ἀλλάσσω
English (LSJ)
later Att. ἀλλάττω Pl.Prm.139a: impf.
A ἤλλαττον Men.Epit. 466: fut. -άξω Thgn.21: aor. ἤλλαξα E.Alc.661: pf. ἤλλᾰχα (ἀπ-) X.Mem.3.13.6, (δι-) Dionys. Com.2.10:—Med., fut. ἀλλάξομαι Luc. Tyr.7, (ἀντ-) E.Hel.1088: aor. ἠλλαξάμην Id.El.103, Antipho 5.79, Th.8.82, etc.: pf. (in med. sense) ἤλλαγμαι ( ἐν-) S. Aj.208:—Pass., fut. ἀλλαχθήσομαι Trag. and Com., (ἀπ-) E.Med.878, Ar.Av.940; ἀλλαγήσομαι in early Prose, (ἀπ-) Hdt.2.120, (ἐξαπ-) Th.4.28: aor. ἠλλάχθην and ἠλλάγην, former more freq. in S. and E., latter in Prose: pf. ἤλλαγμαι Antiph. 176, AP9.67, al.: plpf. ἤλλακτο Hdt.2.26. (More common in compds., esp. in later Gk.): (ἄλλος):—make other than it is, change, alter, τόπον Parm.8.41; μορφήν Emp.137; χροιάν E. Med.1168; ἤλλαττε χρώματ' Men.Epit.466; τὸ ἑαυτοῦ εἶδος εἰς πολλὰς μορφάς Pl.R. 380d; χώραν Id.Prm.139a. II ἀ. τί τινος give in exchange, barter one thing for another, τῆς σῆς λατρείας τὴν ἐμὴν δυσπραξίαν . . οὐκ ἂν ἀλλάξαιμ' ἐγώ A.Pr. 967; τι ἀντί τινος E.Alc.661:— Med., τὴν παραντίκα ἐλπίδα . . οὐδενὸς ἂν ἠλλάξαντο Th.8.82. 2 repay, requite, φόνον φονεῦσιν E.El.89. 3 leave, quit, οὐράνιον φῶς S.Ant.944, cf. E.IT193. 4 Med., ἔξω τρίβου ἀλλάσσεσθαι ἴχνος move one's position, Id.El.103. III take one thing in exchange for another, κάκιον τοὐσθλοῦ παρεόντος Thgn.21; πόνῳ πόνον ἀ. to exchange one suffering with another (nisi leg. πόνου), Trag.Adesp.7.3; ἠλλαττόμεσθ' ἂν δάκρυα δόντες χρυσίον should take in exchange, Philem.73: ἀ. θνητὸν εἶδος assume it, E.Ba.53, cf. 1331:—more freq. in Med., τί τινος one thing for another, εὐδαιμονίας κακοδαιμονίαν Antipho 5.79, cf. Pl.Lg.733b; τὰ οἰκήϊα κακὰ ἀλλάξασθαι τοῖσι πλησίοισι exchange them with them, Hdt.7.152: hence, buy, τι ἀντ' ἀργυρίου Pl.R.371c; διά τινος ὠνῆς ἢ καὶ πράσεως ἀλλάττεσθαί τί τινι Id.Lg. 915d, 915e; τοῦ παντὸς ἀ. prize above all things, Ph.Bel.56.30. 2 take a new position, i.e. go to a place, ἀ.