μέλαθρον

From LSJ
Revision as of 08:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μέλαθρον Medium diacritics: μέλαθρον Low diacritics: μέλαθρον Capitals: ΜΕΛΑΘΡΟΝ
Transliteration A: mélathron Transliteration B: melathron Transliteration C: melathron Beta Code: me/laqron

English (LSJ)

τό, Ep. gen. sg.

   A μελαθρόφιν Od.8.279:—roof-tree, ridgepole, μελαθρόφιν ἐξεκέχυντο l.c., cf. 11.278, h.Ven.173, IG11(2).161A 105 (Delos, iii B. C.), 199A113 (ibid., pl.); ἐπὶ προὔχοντι μελάθρῳ Od. 19.544: generally, beam, LXX 3 Ki.7.9(20); τὰ μ. τῶν θυρίδων PRyl. 233.5 (ii A. D.).    2 roof, Il.2.414, Od.18.150.    II house, κυπαρίσσινον μ. Pi.P.5.40; οὐράνιον μ., of heaven, E.Hec.1101 (lyr.): mostly in pl., Alc.Supp.19.2, etc.; μ. ἐν βασιλείοις in the king's halls, A.Ch.343 (anap.), etc.; ἐς δόμων μ. Id.Ag.957; of a cave used as a dwelling, S.Ph.147, E.Cyc.491 (both anap.).    2 lair of an animal, Opp.C.2.307.    3 cage, ib.4.107,423. (Acc. to EM576.16 from μελαίνω, cf. καπνοδόκη; it is doubtful whether κμέλεθρον is cogn.)

German (Pape)

[Seite 118] τό, die Stubendecke, bes. der große Querbalken, welcher die Decke trägt, πολλὰ δὲ καὶ καθύπερθε μελαθρόφιν ἐξεκέχυντο Od. 8, 279, ἁψαμένη βρόχον αἰπὺν ἀφ' ὑψηλοῖο μελάθρου 11, 278, H. h. Cer. 188. Auch das Dachgebälk, Dachgesims, Od. 19, 544 ἐπὶ προὔχοντι μελάθρῳ. – Dach, ἐπεί κε μέλαθρον ὑπέλθῃ Od. 18, 150, vgl. Il. 2, 414. 9, 204. 640; gew. übh. Haus, Wohnung, κυπαρίσσινον, Pind. P. 5, 40, u. so immer bei den Tragg., ἐς μέλαθρα καὶ δόμους ἐφεστίους ἐλθών Aesch. Ag. 825, μελάθροις ἐν βασιλείοις Ch. 339. 1061; bei Soph. Phil. 147, τῶνδ' ἐκ μελάθρων, die Höhle des Philoktet bezeichnend; ὑψιπετὲς εἰς μέλαθρον Eur. Hec. 1101, u. öfter im plur., bes. von Häusern der Fürsten, wie auch bei sp. D., z. B. Ap. Rh. 3, 789. Nach E. M. von μελαίνω, weil in der Decke das Loch zum Rauchfang angebracht war.

Greek (Liddell-Scott)

μέλαθρον: τό, Ἐπκ. γεν. μελαθρόφιν, Ὀδ. Θ. 279· ― ἡ ὀροφή, ἡ ἐσωτερικὴ ὄψις τῆς στέγης ἢ (μάλλον) ἡ κυρία δοκὸς ἡ ὑποβαστάζουσα τὴν ὀροφήν, Θ. 279, Λ. 278, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 174· ἀλλ’ ἐν Ὀδ. Τ. 544, ἔνθα ὁ ἀετὸς κάθηται ἐπὶ προὔχοντι μελάθρῳ, πρέπει νὰ σημαίνῃ τὸ ἄκρον τῆς δοκοῦ ταύτης προεχούσης ἔξω τῆς οἰκίας. 2) καθόλου, στέγη, ὀροφή, Ἰλ. Β. 414, Ὀδ. Σ. 150. ΙΙ. οἰκία, κατοικία, κυπαρίσσινον μ. Πινδ. Π. 5. 52· μ. οὐράνιον, ἐπὶ τοῦ οὐρανοῦ, Εὐρ. Ἑκ. 1100. ― ἀλλ’ ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., ὡς τὸ Λατ. tecta, Τραγ.: μ. ἐν βασιλείοις, ἐν ταῖς βασιλικαῖς αἰθούσαις, Αἰσχύλ. Χο. 343· κτλ.· ἐς δόμων μέλαθρα, τὸ τοῦ Οὐεργιλίου, tecta domorum, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 957· ἐπὶ σπηλαίου χρησιμεύοντος, πρὸς κατοικίαν, Σοφ. Φ. 147, Εὐρ. Κύκλ. 491. (Κατὰ τὸν Μέγ. Ἐτυμ. ἐκ τοῦ μελαίνω, πρβλ. καπνοδόκη παρ’ Ἡροδ. 1. 137. Ἀλλ’ ὁ τύπος κμέλεθρον (Πάμφιλος ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμ. 521. 29) μνημονεύεται ὡς = τῷ δοκός, τοῦτο δὲ δεικνύει σχέσιν πρὸς τὸ καμάρα, Κούρτ. ἀρ. 31a).

