139; less kind, μὴ χ. περὶ ἡμᾶς αὐτοὺς εἶναι . . τῶν ὑπαρχόντων Id.2.2.    II of things, inferior in quality, ἄεθλον Il.23.413; ὑποδήματα X.Oec. 13.10; ὄνομα Pl.Cra.429b.    2 worse, harder, more severe, νόσος E.Andr.220; μοῖρα Pl.Phdr.248e; τιμωρία Ep.Hebr.10.29.    III neut.,    1 as a Subst., τὸ χ. inferiority, Polem.Call.27; but mostly in phrases with Preps., ἐπὶ τὸ χ. τρέπεσθαι, κλῖναι, fall off, get worse, X.Cyr.8.8.2, Mem.3.5.13; ἐπὶ τὸ χ. μεταβάλλει ἑαυτόν Pl.R. 381b; ἀλλοιοῦσθαι ἐπὶ τὸ χ., opp. ἐπὶ τὸ βέλτιον, Thphr.CP6.3.3; also πάντα ὑποπτεύοντες ἐπὶ τὸ χ. putting the worst construction on . . D.H.6.85; λαμβάνειν τι ἐπὶ τὸ χ. J.AJ16.7.4; also πρὸς τὸ χ. μεταβάλλειν D.S.20.57; κατὰ τὸ χ. Pl.Lg.720e; in the lower sense, opp. κατὰ τὸ κρεῖττον, Dam.Pr.7: less freq. in pl., ἐπὶ τὰ χείρω ἰέναι X. Mem.3.9.9; τὰ χ. προαιρεῖσθαι Isoc.8.110.    2 as a predicate, ἀλλὰ σοὶ αὐτῷ χ. (sc. ἐστί or ἔσται) Od.15.515, cf. X.An.7.6.4; with a neg., οὐ χ. [ἐστι] c. inf., we may as well, Pl.Phd.105a, Arist. EN1127a14; simply οὐ χεῖρον, in an answer, it is as well, Ar.Eq. 37; λάβ', ὦγάθ'· οὐδὲν χ. Clearch.Com.4.    3 as Adv., worse, χ. βουλεύσασθαι Th.3.46, cf. 6.89; χ. πρᾶξαι Id.7.67; βιῶναι, ζῆν, Pl. R.344e, 519d.    b in inferior degree, less, ἀγαπᾶν Id.Lg.928a; φυλακὰς χ. φυλαττομένας X.HG6.2.17, etc.    B Sup. χείριστος, η, ον, worst, Pl.Plt.303a, etc.; ὁ χ., opp. ὁ βέλτιστος, Lys.1.2; esp. οἱ χ. men of lowest degrce, X.Mem.1.2.32. Adv. χείριστα Arist.PA687a24, Metaph.1083b2 (dub. 1.); also -τως LXX 2 Ma.7.39.

German (Pape)

[Seite 1347] ον, gen. ονος, gew. irreg. compar. zu κακός, – schlimmer, schlechter, geringer, an Werth, an Rang u. Geschlecht, übh. Andern nachstehend; σὺ μὲν ἐσθλός, ἐγὼ δὲ σέθεν πολὺ χείρων sagt Il. 20, 434 Hektor zum Achilleus; τοῦ γένετ' ἐκ πατρὸς πολὺ χείρονος υἱὸς ἀμείνων 15, 641, wo das hinzugefügte παντοίας ἀρετάς, ἠμὲν πόδας ἠδὲ μάχεσθαι, καὶ νόον zeigt, wie das Nachstehen zu nehmen ist; vgl. Od. 20, 82; Ggstz ἀρείων Il. 10, 238 Od. 20, 133; ἀλλὰ σοὶ αὐτῷ χεῖρον 15, 515, es wird schlechter für dich sein; so auch Pind. I. 3, 52; χειρόνεσσι N. 8, 52; ὅπου θ' ὁ χείρων τἀγαθοῦ μεῖζον σθένει Soph. Phil. 454; εἴς τε τὸν ὄλβιον, τόν τε χείρονα Eur. Bacch. 422, u. öfter; οὐ χεῖρον, es ist nicht übel, Ar. Equ. 37; u. in Prosa: μηδὲν χείρων εἰς σοφίαν ὁτουοῦν ἀνθρώπων ἢ καὶ θεῶν Plat. Theaet. 162 c; οὐ χεῖρον, nicht so schlecht, zweckdienlich, z. B. οὐ γὰρ χεῖρον πολλάκις ἀκούειν Phaed. 185 a, vgl. Phaedr. 248 e; Ggstz βελτίων Prot. 338 b, ἀμείνων Crat. 429 b u. oft; διὰ τοῦτο χεῐρόν ἐστιν αὐτῷ, deshalb geht es ihm schlecht, Xen. An. 7, 6,4; Sp. – Vgl. das ep. χερείων u. die poetischen Formen χερειότερος, χειριστότερος, die alle auf einen gemeinsamen Positiv χέρης zurückgeführt werden können, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