Ἅιδα θαλάμους E.Hec.483; πόλιν ἐκ πόλεως Pl.Plt.289e. IV abs., have dealings, as buyer or seller, in Med., πρός τινα Pl.Lg.915e. 2 alternate, Emp.17.6; σκῆπτρ' ἔειν ἐνιαυτὸν ἀλλάσσοντε to enjoy power in turn, E.Ph. 74, cf. Pl.Ti.42c:—Pass., ἀρεταὶ . . ἀλλασσόμεναι in turns, Pi.N.11.38, cf. Arist.Pr.940a15. ϝ. Pass., to be reconciled, S.Fr.997.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλλάσσω: μεταγεν. Ἀττ. -ττω: μέλλ. -άξω: ἀόρ. ἤλλαξα: πρκμ. ἤλλᾰχα (ἀπ-): Ξεν. Ἀπομ. 3. 13, 6, (δι-), Διονύσ. Κωμ. ἐν «Θεσμοφόρῳ» 1. 10: - Μέσ. μέλλ. ἀλλάξομαι, Λουκ. Τυρ. 7, (ἀντ-), Εὐρ.: ἀόρ. ἠλλαξάμην, Εὐρ. Ἀντιφῶν 138. 35, Θουκ., κτλ.: πρκμ. (μ. μέσ. σημασ.) ἤλλαγμαι (ἐν-), Σοφ. Αἴ. 208: - Παθ. μέλλ. ἀλλαχθήσομαι, καὶ ἀλλαγήσομαι· ὁ πρῶτος πάντοτε παρὰ Τραγ., ὁ δὲ δεύτερος συχνότατος παρὰ πεζοῖς· ἀόρ. ἠλλάχθην, καὶ ἠλλάγην, ὁ πρῶτος συχνότατος παρὰ Τραγ., ὁ δὲ δεύτερος παρὰ πεζοῖς, ἴδε Veitch Ἑλλ. Ρήμ., πρκμ. ἤλλαγμαι, Ἀντιφαν. ἐν «Ὀμφάλῃ» Ὀμφ. 1. Ἀνθ.: ὑπερσυντ. ἤλλακτο, Ἡρόδ. 2. 26. - Συχν. ἐν συνθέτοις ἀντ-, ἀπ-, δι-, ἐξαλλάσσω, κτλ. Καθιστῶ τι ἄλλο παρ’ ὅ,τι εἶναι (ἐκ τοῦ ἄλλος) = μεταβάλλω, ἀλλοιῶ, τι, Ἐμπεδ. 67. 157· χροιάν, εἶδος, Εὐρ. Μήδ. 1168, Βάκχ. 53· τὸ ἑαυτοῦ εἶδος εἰς πολλὰς μορφάς, Πλάτ. Πολ. 380D. χώραν, ὁ αὐτ. Παρμ. 139Α. ΙΙ. ἀλλ. τί τινος, ἀλλάσσω τι μέ τι, δίδω τι ἀντί τινος, ἀνταλλάσσω τι πρὸς ἄλλο, τῆς σῆς λατρείας τὴν ἐμὴν δυσπραξίαν … οὐκ ἂν ἀλλάξαιμ’ ἐγώ, Αἰσχύλ. Πρ. 967· τι ἀντί τινος, Εὐρ. Ἄλκ. 661, καὶ ὡς μέσ. τὴν παραυτίκα ἐλπίδα … οὐδενὸς ἂν ἠλλάξαντο, Θουκ. 8. 82· πρβλ. ἀνταλλάσσω, κατωτέρω ΙΙΙ. 2) ἀποτίνω, ἀποδίδω, ἀνταποδίδω· φόνον φονεῦσιν, Εὐρ. Ἠλ. 89. 3) παραιτῶ, ἀφίνω, ἐγκαταλείπω· οὐράνιον φῶς, Σοφ. Ἀντ. 944, πρβλ. Εὐρ. Ι. Τ. 193, ἴδε κατωτέρω ΙΙΙ. 2, καὶ πρβλ. παραλλάσσω. 4) μέσ., ἴχνος ἔξω τρίβου ἀλλάσσεσθαι, ἀλλάσσω τὴν θέσιν μου, παραμερίζω, Εὐρ. Ἠλ. 103. ΙΙΙ. ἀνταλλάσσω, κάκιον τοὐσθλοῦ παρεόντος, Θέογν. 21· ὡσαύτως, πόνῳ πόνον ἀλλ., ἀνταλλάσσω ἓν πάθημα πρὸς ἕτερον (ἐκτὸς ἂν πρέπει νὰ ἀναγνώσωμεν πόνου), Σοφ. Ἀποσπ. 400· ἠλλαττόμεσθ’ ἂν δάκρυα δόντες χρυσίον, θὰ ἐλαμβάνομεν ὡς ἀντάλλαγμα, Φιλήμ. ἐν «Σαρδίῳ» 1: - ἀλλ. θνητὸν εἶδος, λαμβάνω, Εὐρ. Βάκχ. 53, πρβλ. 1332: - συχνότερον κατὰ μέσ., τί τινος, ἓν πρᾶγμα ἀντὶ ἄλλου, εὐδαιμονίας κακοδαιμονίαν, Ἀντιφῶν 138. 34, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 733Β· τὰ οἰκήϊα κακὰ ἀλλάξασθαι τοῖσι πλησίοισι, ἀνταλλάξαι πρὸς τὰ τῶν γειτόνων, Ἡρόδ. 7. 152· ἐντεῦθεν, ἀγοράζω, τι ἀντὶ ἀργυρίου, Πλάτ. Πολ. 371C· δι’ ὠνῆς ἢ καὶ πράσεως ἀλλάττεσθαί τί τινι, ὁ αὐτ. Νόμ. 915D. 2) λαμβάνω νέαν θέσιν, ἀπέρχομαι εἴς τινα τόπον, ἀλλάσσειν Ἅιδα θαλάμους, Εὐρ. Ἑκ. 483 (ὅπου καὶ ἡ ἔννοια «ἀπέφυγε τὸν θάνατον μόνον ἵνα ἐμπέσῃ εἰς τὴν δουλείαν» προὐτάθη ὑπὸ τῶν ἑρμηνευτῶν), πόλιν ἐκ πόλεως, Πλάτ. Πολιτ. 289Ε· οὕτω παρ’ Ὁρατίῳ τὸ mutare, ᾨδ. 1. 17, 2, κτλ. IV. ἀπολ., ἔχω ληψοδοσίας εἴτε ὡς πωλητὴς εἴτε ὡς ἀγοραστής, κατὰ μέσ., πρός τινα, Πλάτ. Νόμ. 915Ε. 2) ἐπαμοιβαδόν, ἐναλλάξ, διαδέχομαι, σκῆπτρ’ ἀλλάσσων ἔχειν, ἐπαμοιβαδὸν βασιλεύειν, Εὐρ. Φοίν. 74, πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 42C. - Παθ., ἀρεταὶ … ἀλλασσόμεναι, διαδεχόμεναι ἀλλήλας κατὰ σειράν, Πινδ. Ν. 11. 49· πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 25. 22. - Πρβλ. ὁλόκληρον τὸ ἄρθρον ἀμείβω.
French (Bailly abrégé)
f. ἀλλάξω, ao. ἤλλαξα, pf. inus.
Pass. f.2 ἀλλαγήσομαι, ao.2 ἠλλάγην ou ao. ἠλλάχθην, pf. ἤλλαγμαι;
I. changer, altérer;
II. échanger :
1 prendre en échange : ἀλλάξας ἐξ ἕδρας EUR le soleil ayant quitté sa station;
2 donner en échange : τι ἀντί τινος EUR ou τινός τι ESCHL donner une chose en échange d’une autre;
3 quitter, abandonner : οὐράνιον φῶς SOPH quitter la lumière céleste ; ἀλλάσσων εὐδαιμονίαν EUR (celui qui) quitte le bonheur;
Moy. ἀλλάσσομαι (f. ἀλλάξομαι, ao. ἠλλαξάμην) échanger pour soi :
1 prendre en échange : τί τινος, τί τινι, τι ἀντί τινος prendre une chose en échange d’une autre;
2 donner qch à soi en échange : τί τινος donner une chose en échange d’une autre.
Étymologie: ἄλλος.
English (Slater)
ἀλλάσσω
1 change, intrans. med., alternate ἀρχαῖαι δ' ἀρεταὶ ἀμφέροντ ἀλλασσόμεναι γενεαῖς ἀνδρῶν σθένος in alternate generations (N. 11.38) cf. (I. 3.18)
Spanish (DGE)
• Alolema(s): át. -ττω; locr. ἀλλάζω IG 92.609.21 (Lócride V a.C.)