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
I. grosse poutre qui soutient un toit ; p. ext.
1 rebord d’un toit;
2 toit, plafond;
3 maison, demeure ; μέλαθρον οὐράνιον EUR la demeure céleste;
II. sorte de plante;
III. pudenda muliebria.
Étymologie: probabl. p. *κμέλαθρον, cf. κμέλεθρον, apparenté à καμάρα ; étym. pop. de μέλας, litt. « noirci par la fumée ».

English (Autenrieth)

μελαθρόφι: beam, crossbeam of a house, supporting rafters and roof; these beams passed through the wall and projected externally, hence ἐπὶ προὔχοντι μελάθρῳ, Od. 19.544; then roof (tectum), and in wider sense dwelling, mansion, Il. 9.640.

English (Slater)

μέλαθρον
   1 chamber σφ (= χεριαρᾶν τεκτόνων δαίδαλα) ἔχει κυπαρίσσινον μέλαθρον (P. 5.40)

Greek Monolingual

το (Α μέλαθρον και μέλεθρον)
νεοελλ.
μεγαλοπρεπές κτήριο, πολυτελές οικοδόμημα, μέγαρο («Ιλίου μέλαθρον»)
αρχ.
1. η εσωτερική όψη της στέγης και το κύριο δοκάρι που υποβαστάζει την οροφή
2. δοκός, δοκάρι («καὶ μέλαθρον ἐπ' ἀμφοτέρων τῶν στύλων», ΠΔ)
3. οροφή, στέγη
4. οικία, κατοικία
5. φωλιά ζώου
6. κλουβί
7. συν. στον πληθ. τά μέλαθρα
τα ανάκτορα βασιλέων και ηγεμόνων
8. φρ. «οὐράνιον μέλαθρον» — ο ουρανός, ο ουράνιος θόλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το επίθημα -θρον (πρβλ. βάρα-θρον) δηλώνει ελληνική προέλευση, αν δεν πρόκειται περί προελληνικού τύπου, προσαρμοσθέντος μορφολογικά στην ελλ. γλώσσα. Η σύνδεση της λ. με τα μέλας, μελαίνω (πρβλ. το ερμήνευμα του Μεγάλου Ετυμολογικού Λεξικού «ἀπὸ τοῡ μελαίνεσθαι ἀπὸ τοῡ καπνοῡ») είναι προϊόν παρετυμολογίας. Η σύνδεση, εξάλλου, της λέξης τόσο με το βλωθρός (< μλωθρός) «υψηλός, μεγαλοπρεπής» όσο και με το κμέλεθρον «δοκός», παρά την ομοιότητα τών δύο τύπων, θεωρείται εξίσου αβέβαιη].

Greek Monotonic

μέλαθρον: τό, Επικ. γεν. μελαθρόφιν·
I. 1. ταβάνι, οροφή δωματίου ή (προτιμότερο) το κεντρικό δοκάρι που στηρίζει την οροφή, σε Ομήρ. Οδ.· σε Ομήρ. Οδ. 19.544, «...το άκρο αυτού του δοκαριού έξω από το σπίτι».
2. γενικά, στέγη, σε Όμηρ.
II. οικία, δωμάτιο, σε Πίνδ., Ευρ.· κυρίως στον πληθ., όπως το Λατ. tecta, στους Τραγ. (αμφίβ. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

μέλαθρον: τό1) кровельная балка Hom., HH;
2) кровельные стропила, кровля Hom.;
3) тж. pl. дом, жилище, палата (Πριάμοιο Hom.; μελάθροις ἐν βασιλείοις Aesch.).