χείρων: ὁ, ἡ, οὐδ. χεῖρον, γεν. ονος, αἰτιατ. ονα· ὀνομ. καὶ αἰτ. πληθ. χείρονες, -ας, χείρονα, συνῃρ. ἐν τῷ Ἀττικῷ πεζῷ λόγῳ χείρους, χείρω· δοτ. χείροσι, καὶ ποιητ. χειρόνεσσι Πινδ. Ν. 8. 38· ― (περὶ τῶν Ἐπικ. καὶ Δωρικ. τύπων χερείων, χερῄων, ποιητικ. χειρότερος, χερειότερος, ἴδε τὰς λέξεις·) ― ἀνώμαλον συγκρ. τοῦ κακός· (ἐσχηματίσθη ἐκ τοῦ *χέρης, πρβλ. χερείων)· Ι. ἐπὶ προσώπων, χειρότερος, προστυχώτερος, ὑποδεέστερος, εἴτε κατὰ τὴν σωματικὴν ἰσχὺν καὶ γενναιότερα εἴτε κατὰ τὴν τάξιν (ἴδε ἐν λ. ἀγαθός, ἐσθλός), ἀντίθετον τῷ ἀρείων, Ἰλ. Κ. 238, Ὀδ. Υ. 133· ὡσαύτως, σὺ μὲν ἐσθλὸς ἐγὼ δὲ σέθεν πολὺ χείρων Ἰλ. Υ. 434· τοῦ γένετ’ ἐκ πατρὸς πολὺ χείρονος υἱὸς ἀμείνων Ο. 641, πρβλ. Ὀδ. Υ. 82· ἐπεὶ οὔ ἑθέν ἐστι χερείων, οὐ δέμας Ἰλ. Α. 114, πρβλ. Ὀδ. Ε. 211· ἦ πολὺ χείρονες ἄνδρες ἀμύμονος ἀνδρὸς ἄκοιτιν μνῶνται Φ. 325· ἀντίθετον τῷ κρείσσων, Πινδ. Ι. 4. 56 (3 52)· τὸν ὄλβιον τόν τε χ. Εὐρ. Βάκχ. 422, πρβλ. Ξεν. Ἀθ. Πολ. 1, 4., 3. 10· οὕτω, τὰ χείρονα Σοφ. Ἀποσπ. 204, Εὐρ. Ἱκέτ. 196. 2) ἀκολούθως ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, χειρότερος, φαυλότερος, καὶ οὕτω σχεδὸν ὡς θετικοῦ βαθμοῦ ἐπίθετ., πονηρός, πανοῦργος, φαῦλος, ἀντίθετον τῷ ἀγαθός, Σοφ. Φιλ. 456, πρβλ. Θουκ. 3. 9, Λυσί. 145. 43, Ἰσοκρ. 62D, Πλάτ. Πολ. 460C, κλπ.· - οὕτω, χ. βίος, ἀντίθετον τῷ ἀμείνων, αὐτόθι 618D· γνώμη Ξεν. Κύρ. 8. 8, 7. 3) χειρότερος τὴν ποιότητα, κατώτερος τὴν ἀξίαν, ἐπὶ ἵππων, Ἰλ. Ψ. 572· ἧττον δεξιός, ζωγράφοι, δημιουργοὶ Πλάτ. Κρατ. 429Α, Πολ. 421Ε, κλπ.· - χ. εἰς σοφίαν, εἰς τὴν ἀρετὴν ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 162C, Πολ. 335Β· πρὸς ἀλήθειαν Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 48· καὶ μετ’ αἰτ., χ. τὰ πολεμικὰ Ξεν. Κύρ. 8. 8, 20· χ. τὴν ψυχήν, τὴν διάνοιαν Αἰσχίν. 60. 15, Ἰσοκρ. 229D· κλπ.· ὡσαύτως μετ’ ἀπαρ., χ. ἡμῶν ποιεῖν τι Ξεν. Κύρ. 2. 1, 16· προσέτι, οὐ χείρους ἔσεσθε .. ἀκηκοότες, δὲν θὰ γίνητε χειρότεροι ἐξ ὅσων ἠκούσατε, Δημ. 744. 