• Morfología: [aor. poét. 2.a pers. ind. med. ἠλλάξαο AP 7.373 (Thallus), 3a sg. imperat. act. ἀλλαξέτω BGU 597.10 (I a.C.), 1a sg. ind. pas. ἠλλάγην Is.4.13, Luc.Gall.16; fut. pas. ἀλλαγήσομαι LXX Ps.101.27; perf. part. ac. fem. ἠλαχόταν ZPE 10.237.3 (Alejandría)]
I sólo c. ac.
1 respecto a lo normalizado o sellado cambiar, modificar, alterar οὐδέ τις ἀλλάξει κάκιον τοὐσθλοῦ παρέοντος (habla el autor tras enunciar su σφραγίς) nadie cambiará nada (de mis versos) para mal, estando patente lo bueno Thgn.21, cf. BGU 361.3.24 (II a.C.), αἰὼν δὲ κυλινδομέναις ἁμέραις ἄλλ' ἄλλοτ' ἐξ ἄλλαξεν pero el tiempo con el transcurrir de los días trajo ya unos, ya otros sucesos Pi.I.3.18, ὃς ἀλλάξει τὸ ῥῆμα τοῦτο LXX 2Es.6.11, ἀλλάξει τὰ ἔθη ἃ παρέδωκεν ἡμῖν Μωϋσῆς Act.Ap.6.14, τὰς τῶν θεῶν τιμάς D.S.1.73.3, frec. en los pap. οὐκ οὔσης δὲ ἐξουσίας ὁποτέρῳ ἡμῶν ἀλλάξαι τι τούτων no estando facultado ninguno de nosotros dos para variar nada de estas cláusulas, PCair.Isidor.80.14, 81.26, cf. 82.12, PN.York 20.19 (IV a.C.)
•en pas. γραμματεῖον ἀλλαγῆναι que el documento sea modificado Is.4.13.
2 cambiar, modificar, variar forma o color μορφήν Emp.B 137.1, τὸ αὑτοῦ εἶδος εἰς πολλὰς μορφάς Pl.R.380d, χροιάν E.Med.1168, cf. Herm.Sim.9.4.5, 8, χρώματ' Men.Epit.887, cálices allassontes, copas de cristal irisado Vopiscus Quad.Tyr.8.10, ἀλλάξει τὸν ἥλιον en el fin del mundo Ep.Barn.15.5, τὴν φύσιν Ep.Barn.10.7
•cambiar a ὄφεος ἀλλάξει τύπον E.Ba.1331
•la voz o el sonido variar, alterar τὴν φωνήν μου Ep.Gal.4.20
•en gener. ἄνθρωπον ἀλλάξαι (el médico debe) cambiar (totalmente) al hombre Aret.SD 2.1.13
•de ropas τὰς στολάς LXX Ge.35.2, cf. 2Re.12.20, Ps.101.27, Eu.Oxy.19.
3 de lugar, indif. a la dirección cambiar de, variar de τόπον Parm.B 8.41, χώραν Pl.Prm.139a
•dejar atrás, abandonar οὐράνιον φῶς S.Ant.945, cf. E.IT 193, βίον ἠλαχόταν ZPE 10.237.3 (Alejandría), καὶ ἤλλαξαν καὶ ἀπέστησαν ἀπὸ σοῦ LXX 2Es.19.26
•dirigirse, ir hacia ᾍδα θαλάμους E.Hec.482, οἱ δὲ πόλιν ἐκ πόλεως ἀλλάττοντες κατὰ θάλατταν καὶ πεζῇ los (cambistas y negociantes) que van de ciudad en ciudad por tierra y mar Pl.Plt.289e
•en v. med. mudar, trasladar ἔξω τρίβου τοῦδ' ἴχνος ἀλλαξώμεθα E.El.103.
4 según el trato cambiar, trocar κτήνη POxy.729.43 (II a.C.), cf. BGU 1141.41, 44 (I a.C.), o pagar τὴν τιμήν PSI 479.5 (V a.C.), τὸν λόγον PLips.107.3 (III a.C.).
