ἐγγράφω

From LSJ
Revision as of 14:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγγρᾰφω Medium diacritics: ἐγγράφω Low diacritics: εγγράφω Capitals: ΕΓΓΡΑΦΩ
Transliteration A: engráphō Transliteration B: engraphō Transliteration C: eggrafo Beta Code: e)ggra/fw

English (LSJ)

   A make incisions into, τὸ στέλεχος Thphr.HP5.1.2.    2 mark in or on, paint on, ζῷα ἐς τὴν ἐσθῆτα ἐ. Hdt. 1.203; opp. ἐξαλείφω, Pl.R.501b.    3 engrave, inscribe, ἐν τῇσι στήλῃσι Hdt.2.102, cf. 4.91; νόμους Lys. 30.2 (of codifiers, opp. ἐξαλείφω): —Med., ἢν ἐγγράφου σὺ μνήμοσιν δέλτοις φρενῶν A.Pr.789:— Pass., to be written in, ἐνεγέγραπτο δὲ τάδε ἐν αὐτῇ (sc. τῇ ἐπιστολῇ) Th.1.128; αὑτὸν εὗρεν ἐγγεγραμμένον κτείνειν found his name entered in the letter for execution, ib. 132; δέλτον ἐγγεγραμμένην συνθήμαθ' S. Tr.157.    4 metaph., εἰ μέλλουσι τοιαῦται διάνοιαι ἐγγραφήσεσθαι ἀνθρώποις X.Cyr.3.3.52.    5 Geom., inscribe a figure in another, εἰς . . Euc.4.4, al.; ἐν . . Archim.Sph. Cyl.1.13, al. (Pass.).    6 Medic., include in a prescription, οἶνος ἐγγεγράφθω Aret.CD1.2.    II enter in the public register, esp. of one's deme or phratria, ἐς τὰ κοινὰ γραμματεῖα Is.7.1; ἐγγράψαι τὸν υἱὸν εἰς ἄνδρας D.19.230; εἰς τοὺς φράτερας Id.39.4; ἐ. εἰς τοὺς ἀτίμους Plu.Them.6; also ἱερὰν ἐ. τὴν οὐσίαν Alex.276:—Pass., εἰς τοὺς δημότας ἐγγραφῆναι D.18.261; Μαντίθεος ἐνεγεγράμμην by the name of M., Id.39.4; τοὺς μήπω δι' ἡλικίαν ἐγγεγραμμένους Arist.Pol.1275a15; πρὶν ἐγγραφῆναι καὶ λαβεῖν τὸ χλαμύδιον Antid. 2; εἰς τοὺς ἐφήβους Pl.Ax.366e. (A.Ch.699 is corrupt.)    2 indict, Ar.Pax1180, D.37.24:—Pass., ἐγγράφεσθαι λιποταξίου to be indicted for desertion, Aeschin.2.148.    3 of statedebtors, enter their names, ἐγγραφόντων οἱ ἄρχοντες τοῖς πράκτορσιν Lex ap. D.43.71; ἐγγεγραμμένος [ἐν ἀκροπόλει] registered among the state-debtors, D.25.4, cf. Arist.Ath.48.1; also of ἄτιμοι, Pl.Lg. 784d. (Perh. written ἐκγρ-, SIG742.29.)

German (Pape)