1· - κακῶς διατεθειμένος, μὴ χ. περὶ ἡμᾶς αὐτοὺς εἶναι..τῶν ὑπαρχόντων ὁ αὐτ. 18. 12. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, σχεδὸν ἐπὶ τῆς προηγηθείσης σημασίας, κατώτερος τὴν ἀξίαν, ἄεθλον Ἰλ Ψ. 412· ὑποδήματα Ξεν. Οἰκ. 13, 10· ὄνομα Πλάτ. Κρατ. 429Β. 2) χειρότερος, σοβαρώτερος, σφοδρότερος, βαρύτερος, νόσος Εὐριπ. Ἀνδρ. 220· μοῖρα Πλάτ. Φαῖδρ. 248Ε· κίνδυνος Πλούτ. 2. 190F· τιμωρία Καιν. Διαθ., κλπ. ΙΙΙ. τὸ οὐδ. εἶναι ἐν χρήσει, 1) ὡς οὐσιαστ., τὰ χερείονα, ἡ χειροτέρα συμβουλή, Ἰλ. Α. 576, κλπ.· - ἐπὶ τὸ χεῖρον τρέπεσθαι, κλίνειν, ἐκπίπτειν, γίνεσθαι χειρότερα, Ξεν. Κύρ. 8. 8, 4, Ἀπομν. 3. 5, 13· ἐπὶ τὸ χ. μεταβάλλεσθαι Πλάτ. Πολ. 381Β· ὡσαύτως, πρὸς τὸ χ. μεταβάλλειν Διόδ. 20. 57· κατὰ τὸ χ. Πλάτ. Νόμ. 720Ε - ἧττον συχνὸν ἐν τῷ πληθ., ἐπὶ τὰ χείρω ἰέναι Ξεν. Ἀπομν. 3. 9, 9· οὕτω, τὰ χ. προαιρεῖσθαι Ἰσοκρ. 180C 2) ὡς κατηγορούμενον, ἀλλά σοι αὐτῷ χεῖρον (ἐξυπακ. ἐστὶ ἢ ἔσται) Ὀδ. Ο. 514, πρβλ. Ξεν. Ἀνάβ. 7. 6, 4· συχν. μετ’ ἀρνήσεως, οὐ χ. ἐστί, μετ’ ἀπαρεμφ., ὡς τὸ ἄμεινόν ἐστι, Πλάτ. Φαίδων 124Α, κλπ. (ἴδε ἐν λέξ. χερείων)· καὶ ἁπλῶς οὐ χεῖρον, ἐν ἀποκρίσει, βούλει τὸ πρᾶγμα τοῖς θεαταῖσιν φράσσω; - ἀπόκρ.: οὐ χεῖρον, δὲν θὰ κάμῃς ἄσχημα, Ἀριστοφ. Ἱππ. 36· λάβ’, ὦγάθ’· οὐδὲν χεῖρον Κλέαρχ. ἐν «Πανδρόσῳ» 1. 3) ὡς ἐπίρρ., ὡς τὸ Λατ. pejus, χειρότερον, χεῖρον βουλεύεσθαι Θουκ. 3, 46, πρβλ. 6. 89· χ. πράσσειν ὁ αὐτ. 7. 67· βιῶναι, ζῆν Πλάτ. Πολ. 344Ε, 519D. β) εἰς κατώτερον βαθμόν, ὀλιγώτερον, ἀγαπᾶν ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 928Α, Ξεν., κλπ. Β. Ὑπερθ. χείριστος, -η, -ον, ὡς καὶ νῦν, Λατ. pessimus, Πλάτ., κλπ.· οἱ χείρστοι, ἄνθρωποι τῆς χειρίστης τάξεως· οἱ τριάκοντα πολλοὺς μὲν τῶν πολιτῶν καὶ οὐ τοὺς χειρίστους ἀπέκτειναν Λυσίας 92. 4, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 32· - Ἐπίρρ. χείριστα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 10, 22, Μετὰ τὰ Φυσ. 12. 8, 8· - χειρίστως, Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. Ζ΄ , 39).

