τελαμών

From LSJ
Revision as of 20:33, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τελᾰμών Medium diacritics: τελαμών Low diacritics: τελαμών Capitals: ΤΕΛΑΜΩΝ
Transliteration A: telamṓn Transliteration B: telamōn Transliteration C: telamon Beta Code: telamw/n

English (LSJ)

ῶνος, ὁ,

   A broad strap or band for bearing or supporting anything (from τελᾰ- 'bear' (v. Τλάω, τελάσσαι), whence also the hero Telamon took his name):    1 leathern strap or belt, freq. in Hom., Il.17.290; δύω τελαμῶνε περὶ στήθεσσι τετάσθην, ἤτοι ὁ μὲν σάκεος, ὁ δὲ φασγάνου, of Ajax, 14.404; for the sword alone, ξίφος σὺν κολεῷ τε καὶ ἐϋτμήτῳ τελαμῶνι 7.304, cf. 23.825; μαχαίρας εἶχον . . ἐξ ἀργυρέων τελαμώνων 18.598; περὶ στήθεσσι . . χρύσεος ἦν τ. Od. 11.610; for the shield, Il.2.388, 11.38, 18.480; it passed over the shoulder and bore the chief weight, 5.796, 16.803, cf. Hdt.1.171; τ. φαεινός Il.12.401; χάλκεος Hes.Sc.222.    2 broad linen bandage for wounds, Hdt.7.181, Antyll. ap. Orib.7.9.1, Herod. Med. ap. eund.10.18.15, Sor.1.28, al.; ἀμφὶ τραύματ' . . τελαμῶνας βαλεῖν E.Ph.1669; also, a long linen bandage or roller, for swathing mummies, Hdt.2.86, cf. AP11.125.    3 band for the hair, Callistr.Stat.11.    II in Architecture, Τελαμῶνες were colossal male figures used as bearing-pillars, being the Roman name for Ἄτλαντες, Vitr.6.7.6.    2 base of a στήλη, ἁ στάλα καὶ ὁ τελαμὼν (prob. written τελαμὼ, v. Mnemos.58.28) ἱαρὰ τᾶς Ἥρας IG4.517 (Argos, v B.C.); [ἀναγράψαι εἰς σ]τήλην λευκοῦ λίθου [κα]ὶ ἀναθ[εῖναι αὐτὴν ἐπὶ τελα]μ[ῶ]νος prob. rest. in CIG2056d (loc.inc., perh. Odessus); simply = στήλη, ἀναγράψαι . . εἰς τελαμῶνα λευκοῦ λίθου καὶ ἀναθεῖναι κτλ. SIG731.41 (Tomi, i B.C.), al., cf. Milet.3p.377No.153.39, BMus.Inscr.1007 (Cyzicus, ii A.D.), etc.

German (Pape)

[Seite 1084] ῶνος, ὁ (τλῆναι, ταλάσαι), ein breiter, lederner Tragriemen, Wehrgehenk, sowohl den Schild als das Schwert daran zu tragen; ἀσπίδος, Il. 2, 388. 5, 796 u. sonst; ἀργύρεος, 18, 480; φαεινός, 12, 401; auch von Gold, Od. 11, 610; ξίφος σὺν κολεῷ τε φέρων καὶ ἐϋτμήτῳ τελαμῶνι, Il. 7, 304; μαχαίρας εἶχον χρυσείας ἐξ ἀργυρέων τελαμώνων, 18, 598; vgl. bes. 14, 404, wo es von Aias heißt δύω τελαμῶνε περὶ στήθεσσι τετάσθην, ἤτοι ὁ μὲν σάκεος, ὁ δὲ φασγάνου. – Eine linnene Binde, Wunden zu verbinden, Verband, δησάμενος τελαμῶνι παρὰ σφυρόν, Il. 17, 290; Her. 7, 180; Eur. Troad. 1232 Phoen. 1663. – Auch Leinwandstreifen, um Todte, die einbalsamirt werden sollen, einzuwickeln, Her. 2, 86; Ep. ad. 96 (XI, 125); ein abgerissener Streifen vom Kleide, D. Hal. 2, 68; übh. Binde, Band, vgl. S. Emp. pyrrh. 3, 228. – In der Baukunst Tragbalken, Träger, bes. eine männliche, Gebälk tragende Bildsäule, sonst ἄτλαντες.