[Seite 701] eingraben, in eine Säule, Her. 4, 91; daraufmalen, ζῷα ἐς τὴν ἐσθῆτα Her. 1, 203; vgl. Plat. Rep. VI, 501 c; gew. darein-, daraufschreiben; οὐ πίναξίν ἐστιν ἐγγεγραμμένα Aesch. Suppl. 524, wie übertr. im med., ἣν ἐγγράφου σὺ μνήμοσιν δέλτοις φρενῶν Prom. 791; c. acc., δέλτον ἐγγεγραμμένην ξυνθήματα, worauf das Orakel geschrieben, Soph. Tr. 156; ἐν κύτει ἔγγραψον ὅρκους Eur. Suppl. 1202; ἐν ἐπιστολῇ τάδε ἐνεγέγραπτο Thuc. 1, 128; Folgde. – Bes. in Athen, in ein Verzeichniß eintragen; – a) in die Bürgerrolle, εἰς τοὺς δημότας καὶ εἰς ὀργεῶνας Is. 2, 15; Dem. 39, 5 u. sonst; εἰς τοὺς ἐφήβους Plat. Ax. 366 e; εἰς ἄνδρας Dem. 19, 230; auch in andere Klassen od. Verzeichnisse; εἰς τοὺς τριακοσίους 6, 60; εἰς συμμορίαν 39, 8; εἰς τὸ ληξιαρχικὸν γραμματεῖον Aesch. 1, 18; ähnlich εἰς τοὺς ἀτίμους, mit der Atimie bestraft werden, Plut. Them. 6; in Rom, in den Senat, Plut. Poplic. 11. – b) von Staatsschuldnern, die ins Staatsschuldenbuch, in eine Tafel auf der Akropolis eingetragen wurden; Plat. Legg. VI, 784 d; προσοφείλων ἐγγέγραμμαι Dem. 27, 63; ἐγγεγραμμένος ἐν ἀκροπόλει neben ὀφείλων τῷ δημοσίῳ 95, 4; vgl. 70, u. öfter. – C) auch = als Verklagten einschreiben lassen, anklagen; ἐνεγράφης λειποταξίου Aesch. 2, 148. – Uebertr., διανοίας ἀνθρώποις, einprägen, Xen. Cyr. 3, 3, 32; λόγους ψυχαῖς Plut. philos. esse cum princ. 4; s. oben die Stelle aus Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγγράφω: ᾰ: μέλλ. -ψω, ἐντέμνω, σκώληκες ἐπιπολῆς ἐγγράφουσι τὸ στέλεχος Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 5. 1, 2. 2) γράφω, ζωγραφῶ, ζῷα εἰς τὴν ἐσθῆτα ἐγγρ. Ἡρόδ. 1. 203· ἀντίθετον τῷ ἐξαλείφω, Πλάτ. Πολ. 501Β. 3) ἐγχαράττω, ἐπιγράφω, γράμματα στήλῃ ἢ ἐν στήλῃ Ἡρόδ. 4. 91., 2. 102· ἐγγρ. νόμους Λυσ 183. 16: - Μέσ., ἣν ἐγγράφου σὺ μνήμοσιν δέλτοις φρενῶν Αἰσχύλ. Πρ. 789.· - Παθ. ἐνεγέγραπτο δὲ τάδε ἐν αὐτῇ τῇ ἐπιστολῇ, ἦσαν γεγραμμένα, Θουκ. 1. 128· καὶ αὐτὸν ηὗρεν ἐγγεγραμμένον κτείνειν, εὗρεν ἐγγεγραμμένον κτείνει, εὗρε γεγραμμένον ἐν τῇ ἐπιστολῇ καὶ αὐτὸν νὰ φονεύσῃ (ὁ Ἀρτάβαζος), αὐτόθι 132· λείπει παλαιὰν δέλτον ἐγγεγραμμένην συνθήματα (οὕτως ὁ Οὐεργ. flores inscripti nomina), Σοφ. Τρ. 157. 4) μεταφ., εἰ μέλλουσι τοιαῦται διάνοιαι ἐγγραφήσεσθαι ἀνθρώποις Ξεν. Κύρ. 3. 3. 52. ΙΙ. καταγράφω εἰς τὸ δημόσιον μητρῷον, ἰδίως τοῦ δήμου ἢ τῆς φατρίας, ἐς τὰ κοινὰ γραμματεῖα Ἰσαῖος 63. 4· οὕτως, ἐγγράφειν τὸν υἱὸν εἰς ἄνδρας Δημ. 412. 25· εἰς τοὺς φράτορας ὁ αὐτ. 995. 28· εἰς τοὺς ἐφήβους Πλάτ. Ἀξ. 366Α ἐγγρ. εἰς τοὺς ἀτίμους, Λατ. in aerarios referre, Πλουτ. Θεμ. 6· ὡσαύτως, ἱερὰν ἐγγρ. τὴν οὐσίαν Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 6: - Παθ., εἰς τοὺς δημότας ἐγγραφῆναι Δημ. 314. 4 (πρβλ. ληξιαρχικός)· Μαντίθεος ἐνεγεγράμμην, μὲ τὸ ὄνομα Μαντ., ὁ αὐτ. 995. 29, πρβλ. 996. 2· τοὺς μήπω διὰ τὴν ἡλικίαν ἐγγεγραμμένους Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 1, 5· πρὶν ἐγγραφῆναι καὶ λαβεῖν τὸ χλαμύδιον Ἀντίδοτος ἐν «Πρωτοχόρῳ» 1· (τὸ χωρίον ἐν Αἰσχύλ. Χο. 699 παροῦσαν ἐγγράφει, διαμένει ἔτι ἀνερμήνευτον· ὁ Σχολ. φαίνεται ὅτι ἀνέγνωσε ἀποῦσαν ἀντὶ παροῦσαν· - προδοῦσαν ἔγγραφε Η. L. Ahrens). 2) ἐγγράφω εἰς τὸν κατάλογον τῶν δικαστῶν, καταγγέλλω, καταμηνύω, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1180, Δημ. 973. 25· ἐγγράφεσθαι λιποταξίου, καταγγέλλεσθαι ἐπὶ λιποταξίᾳ, Αἰσχίν. 48. 1. 3) ἐπὶ ὀφειλετῶν τοῦ δημοσίου, ἐγγράφω τὰ ὀνόματα αὐτῶν, Πλάτ. Νόμ. 784D· ἐγγρ. τοῖς πράκτορσιν Δημ. 1074, ἐν τέλει· ἐγγεγραμμένος ἐν ἀκροπόλει, καταγεγραμμένος μεταξὺ τῶν ὀφειλετῶν τοῦ δημοσίου, Δημ. 771. 6 ἴδε τὸ ῥῆμα προσοφείλω.