II 1intercambiar, cambiar una cosa por otra, c. ac. y gen. τῆς σῆς λατρείας τὴν ἐμὴν δυσπραξίαν ... οὐκ ἂν ἀλλάξαιμ' ἐγώ A.Pr.967, c. ac. y ἀντί más gen. ἀντὶ τῶνδε ... χάριν E.Alc.661
•v. med. mismo sent. cambiar, pagar ἐλπίδα ... σωτηρίας ... οὐδενὸς ἂν ἠλλάξαντο por nada habrían cambiado la esperanza de la salvación Th.8.82, ἠλλάξαντο μὲν γὰρ πολλῆς εὐδαιμονίας πολλὴν κακοδαιμονίαν Antipho 5.79, τὸ μηδέτερον ... λύπης δὲ ἀλλάττεσθαι βουλόμεθα lo que no es ni placer ni dolor ... lo preferimos al dolor Pl.Lg.733b, cf. Mx.237a, πένθεα δὲ στεφάνων ἠλλάξαο AP 7.373 (Thallus)
•pagar en dinero ἀλλάττεσθαι νόμισμα τε χρημάτων καὶ χρήματα νομίσματος Pl.Lg.849e
•c. ac. y ἀντί más gen. οὐ ... τὰν ἀρετὰν ἀλλάξομαι ἀντ' ἀδίκου κέρδους Lyr.Adesp.43, ἀντὶ τῆς ἀρχῆς δουλείαν ἀλλάξασθαι And.2.27, τὰ μὲν ἀντ' ἀργυρίου Pl.R.371c, ἀλλαττόμενα ἀντὶ ἀλλὴλων (miedos y placeres, etc.) cambiándose entre sí (y no c. la φρόνησις), Pl.Phd.69b, ἀντὶ τῶν διδομένων χρημάτων ἀλλάξασθαι τὴν πρὸς Ῥωμαίους διαφοράν pagar por el dinero concedido (el precio de) la diferencia con Roma Plb.29.9.5
•gener. abs. tener intercambio, comerciar, hacer tratos κεκτῆσθαι καὶ ἀλλάσσεσθαι καὶ ἀποδόσθαι SIG 332.14, 22 (Casandrea-Potidea IV/III a.C.), οὕτως ἀλλάττεσθαι que así haga el trato Pl.Lg.915d, cf. 742a, ὅταν ἀλλάσσωνται cuando hacen intercambio (el zapatero, el labriego, etc. entre sí), Arist.EN 1133b1
•c. otras constr. διά τινος ὠνῆς ἢ καὶ πράσεως ἀλλάττεταί τις ἕτερος ἄλλῳ Pl.Lg.915d, πρὸς ὃν ἂν ἀλλάττηται Pl.Lg.915e.
2 c. ac. y dat. de pers. devolver, pagar φόνον φονεῦσι E.El.89
•v. med. mismo sent. y constr. εἰ πάντες ἄνθρωποι τὰ οἰκήια κακὰ ἐς μέσον συνενείκαιεν ἀλλάξασθαι βουλόμενοι τοῖσι πλησίοισι si todos los hombres expusieran en público sus propios males, queriendo intercambiarlos con los del vecino Hdt.7.152
•sólo c. dat. hacer un cambio ὁ ἀλλαττόμενος τῷ δεομένῳ ὑποδήματος el que hace un trueque al que necesita una sandalia Arist.Pol.1257a10
•c. ac. y dat. instrum. de cosa pagar con πόνῳ πόνον Trag.Adesp.7.3
•pagar en especie ἀλλαξέτω σε αὐτὸν ... καλοῖς σπέρμασι BGU 597.10 (I a.C.)
•pero cf. cambiar ἤλλαξαν τὴν δόξαν τοῦ ἀφθάρτου ἐν ὁμοιώματι εἰκόνος Ep.Rom.1.23.
3 fig. v. med. apreciar, valorar τοῦ παντὸς por encima de todo Ph.Bel.56.30.
