περιστερά

From LSJ
Revision as of 21:20, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (c2)

οὗτοςυἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησεν, ἦν ἀπολωλὼς καὶ εὑρέθη → This son of mine was dead and has come back to life. He was lost and he's been found.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιστερά Medium diacritics: περιστερά Low diacritics: περιστερά Capitals: ΠΕΡΙΣΤΕΡΑ
Transliteration A: peristerá Transliteration B: peristera Transliteration C: peristera Beta Code: peristera/

English (LSJ)

ἡ,

   A common pigeon or dove, Hdt.1.138, S.Fr.866, Democr.164, etc.; specifically, Columba livia domestica, and so distd. from φάψ, φάττα, οἰνάς, τρυγών, Arist.HA562b5, 593a16 ; ἐλάττων μὲν ἡ πελειάς, τιθασὸν δὲ γίνεται μᾶλλον ἡ π. ib.544b3 : περιστερός, ὁ, cock-pigeon, Pherecr.33 (of a carrier-pigeon), Alex.214 ; censured by Luc.Sol.7.

German (Pape)

[Seite 594] ἡ, die Taube (das Männchen περιστερός); Ar. Lys. 755; Her. 1, 138; Plat. Theaet. 198 d u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

περιστερά: ἡ, ἡ κοινὴ περιστερά, κοινῶς «περιστέρι», Ἡρόδ. 1. 138, Σοφ., κλ.· διακρίνονται ταύτης ἡ φάψ, φάττα, οἰνάς, τρυγών, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 9· ἀλλ’ εὕρηται καὶ ὡς ὄνομα γένους, αὐτόθι 6. 4, 1· ὁ αὐτὸς λέγει, αὐτόθι 5. 13, 4, ὅτι αὕτη εὐκολώτερον ἐξημεροῦται ἢ ἡ πελειάς, ὥστε πρέπει νὰ ἦτο γνωστὴ εἰς αὐτὸν ἡ περιστερὰ ἐν τῇ ἀγρίᾳ αὐτῆς καταστάσει: ― περιστερός, ὁ, ἡ ἄρρην περιστερά, «γοῦτος», Φερεκράτης ἐν «Γραυσὶ» 2, Ἄλεξις ἐν «Συντρέχουσιν» 2· ― τὸν τύπον τοῦτον ἀποδοκιμάζει ὁ Λουκιαν. ἐν τῷ Σολοικ. 7. ― Πρβλ. πέλεια, πελειάς, οἰνάς, τρυγών, φάσσα, φάψ.

French (Bailly abrégé)

ᾶς (ἡ) :
colombe, pigeon, oiseau.
Étymologie: περιστερός.

Spanish

paloma

English (Strong)

of uncertain derivation; a pigeon: dove, pigeon.

English (Thayer)

περιστεράς, ἡ, Hebrew יונָה, a dove: Herodotus down.)

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ περιστέρα ΝΜ
1. το θηλυκό του πτηνού περιστέρι
2. εκκλ. (μόνο στον τ. περιστερά) i) το περιστέρι που, σύμφωνα με τη Βίβλο, έστειλε ο Νώε μετά τον Κατακλυσμό και το οποίο επέστρεψε φέρνοντας ένα κλαδί ελιάς, σύμβολο του τέλους της κοσμικής καταστροφής
ii) αρχαιοχριστιανική συμβολική παράσταση του Αγίου Πνεύματος, η οποία βασίζεται στις ευαγγελικές διηγήσεις της βάπτισης του Χριστού, σύμφωνα με τις οποίες την στιγμή εκείνη η παρουσία του τρίτου προσώπου της Αγίας Τριάδας δηλώθηκε με την μορφή περιστεριού
νεοελλ.
1. αστρον. μικρός νότιος αστερισμός, που βρίσκεται μεταξύ τών αστερισμών του Οκρίβαντος, της Πρώρας, του Μεγάλου Κυνός, του Λαγού και του Γλυφειού και ο οποίος αποτελείται κυρίως από αμυδρούς αστέρες
2. φρ. «υποκρίνεται την αθώα [ή τη λευκή] περιστερά» — παριστάνει τον αθώο
νεοελλ.-μσν.
κολακευτική και θωπευτική προσφώνηση ωραίας ή αγαπημένης γυναίκας ή μικρού κοριτσιού (α. «έχεις και κόρην όμορφη, σαν περιστέρα πλουμιστή» — κάλαντα
β. «περιστέραπεριστερά] μου!»)
μσν.
στον πληθ. αἱ περιστεραί
εκκλ. κάλυμμα του κεφαλιού τών έγγαμων πρεσβυτέρων κατά την τουρκοκρατία, το οποίο απαρτιζόταν από τέσσερα τριγωνικά ισοσκελή κομμάτια υφάσματος που ενώνονταν στην κορυφή και πίσω στον αυχένα και τα οποία στο πίσω μέρος κατέληγαν σε σχήμα ουράς περιστεριού
αρχ.
(γενικά) το πουλί περιστέρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, ορθός είναι ο αμάρτυρος τ. πελιστερά, ο οποίος εσφαλμένα διορθώθηκε σε περιστερά λόγω του ότι το -λ- θεωρήθηκε προϊόν ανομοίωσης. Κατά την άποψη αυτή, ο τ. πελιστερά έχει σχηματιστεί από το θ. τών λ. πελιός «μαυροκίτρινος, πελιδνός», πέλεια «άγριο περιστέρι» με κατάλ. -τερο-ς και μπορεί να συνδεθεί με το περσ. kabōtar «μπλε (περιστέρι»), που εμφανίζει την ίδια κατάλ. Έχουν διατυπωθεί, επίσης, και άλλες απόψεις, όπως η σύνδεση της λ. με την πρόθεση περί ή με τη λ. φορκός «λευκός, πολιός», οι οποίες, όμως, δεν θεωρούνται πιθανές. Ο τ. περιστέρα, τέλος, < περιστέρι(ον) + μεγεθ. κατάλ. -α (πρβλ. κεφάλ-α, μαχαίρ-α)].