French (Bailly abrégé)

inscrire :
1 écrire dans : ἐν ἐπιστολῇ THC dans une lettre;
2 graver ou inscrire dans : γράμματα στήλῃ HDT, ἐν στήλῃ HDT graver des lettres, càd une inscription sur une stèle ; fig. εἰ μέλλουσι τοιαῦται διάνοιαι ἐγγραφήσεσθαι ἀνθρώποις XÉN si de telles pensées doivent se graver dans le cœur des hommes ; à Athènes inscrire sur un registre public : εἰς τοὺς δημότας ἐγγραφῆναι DÉM avoir été inscrit parmi les citoyens d’un dème;
3 peindre ou broder sur : ζῷα ἐς ἐσθῆτα HDT broder des animaux sur un vêtement;
Moy. ἐγγράφομαι inscrire pour soi : τι δέλτοις φρενῶν ESCHL une chose sur les tablettes de son esprit, càd dans sa mémoire.
Étymologie: ἐν, γράφω.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [-ᾰ-]
A en v. act.
I c. ac. de cosas
1 grabar, inscribir texto sobre diversos soportes duraderos:
a) sobre piedra γράμματα ... λέγοντα τάδε· Hdt.4.91, τοὺς μὲν (νόμους) ἐνέγραφε τοὺς δὲ ἐξήλειφεν Lys.30.2, en v. pas. στήλας λιθίνας ... δι' ὧν ἐνγραφθήσεται τὰ ὑφ' ὑμῶν ... προστεταγμένα IFayoum 114.48 (I a.C.), cf. SEG 38.1462.97 (Enoanda II d.C.), IG 10(2).2.348.25 (II d.C.)
abs. grabar, poner inscripciones ἐν τῇσι στήλῃσι Hdt.2.102;
b) sobre bronce ἔγγραψον ὅρκους τρίποδος ἐν κοίλῳ κύτει E.Supp.1202;
c) sobre tablillas enceradas ἄλλα εἰς τὸν κηρόν Aen.Tact.31.14, τινα ἐν τῇ σχολῇ Arr.Epict.3.16.9, en v. pas. ταῦτ' οὐ πίναξίν ἐστιν ἐγγεγραμμένα A.Supp.946, παλαιὰν δέλτον ἐγγεγραμμένην ξυνθήμαθ' S.Tr.157, cf. E.IA 113;
d) sobre cerámica τοὔνομα τῷ ὀστράκῳ Plu.Arist.7;
e) usos fig., sólo en v. pas. εἰ μέλλουσι τοιαῦται διάνοιαι ἐγγραφήσεσθαι ἀνθρώποις X.Cyr.3.3.52, ἡ ἐπιστολὴ ... ἐνγεγραμμένη ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν 2Ep.Cor.3.2, cf. Clem.Al.Prot.10.108, Plu.2.779b, en el aire οἷον γραμμάτων ἐγγεγραμμένων ὑπὸ τοῦ τὴν φωνὴν πεποιηκότος Plot.4.6.2.
2 escribir sobre papiro o simplemente en libros o documentos ὃ (τὸ θαῦμα) ... ἐγγράψας τῇ ἱστορίᾳ Gr.Nyss.V.Macr.410.14, en v. pas. ἐνεγέγραπτο δὲ τάδε ἐν αὐτῇ (ἐπιστολῇ)· Th.1.128, cf. 132, μυρίαι ... ὑποθῆκαι ... ταῖς βίβλοις ταῖς ἁγίαις Clem.Al.Paed.3.12.97, frec. en cláusulas en papiros ἡ ἑξῆς ἐνγεγραμμένη τιμή POxy.3748.11 (IV d.C.), συμφωνεῖ ἡμῖν πάντα τὰ ἐγγεγραμμένα ὡς πρόκειται POxy.3985re.16 (V d.C.), cf. PWash.Univ.40.20 (V/VI d.C.), κύρια καὶ βέβαια εἶναι τὰ ἐγγεγραμμένα πάντα PKöln 232.18 (IV d.C.), πείθομαι πᾶσι τοῖς ἐγγεγραμμένοις PMonac.7re.87 (VI d.C.)
fig., c. ac. del soporte, ref. los surcos a modo de letras que traza un coleóptero en el tronco de los árboles ὑπὸ τὸν φλοιὸν ὑποδυόμενοι σκώληκες ἐπιπολῆς ἐγγράφουσι τὸ στέλεχος introduciéndose bajo la corteza los gusanos inscriben el tronco en su superficie Thphr.HP 5.1.2
ἐγγράφειν λόγον rendir cuentas Ar.V.961, Lys.30.5, λόγον καὶ εὐθύνας ἐγγράφειν πρὸς τοὺς λογιστάς rendir cuentas ante los inspectores Aeschin.3.15.