III intr. c. suj. plu. o du.
1 alternar, turnarse ταῦτ' ἀλλάσσοντα διαμπερὲς οὐδαμὰ λήγει (la unión y desunión por obra de Amor y Odio), Emp.B 17.6, σκῆπτρ' ἔχειν ... ἐνιαυτὸν ἀλλάσσοντε E.Ph.74, cf. sg. ἀλλάττων τε οὐ πρότερον πόνων λήξοι, πρίν ... Pl.Ti.42c
•v. med. mismo sent. καὶ ταῦτα ἀλλάσσονται de masas de aire, Arist.Pr.940a15.
2 diferir ἀλλήλων unos de otros D.H.Dem.53.
3 en v. med. reconciliarse S.Fr.997.
IV usos intr. en v. med. o aor. rad.
1 modificarse, alterarse ἀρχαῖαι δ' ἀρεταὶ ἀμφέροντ' ἀλλασσόμεναι γενεαῖς ἀνδρῶν σθένος las antiguas virtudes, tras sufrir altibajos a lo largo de las generaciones, traen de nuevo el vigor de los hombres Pi.N.11.37-38, οὐ μὴ ἀλλαγῇ ὁ λογισμὸς αὐτῶν LXX Sap.12.10.
2 variar, cambiar, mudar εἰ δὲ ἡ στάσις ἤλλακτο τῶν ὡρέων pero si cambiara la posición de las estaciones Hdt.2.26, χρῶμα παρὰ τὴν θέσιν τῶν ἀτόμων ἀλλάττεσθαι ... φησι (Epicuro) dice que el color de los átomos varía según su posición Epicur.Ep.[2] 44.9, εἰ κἀγώ ποτε ἠλλάγην ὥσπερ σύ en la transmigración, Luc.Gall.16, de carácter o inclinaciones μὴ ἵνα δόξωμέν σε εὐθέως ἠλλάχθαι τὰ πρὸς ἡμᾶς no para que pensemos que tú has variado en tu benevolencia respecto a nosotros, PRyl.230.10.
3 pasarse, cambiarse, mudarse, trasladarse πρὸς ἕτερα χωρία D.55.32, cf. PMich.203.9 (II a.C.), οὐδ' ἠλλάξαντο, ἀλλ' ἔμειναν ἐφ' ἧς εἶχον (γῆς) Aristid.1.95
•fig. οὐδεὶς ἂν ἠλλάξατο μονάρχου πρόσχημα καὶ βίον nadie se habría pasado a (escribir) la biografía de un monarca Plb.8.11.5.
• Etimología: Cf. ἀλλαγή.
English (Strong)
from ἄλλος; to make different: change.
English (Thayer)
future ἀλλάζω; 1st aorist ἤλλαξα; 2future passive ἀλλαγήσομαι; (ἄλλος); (from Aeschylus down); to change: to cause one thing to cease and another to take its place, τά ἔθη, τήν φωνήν to vary the voice, i. e., to speak in a different manner according to the different conditions of minds, to adapt the matter and form of discourse to mental moods, to treat them now severely, now gently, to exchange one thing for another: τί ἐν τίνι, בְּ הֵמִיר ἀλλάσσειν τί τίνος (cf. Winer s Grammar, 206 (194), 388 (363) Vaughan on Romans , the passage cited)), to transform: ἀπαλλάσσω, διαλλάσσω, καταλλάσσω, ἀποκαταλλάσσω, μεταλλάσσω, συναλλάσσω.)
Greek Monolingual
(Α ἀλλάσσω) ἀλλάττω
βλ. αλλάζω.
