θνητός

From LSJ
Revision as of 11:35, 26 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " . ." to "…")

νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θνητός Medium diacritics: θνητός Low diacritics: θνητός Capitals: ΘΝΗΤΟΣ
Transliteration A: thnētós Transliteration B: thnētos Transliteration C: thnitos Beta Code: qnhto/s

English (LSJ)

ή, όν, also ός, όν E.Ion973,IA901, 1396: Dor. θνᾱτός (v. infr.): Aeol. θνᾶτος Sapph.Supp.13.7: (θνῄσκω):—

   A liable to death, mortal, opp. ἀθάνατος, freq. in Hom., Od.5.213, al.; θ. ἄνδρες Hes. Th.967; οὐδὲν… θνητὸν ἐόν Hdt.8.98; ζῷα πάντα θ. καὶ φυτά Pl.Sph. 265c: as Subst., θνητοί mortals, Od.19.593, etc.; θνηταί mortal women, 5.213; πάντων τῶν θ. of all mortal creatures, Hdt.1.216, 2.68; εἴ τις φθόγγος (φθόγγον cod., but θ. is only used of living persons) εἰσακούεται θνητῶν παρ' Ἅιδῃ E.HF491: Comp., ἐν θνητῷ ὄντες, ἔτι θνητοτέρους ἑαυτοὺς ποιοῦντες Porph.Abst.4.20: Sup., θνητότατος πάντων Plot.5.1.1.    2 of things, befitting mortals, human, ἔργματα E.Ba. 1069; θνατὰ θνατοῖσι πρέπει Pi.I.5(4).16; θνατὰ χρὴ τὸν θνατὸν… φρονεῖν Epich.[263], cf. S.Tr.473; τὸ δαιμόνιον μεταξύ ἐστι θεοῦ τε καὶ θνητοῦ Pl.Smp.202e.

German (Pape)

[Seite 1213] (adj. verb. zu θνήσκω), sterblich, bei Hom. u. Hes. gew. Ggstz von ἀθάνατος, Beiwort der Menschen; auch allein, substantivisch, der Sterbliche, der Mensch; eben so die Tragg., von denen Eur. auch θνητὸς οὖσα verbindet, Ion 973, wie I. A. 901; φρονοῦσα θνητά, was den Sterblichen ziemt, Soph. Tr. 473; ἔργματ' οὐχὶ θνητά, nicht das Werk eines Menschen, Eur. Bacch. 1022; Ggstz von θεῖος Plat. Phaedr. 80 a, von θεός Conv. 202 a; auch übh. ζῶα πάντα θνητὰ καὶ φυτά, Soph. 265 c, wie Her. sagt πάντων τῶν ἡμεῖς ἴδμεν θνητῶν ἐξ ἐλαχίστου μέγιστον, vom Krokodil, 2, 68, und vom Pferde πάντων τῶν θνητῶν τὸ τάχιστον 1, 216; also übh. = lebendes Wesen, das dem Tode verfallen muß.

Greek (Liddell-Scott)