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
pire :
I. en parl. de pers. :
1 plus faible;
2 de race ou de condition inférieure;
3 plus mauvais, méchant p. opp. à ἀγαθός;
4 inférieur en gén. : τι, πρός τι, en qch, pour qch ; ποιεῖν τι XÉN inférieur pour faire qch;
II. en parl. de choses :
1 pire, de qualité ou de condition inférieure : χεῖρόν ἐστιν αὐτῷ XÉN cela va plus mal pour lui ; οὐ χεῖρον avec un inf. PLAT il n’en vaut pas pis de, etc., càd il est préférable de;
2 à un degré inférieur, moins.
Étymologie: Cp. de χέρης.

English (Autenrieth)

ονος (comp. to χέρης): inferior, worse.

English (Slater)

χείρων
   1 worse, lesser (φθόνος) ἅπτεται δ' ἐσλῶν ἀεί, χειρόνεσσι δ οὐκ ἐρίζει (N. 8.22) καὶ κρέσσον' ἀνδρῶν χειρόνων ἔσφαλε τέχνα καταμάρψαισ (I. 4.34)

English (Strong)

irregular comparative of κακός; from an obsolete equivalent cheres (of uncertain derivation); more evil or aggravated (physically, mentally or morally): sorer, worse.

Greek Monolingual

χείρον / χείρων, χεῑρον, ΝΜΑ
(λόγιος τ.)
1. φρ. «επί τα χείρω» ή «επί το χείρον» — προς το χειρότερο, με μεταβολή προς επιδείνωση (α. «η οικονομία βαίνει συνεχώς επί τα χείρω» β. «ἀπὸ τῶν βελτιόνων ἐπὶ τὰ χείρω ἰέναι», Ξεν.)
2. παροιμ. «δυοίν κακοίν προκειμένοιν το μη χείρον βέλτιστον» — θεωρεί κανείς κατ' ανάγκην ως καλό κάτι, συγκρίνοντάς το με κάτι άλλο, σαφώς χειρότερο
μσν.-αρχ.
χειρότερος, κατώτερος σε αξία, ποιότητα, ικανότητα («σὺ μὲν ἐσθλός, ἐγὼ δὲ σέθεν πολὺ χείρων», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. σοβαρότερος, βαρύτερος («νόσον χείρονα», Ευρ.)
2. κακός, φαύλος («ὅπού δ' ὁ χείρων τἀγαθοῡ μεῑζον σθένει», Σοφ.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ χεῑρον
η χειρότερη συμβουλή, η χειρότερη πρόταση
4. (το άναρθρο ουδ. ως επίρρ.) χεῑρον
α) χειρότερα («ἀδικήσομεν αὐτοὺς καὶ ποιήσομεν χεῑρον ζῆν», Πλάτ.)
β) λιγότερο, σε κατώτερο βαθμό.
επίρρ...
χειρόνως Α
χειρότερα, κατώτερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά τη συνηθέστερη άποψη, ο τ. χείρων (< χερjων) ανάγεται στην ΙΕ ρίζα gher- «μικρός, κοντός» και συνδέεται με τα: αρχ. ινδ. hrasva- «μικρός, κοντός» και συγκριτ. hrasīyas-, αρχ. ιρλδ. gair «κοντός». Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι ο τ. χείρων είναι ο συγκριτ. βαθμός ενός σιγμόληκτου επιθ. χερύς (< θ. χερεσ-F-), ενώ ο τ. υπερθ. χείριστος (< χέριστος) έχει σχηματιστεί κατά το μέγιστος ως προς το επίθημα και κατά το χείρων ως προς τον φωνηεντισμό του θ. Κατ' άλλους, ωστόσο, ο τ. χείριστος έχει προέλθει από έναν τ. χάριστος, υπερθ. ενός αμάρτυρου επιθ. χαρύς (από τη συνεσταλμένη βαθμίδα της ρίζας), με φωνηεντισμό -ει-, για να διαφοροποιηθεί από τη λ. χάρις. Το θ. χερεσ-F-, πάντως, του υποθετικού τ. χερύς επιβεβαιώνεται και από τη σειρά τών τ. ουδ. χέρειον: πληθ. χέρεια: θηλ. χέρειες /χέρηες, που έχουν σχηματιστεί κατά το σχήμα πλέον: πλέα: πλέες. Τέλος, οι υπόλοιποι σχηματισμοί που συνδέονται με τα χείρων, χείριστος είναι μάλλον αναλογικοί: το χερείων κατά το ἀρείων, τα χειρότερος, χερειότερος κατά το ἀσσοτέρω, συγκριτ. του ἆσσον].