Greek Monotonic
ἀλλάσσω: μεταγεν. Αττ. -ττω, μέλ. -άξω, αόρ. αʹ ἤλλαξα, παρακ. ἤλλᾰχα — Μέσ. μέλ. ἀλλάξομαι, αόρ. αʹ ἠλλαξάμην — Παθ. μέλ. ἀλλαχθήσομαι, μέλ. βʹ ἀλλαγήσομαι, αόρ. αʹ ἠλλάχθην, αόρ. βʹ ἠλλάγην [ᾰ], παρακ. ἤλλαγμαι· γʹ ενικ. υπερσ. ἤλλακτο· (ἄλλος)·
I. κάνω κάτι διαφορετικό απ' ό,τι είναι, αλλάζω, μετατρέπω, σε Ευρ., Πλάτ. κ.λπ.
II. 1. ἀλλ. τί τινος, δίνω εις αντάλλαγμα, απαλλάσσω το ένα για το άλλο, σε Αισχύλ.· τι ἀντί τινος, σε Ευρ.· ομοίως στη Μέσ., σε Θουκ.
2. ξεπληρώνω, ανταποδίδω, εκδικούμαι, φόνον φονεῦσιν, σε Ευρ.
3. παραιτούμαι, εγκαταλείπω, παρατώ, οὐράνιον φῶς, σε Σοφ.
III. παίρνω κάτι έναντι άλλων, κάκιον τοὐσθλοῦ, σε Θέονγ.· ἀλλ. θνητὸν εἶδος, προσλαμβάνω θνητή μορφή, σε Ευρ. — Μέσ., ἀλλάσσεσθαί τίτινος, ένα αγαθό για κάποιο άλλο, εὐδαιμονίας, σε Ηρόδ. κ.λπ.· απ' όπου, αγοράζω, τι ἀντ' ἀργυρίου, σε Πλάτ.
IV. διαδέχομαι, εναλλάσσομαι, σκῆπτρ' ἀλλάσσων ἔχειν, έχει διαδοχικά την εξουσία, σε Ευρ. — Παθ., ἀρεταὶ ἀλλασσόμεναι, που εναλλάσσονται διαδοχικά, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀλλάσσω: атт. ἀλλάττω (aor. ἤλλαξα; pass.: fut. ἀλλαχθήσομαι и ἀλλαγήσομαι, aor. 1 ἠλλάχθην, aor. 2 ἠλλάγην, pf. ἤλλαγμαι) тж. med.
1) (из)менять (τὸ ἑαυτοο εἶδος εἰς πολλὰς μορφάς Plat.): ἀ. χροίαν Eur. меняться в лице; ἀ. χῶραν Plat. менять местопребывание; ἀλλάξαι τὴν πολιτείαν Polyb. изменить политический строй; πόλιν ἐκ πόλεως ἀ. Plat. обходить город за городом;
2) давать или брать взамен, обменивать (τί τινος Aesch. и τι ἀντί τινος Eur.): ἀλλάττεσθαί τί τινος Thuc., Plat.; обменивать что-л. на что-л.; ἀλλάξασθαί τινί τι Her. обменяться с кем-л. чем-л.; ἀντ᾽ ἀργυρίου ἀλλάξασθαί τι Plat. продать что-л. (досл. обменять на деньги); σκῆπτρ᾽ ἐνιαυτὸν ἀ. Eur. через год отдавать скипетр, т. е. чередоваться в царствовании;
3) med. вести торговлю, торговать (πρός τινα Plat.);
4) возмещать, воздавать: φόνον φονεῦσι πατρὸς ἀλλάξαι Eur. отомстить убийством убийцам отца;
5) оставлять, покидать (οὐράνιον φῶς Soph.).
Frisk Etymological English
-άττω
Grammatical information: v.
Meaning: change, alter (Hom.).
Other forms: Aor. ἀλλάξαι.
Derivatives: ἀλλαγή (cf. ἀλλαγῆναι) change (A.); ἀλλάξ ἐνηλλαγμένως H., ἐπ-, παρ-, ἀμφ-αλλάξ (Hp., Th., S., X. usw.).
Origin: IE [Indo-European] Gr.
Etymology: ἀλλάσσω is derived from ἄλλος, through a stem in a velar (ἀλλάξ? ἀλλαχοῦ, -χῆ?; direct connection is not probable, however) or with a suffix -άσσω. Cf. Debrunner IF 21, 218f., 227, Schwyzer 725 : 4.