3 pintar, dibujar, representar figuras en distintas superficies ζῷα ἑωυτοῖσι ἐς τῆν ἐσθῆτα Hdt.1.203, τὸ μὲν ἂν ... ἐξαλείφοιεν, τὸ δὲ πάλιν ἐγγράφοιεν Pl.R.501b, cf. Plu.Arat.13, εἰς τὸ δοθὲν τρίγωνον κύκλον ἐγγράψαι Euc.4.4, τὰ Φιλαινίδος σχήματα Clem.Al.Prot.4.61.2, en v. pas. σημεῖον ἐν ταῖς ναυσίν Ar.Ra.933, τὴν οἰκουμένην ἐν τοῖς τοῦ κοιτῶνος τοίχοις εἶχεν ἐγγεγραμμένην D.C.67.12.4, cf. Iul.Ascal.54
fig. εἰκόνας τῶν ὁρωμένων πραγμάτων ἡ ὄψις ἐνέγραψεν ἐν τῷ φρονήματι Gorg.B 11.17.
4 prescribir en v. pas. οἶνος λευκός, ... γλυκὺς μὲν ἐγγεγράφθω Aret.CD 1.2.17.
II c. ac. de pers.
1 inscribir, registrar en archivos o listas cívicas: en la lista de los ciudadanos movilizados para salir en campaña, Ar.Pax 1180, (τοῦτον) εἰς τὸν πίνακα Arist.Ath.49.2, en el demo a un hijo adoptado με εἰς τὸ κοινὸν γραμματεῖον Is.7.17, τὸν υἱὸν ... εἰς ἄνδρας D.19.230, τουτονὶ ... εἰς τοὺς φράτερας D.39.4, εἰς τοὺς δημότας με ἐγγράφει καὶ εἰς τοὺς ὀργεῶνας Is.2.14, en el registro de los deudores del Estado, Decr. en D.43.71, en el de los ciudadanos proscritos τοῦτον εἰς τοὺς ἀτίμους Plu.Them.6, en v. pas. εἰς τοὺς γεννήτας καὶ φρατέρας ἐγγραφείς Is.17.43, εἰς τοὺς ἐφήβους Pl.Ax.366e, παῖδας τοὺς μήπω δι' ἡλικίαν ἐγγεγραμμένους Arist.Pol.1275a15, cf. Antid.2, en el registro de alistamiento de la caballería Lys.16.6, en el registro de deudores κἄν τις ἐλλίπῃ καταβολήν, ἐνταῦθ' ἐγγέγραπται Arist.Ath.48.1
usos fig., tb. no ref. pers. νῦν δ' ἥπερ ἐν δόμοισι βακχείας κακῆς ἰατρὸς ἐλπὶς ἦν, προδοῦσαν ἔγγραφε y ahora la esperanza que había en palacio sanadora del malvado delirio inscríbela como habiendo hecho defección A.Ch.699, μύθοις ἐγγράφω ὅσα ὑπὲρ τῆς τῶν ἔχεων ὠδῖνος ᾄδει Ael.NA 15.16, en v. pas. τὰ ὀνόματα ὑμῶν ... ἐν τοῖς οὐρανοῖς Eu.Luc.10.20, de los arrepentidos ἐνγραφήσονται εἰς τὰς βίβλους τῆς ζωῆς Herm.Vis.1.3.2.
2 mencionar, citar en un escrito, sólo en part. perf. pas. τὸν ἑξῆς ἐγγεγραμμένον POxy.1254.4 (III d.C.), ὁ ἐνγεγραμμένος Ἰσίδωρος PMerton 89.12 (IV d.C.), ἡ ἐνγεγραμμένη μου σύμβιος POxy.3122.10 (IV d.C.).
3 acusar por escrito ἄτιμος ἔστω μὴ ἑλὼν ἐν δικαστηρίῳ τοὺς ἐγγράψαντας si no triunfa en el tribunal contra los que le hayan acusado quede privado de derechos Pl.Lg.784d, ὡς προσέταξα, ἐνέγραψεν me acusó por escrito de que yo había dado la orden D.37.24, tb. en v. med. ἐὰν ὁ ἀνὴρ περὶ μοιχείας ἐγγράψηται τὴν γυναῖκα ... Iust.Nou.117.9.
B en v. med.
1 grabarse fig. ἣν ἐγγράφου σὺ μνήμοσιν δέλτοις φρενῶν A.Pr.789.
2 hacer grabar, mandar grabar letras tatuadas sobre la piel οἰκέτην ... ἀποξύρας τὰς τρίχας στίγματα ἐνέγραψατο τῇ κεφαλῇ Polyaen.1.24.
3 intr. inscribirse, registrarse en una lista, nómina o relación ἐν εὐκάρποις δένδρεσιν ἐγγράφομαι (habla un árbol) AP 9.4 (Cyllen.), Οὐολοῦσκοι οἱ ἐγγραψάμενοι εἰς τὴν συμμαχίαν los volscos que habían suscrito la alianza D.H.4.49.1, cf. 5.61.3.