Greek Monotonic

περιστερά: ἡ, περιστερά ή περιστέρι, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ. (άγν. προέλ.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιστερά -ας, ἡ, Ion. περιστερή [περιστερός] duif.

Russian (Dvoretsky)

περιστερά: ἡ голубь, голубка Her., Arph., Plat., Arst. etc.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: pidgeon (IA.), second. -ός m. cock pidgeon (Com.; Schwyzer-Debrunner 31 n. 5, 32).
Compounds: As 1. member a.o. in περιστερο-πώλης m. pidgeon-vendor (hell. pap.).
Derivatives: Dimin. περιστερ-ίς f. and -ιον n. (also used as decoration of women), -ίδιον n. (Com., pap.), -ιδεύς m. (hell. pap.; Bosshardt 65); -(ε)ών m. pigeonry (Pl., pap.). On -ιον, -εών as plantnames Verbena officinalis, supina (Dsc, Ps.-Dsc.), because visited and loved by doves, s. Strömberg 118 and Moorhouse (s. bel.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Not certainly explained. Perhaps with Schwyzer 258 to πελιός, πέλεια through false restitution of a supposed dissimilated *πελιστερά (cf. NGr. πελιστέρι) with oppositive τερο-suffix (Benveniste Noms d'agent 119 w. Iran. parallel). -- To be rejected Moorhouse Class Quart. 44, 73ff., AmJPh 73, 299 and Richardson Hermathena 73, 74f. (to περί), Assmann Phil. 66, 312f. (Semit.).

Middle Liddell

περιστερά, ἡ,
the common pigeon or dove, Hdt., Soph., etc. [deriv. uncertain]

Frisk Etymology German

περιστερά: {peristerá}
Grammar: f.
Meaning: Taube (ion. att.), sekund. -ός m. Täuberich (Kom.; Schwyzer-Debrunner 31 A. 5, 32).
Composita : Als Vorderglied u.a. in περιστεροπώλης m. Taubenhändler (hell. Pap.).
Derivative: Demin. περιστερίς f. und -ιον n. (auch als Weiberschmuck gebraucht), -ίδιον n. (Kom., Pap. u.a.), -ιδεύς m. (hell. Pap.; Bosshardt 65); -(ε)ών m. Taubenschlag (Pl., Pap.). Zu -ιον, -εών als Pfl.namen Verbena officinalis, supina (Dsk., Ps.-Dsk.), weil von Tauben aufgesucht und beliebt, s. Strömberg 118 und Moorhouse (s. u.).
Etymology : Nicht sicher erklärt. Vielleicht mit Schwyzer 258 zu πελιός, πέλεια durch falsche Restitution eines angebl. dissimilierten *πελιστερά (vgl. ngr. πελιστέρι) mit oppositivem τερο-Suffix (Benveniste Noms d’agent 119 m. iran. Parallele). — Abzulehnen Moorhouse Class Quart. 44, 73ff., AmJPh 73, 299 und Richardson Hermathena 73, 74f. (zu περί), Assmann Phil. 66, 312f. (semit.), Carnoy Ant. class. 24, 21 (pelasgisch; zu φορκός).
Page 2,514

Chinese

原文音譯:perister£ 胚里士帖拉

詞類次數:名詞(10)

原文字根:鴿子 相當於: (יׄונָה‎)

字義溯源:鴿子^,鴿,雛鴿,鳩。當主耶穌受浸時,聖靈彷彿鴿子降在他身上( 可1:10)。所以,鴿子象徵聖靈。有解經家(Bauer)說,其實,鴿子象徵基督徒的美德

出現次數:總共(10);太(3);可(2);路(2);約(3)

譯字彙編

1) 鴿子(9) 太3:16; 太10:16; 太21:12; 可1:10; 可11:15; 路3:22; 約1:32; 約2:14; 約2:16;

2) 鴿(1) 路2:24