θνητός: -ή, -όν, ὡσαύτως, ός, όν, Εὐρ. ἐν Ἴωνι 973, Ι. Α. 901, 1396: Δωρ. θνατός· (θνήσκω): - ὑποκείμενος εἰς θάνατον, ἀντίθετον τῷ ἀθάνατος, συχνὸν παρ’ Ὁμ., κλ.· θν. ἄνδρες Ἡσ. Θ. 967· οὐδέν... θνητὸν ἐὸν Ἡρόδ. 8. 98· ζῷα πάντα θν. καὶ φυτὰ Πλάτ. ἐν Σοφιστ. 265C: -ἀκολούθως ὡς οὐσιαστ., θνητοί, ὡς τὸ βροτοί, Ὀδ. Τ. 593, Τραγ.· θνηταί, = γυναῖκες, Ε. 213· πάντων τῶν θνητῶν τὸ τάχιστον Ἡρόδ. 1. 216, 2. 68. - Τὴν λέξιν δυνάμεθα νὰ μεταχειρισθῶμεν μόνον ἐπὶ ἀνθρώπων ἔτι ζώντων, ἐπομένως παρ’ Εὐρ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 491, εἴ τις φθόγγον εἰσακούσεται θνητῶν παρ’ Ἅιδῃ, τὸ θνητῶν πιθανῶς συναπτέον τῷ φθόγγον, οὐχὶ τῷ τις. 3) ἐπὶ πραγμάτων, ἁρμόζων εἰς θνητούς, ἀνθρώπινος, ἔργματα Εὐρ. Βάκχ. 1069· θνατὰ θνατοῖσι πρέπει Πίνδ. Ι. 5 (4). 20· θνατὰ χρὴ τὸν θνατόν… φρονεῖν Ἐπίχ. παρ’ Ἀριστ. ἐν Ρητορ. 2. 21, 6, πρβλ. Σοφ. Τρ. 473, Ἀποσπ. 515, κτλ.· δῆλον ὅτι ἡ μὲν ψυχὴ τῷ θείῳ, τὸ δὲ σῶμα τῷ θνητῷ (δηλ. ἔοικε) Πλάτ. Φαίδ. 80Α.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 mortel, sujet à la mort ; οἱ θνητοί OD les mortels ; πάντα τὰ θνητά HDT toutes les créatures mortelles;
2 qui convient aux mortels, de mortel, d’homme.
Étymologie: θνῄσκω.

English (Autenrieth)

mortal; subst., θνητοί, opp. άθάνατοι.

English (Strong)

from θνήσκω; liable to die: mortal(-ity).

English (Thayer)

(θορυβάζω) (θόρυβος, which see); to trouble, disturb (i. e. τυρβάζω, which see); passive present 2nd person singular θορυβάζῃ in L T Tr WH after manuscripts א B C L etc. (Not found elsewhere (Sophocles' Lexicon, under the word, quotes Eusebius of Alexandria (Migne, Patr. Graec. vol. 86:1), p. 444c.).)

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ θνητός, -ή, -όν, Α αιολ. και δωρ. τ. θνατός)
1. αυτός που υπόκειται στον θάνατο, αντίθ. του αθάνατος
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι θνητοί
οι άνθρωποι, η ανθρωπότητα, το ανθρώπινο γένος
μσν.
1. νεκρός, πεθαμένος
2. δολοφονημένος
3. το αρσ. ως ουσ.θνητός
ο υπήκοος
αρχ.
1. βραχύβιος («ἐν θνητῷ ὄντες μᾱλλον θνητοτέρους ἑαυτοὺς ποιοῡσιν», Πορφ.)
2. (για πράγματα) αυτός που ταιριάζει στους θνητούς, αυτός που αρμόζει στους θνητούς, ανθρώπινος («θνατὰ θνατοῑσι πρέπει», Πίνδ.).
επίρρ...
θνητά
με τρόπο που αρμόζει στους θνητούς, ανθρώπινα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. θάνατος.

Greek Monotonic

θνητός: -ή, -όν και -ός, -όν, Δωρ. θνατός (θνῄσκωεπιρρεπής στο θάνατο, θνητός άνθρωπος, σε Όμηρ., κ.λπ.·
1. ως ουσ., θνητοί, οι άνθρωποι, σε Ομήρ. Οδ., Τραγ.
2. λέγεται για πράγματα, αυτό που ταιριάζει, προσιδιάζει στους ανθρώπους, ανθρώπινος, σε Πίνδ., Ευρ., κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

θνητός: дор. θνᾱτός 3, редко
1) смертный, подверженный, т. е. подвластный смерти (γένος Plat.): οἱ θνητοί смертные, т. е. (живые) люди; τὰ θνητά Her. живые существа, животные;
2) смертный, свойственный смертным, человеческий (ἔργματα Eur.; φλυαρία Plat.; δυσχέρεια Arst.): θνατὰ θνατοῖσι πρέπει Pind. смертное смертным и приличествует; θνητὰ φρονεῖν Eur. думать о смертных (земных) делах.

Middle Liddell

θνητός, ή, όν θνήσκω
1. liable to death, mortal, Hom., etc.:—as Subst., θνητοί mortals, Od., Trag.
2. of things, befitting mortals, human, Pind., Eur., etc.