English (Strong)

from ἐν and γράφω; to "engrave", i.e. inscribe: write (in).

English (Thayer)

(T WH ἐγγράφω, see ἐν, III:3): perfect passive ἐγγεγραμμαι; (from Aeschylus and Herodotus down); to engrave; inscribe, write in or on: τί, passive with the dative of the means (with) and followed by ἐν, with the dative of the place (in minds, tablets), to record, enrol: τά ὀνόματα, passive T Tr WH.

Greek Monolingual

(AM ἐγγράφω)
καταγράφω, καταχωρίζω σε μητρώο, κατάλογο κ.λπ. («ὁ μὲν τὸν υἱov ἔπεμψε Φιλίππῳ πρὶν εἰς ἄνδρας ἐγγράψαι», Δημ.)
μσν.
1. χαρακτηρίζω
2. παραχωρώ, μεταβιβάζω
αρχ.
1. χαράζω, κάνω εντομές
2. σχεδιάζω, ζωγραφίζω μέσα ή πάνω σε κάτι
3. χαράζω γράμματα, επιγραφή, γράφω κάπου
4. καταγράφω στον νου, αποτυπώνω
5. γράφω τα ονόματα τών οφειλετών του δημοσίου
6. γράφω κάποιον ως κατηγορούμενο στους καταλόγους του δικαστηρίου, κατηγορώ, καταγγέλλω
7. συγκαταλέγω, καταλογίζω
8. χαρακτηρίζω.

Greek Monotonic

ἐγγράφω: [ᾰ], μέλ. -ψω,
I. σημειώνω, επισημαίνω, ζωγραφίζω, σε Ηρόδ.
II. εγχαράσσω, επιγράφω σε ή πάνω, στον ίδ. — Παθ., ἐγγεγραμμένος τι, αυτός που έχει γραμμένο κάτι πάνω του, σε Σοφ.· ομοίως και στον Βιργ., flores inscripti nomina.
2. καταγράφω, καταχωρώ στο μητρώο του δήμου, ἐγγρ. τὸν υἱὸν εἰς ἄνδρας, σε Δημ. — Παθ., εἰς τοὺς δημότας ἐγγραφῆναι, στον ίδ.
3. εγγράφω στον κατάλογο των δικαστών, μηνύω, εγκαλώ, σε Αριστοφ., Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ἐγγράφω: (ᾰ)
1) вырезывать, начертать, изображать (γράμματα ἐν στήλῃ и ζῷα ἐς τὴν ἐσθῆτα Her.);
2) записывать, вписывать (τοὺς νόμους Lys.; ἐν ἐπιστολῇ ἐγγράψασθαι Thuc.);
3) записывать, вносить в списки (εἰς τοὺς ἐφήβους Plat.; εἰς τό ληξιαρχικὸν γραμματεῖον Aeschin.; τοῖς πράκτορσιν Dem.; εἰς τοὺς ἀτίμους Plut.; εἰς τοὺς δημότας ἐγγραφῆναι Dem.);
4) перен. запечатлевать (μέλλουσι τοιαῦται διάνοιαι ἐγγραφήσεσθαι ἀνθρώποις Xen.; med. ἐ. τι μνήμοσιν δέλτοις φρενῶν Aesch.).