Greek Monotonic

χείρων: ὁ, ἡ, ουδ. χεῖρον, ουδ. -ονος, αιτ. -ονα· ονομ. και αιτ. πληθ. χείρονες, -ας, χείρονα, συνηρ. στον Αττ. πεζό λόγο, χείρους, χείρω· δοτ. χείροσι, ποιητ. χειρόνεσσι (για Επικ. και Δωρ. τύπους χερείων, χερῄων, ποιητ. χειρότερος και χερειότερος, βλ. αυτ.)· ανώμ. συγκρ. του κακός (από √ΧΕΡ, βλ. χερείων II)·
I. 1. λέγεται για ανθρώπους, χειρότερος, προστυχότερος, υποδεέστερος, σε Όμηρ. κ.λπ.· σὺ μὲν ἐσθλός, ἐγὼ δὲ σέθεν πολὺ χείρων, σε Ομήρ. Ιλ.· με ηθική έννοια, χειρότερος από τους άλλους, πανούργος, σε Σοφ., Θουκ. κ.λπ.
2. χειρότερος σε ποιότητα, κατώτερος, σε Ομήρ. Ιλ.· χείρων ἐς τὴν ἀρετήν, σε Πλάτ.· χείρων τὰ πολεμικά, σε Ξεν.· με απαρ., χείρων ποιεῖν, στον ίδ.
II. 1. λέγεται για πράγματα, κατώτερος, σε Ομήρ. Ιλ., Ξεν.
2. χειρότερος, σοβαρότερος, σφοδρότερος, βαρύτερος, νόσος, σε Ευρ.· μοῖρα, σε Πλάτ.
III. ουδ. χρησιμ. και:
1. ως ουσ., τὰ χερείονα, η χειρότερη συμβουλή, λανθασμένη συμβουλή, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐπὶ τὸ χεῖρον, τρέπεσθαι, κλίνειν, εκπίπτω, γίνομαι χειρότερα, σε Ξεν.
2. ἀλλὰ σοὶ αὐτῷ χεῖρόν (ενν. ἐστι) ή χεῖρον (ενν. ἔσται), αυτό είναι ή θα γίνει χειρότερο για κάποιον, σε Ομήρ. Οδ., Ξεν.· οὐ χεῖρον, σε μια απάντηση, δεν θα κάνεις άσχημα, σε Αριστοφ. 3. α) ως επίρρ., όπως Λατ. pejus, χειρότερο, χεῖρον βουλεύεσθαι, σε Θουκ.· βιῶναι ζῆν, σε Πλάτ. β) σε μικρότερο βαθμό, λιγότερο, σε Ξεν. κ.λπ.
Β. υπερθ. χείριστος, , -ον, χείριστος, Λατ. pessimus, σε Πλάτ. κ.λπ.· ιδίως, οἱ χείριστοι, άνθρωποι κατώτατου επιπέδου, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

χείρων: эп. χερείων, дор. χερῄων 2, gen. ονος (compar. к κακός; nom. pl. χείρονες, χείρονα, acc. χείρονας, χείρονα - стяж. nom. и acc. pl. χείρους, χείρω)
1) худший, более слабый, менее значительный: χ. τι Aesch., Isocr., Xen., εἴς τι Plat. и πρός τι Luc. худший (хуже, слабее, ничтожнее) в отношении чего-л.; χεῖρον ἀγαπᾶν Plat. меньше любить; εἴ τι χείρους ἡμῶν ταῦτα ποιεῖν ἦτε Xen. если вы оказались слабее нас в этом деле; διὰ τοῦτο χεῖρόν ἐστιν αὐτῷ Xen. от этого приходится ему плохо; οὐ χεῖρον Arst., Plat. неплохо, хорошо;
2) худший, более жестокий (νόσος Eur.; μοῖρα Plat.).