Greek (Liddell-Scott)

τελᾰμών: -ῶνος, ὁ, πλατὺς ἱμὰς χρησιμεύων εἰς πολλὰ (ἐκ τῆς √ΤΛΑ, τλάω, ἐξ οὗ καὶ ὁ ἥρως Τελαμὼν ἔλαβε τὸ ὄνομα, πρβλ. Ἄτλας)· 1) ἱμάς, λωρίον ἐκ δέρματος, συχν. παρ’ Ὁμήρῳ, δύω τελαμῶνε περὶ στήθεσσι τετάσθην, ἤτοι ὁ μὲν σάκεος, ὁ δὲ φασγάνου, ἐπὶ τοῦ Αἴαντος, Ἰλ. Ξ. 404 μόνον διὰ τὸ ξίφος, ξίφος σὺν κολεῷ τε καὶ ἐϋτμήτῳ τελαμῶνι Η. 304, πρβλ. Ψ. 825· μαχαίρας εἶχον... ἐξ ἀργυρέων τελαμώνων Σ. 598· περὶ στήθεσσι... χρύσεος ἦν τ. Ὀδ. Λ. 610, - ἀλλὰ συνήθως διὰ τὴν ἀσπίδα, Ἰλ. Λ. 38., Σ. 480, κ. ἀλλ.· δὲν ἐζωννύετο δὲ περὶ τὴν ὀσφὺν ἀλλὰ περιέβαλλε τὸν ὦμον καὶ τὸ στῆθος, Ε. 796., Π. 803, πρβλ. Ἡρόδ. 1. 171· - παρ’ Ὁμ. ὁ τελαμὼν εἶναι συνήθως ἀργύρεος, ὡσαύτως δὲ χρύσεος, ἴδε ἀνωτ.· φαεινὸς Ἰλ. Μ. 401, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 222. 2) πλατὺς λινοῦς ἐπίδεσμος, χρήσιμος διὰ τραύματα, Ἰλ. Ρ. 290, Ἡρόδ. 7. 181· ἀμφὶ τραύματ’... τελαμῶνας βαλεῖν Εὐριπ. Φοίν. 1669· - ὡσαύτως μακρὸν καὶ στενὸν ὕφασμα ἐκ λίνου, εἶδος «φασκ~ιᾶς», δι’ ἧς περιειλίσσοντο τὰ νεκρὰ σώματα τῶν Αἰγυπτίων (αἱ μούμμιαι), Ἡρόδ. 2. 86, Ἀνθ. Π. 11. 125. 3) ταινία ἀναδέουσα τὴν κόμην, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 20, στίχ. 8, Καλλίστρ. Στατ. 11. ΙΙ. ἐν τῇ Ἀρχιτεκτονικῇ, Τελαμῶνες ἦσαν κολοσσιαῖα ἀγάλματα ἀνδρῶν χρησιμεύοντα ἀντὶ κιόνων· ἦτο δὲ τοῦτο Ρωμαϊκὸν ὄνομα ἀντὶ τοῦ Ἑλλην. Ἄτλαντες, Müller Archäol. d. Kunst § 279, Συλλ. Ἐπιγρ. 2, σ. 76. 78· πρβλ. Καρυάτιδες. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τελαμών· λῶρος. καὶ ὁ ἀναφορεὺς τοῦ ξίφους καὶ τῆς ἀσπίδος, ἢ δεσμός, ἢ «φασκία». - «Τελαμῶνα ᾄδειν· ἀρχὴ σκολίου» ὁ αὐτ. - «Τελαμώνιοι κόνδυλοι· οἱ προσδεόμενοι τῶν τελαμώνων· ἢ μεγάλοι, χαλεποὶ» ὁ αὐτ.

French (Bailly abrégé)

ῶνος (ὁ) :
1 baudrier de cuir pour suspendre l’épée ou le bouclier;
2 p. anal. bande d’étoffe pour bander une blessure ou une plaie, pour embaumer un mort.
Étymologie: τλάω.

English (Autenrieth)

ῶνος (root ταλ): any belt or strap to bear or support something, hence (1) sword-belt, baldric (see cuts Nos. 86, 109).—(2) shield-strap, Od. 11.610, Il. 14.404 (see cut).—(3) thong attached to the ankles of a dead body, to drag it away, Il. 17.290. (Cf. cut No. 16.)

Spanish

cinta, banda de tela

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
βλ. τελαμώνας.

Greek Monotonic

τελᾰμών: -ῶνος, ὁ, πλατύς ιμάντας για τη μεταφορά οποιουδήποτε πράγματος (από τη √ΤΛΑ, *τλάω, απ' όπου πήρε το όνομά του και ο ήρωας Τελαμώνας, πρβλ. Ἄτλας
1. δερμάτινος ιμάντας ή λουρί, για τη μεταφορά της ασπίδας ή του σπαθιού, σε Όμηρ.
2. πλατύς λινός επίδεσμος χρήσιμος ως επίδεσμος, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Ευρ.· λέγεται για το τύλιγμα με επιδέσμους των νεκρών σωμάτων των Αιγυπτίων (για τις μούμιες), σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

τελᾰμών: ῶνος ὁ
1) перевязь, ремень Her.; δύω τελαμῶνε, ὁ μὲν σάκεος, ὁ δὲ φασγάνου Hom. две перевязи, одна у щита, другая у меча;
2) повязка, бинт: τὸν νεκρὸν κατειλίσσειν τελαμῶσι Her. обматывать (набальзамированное) тело бинтами; ἀμφὶ τραύματα τελαμῶνας βαλεῖν Eur. наложить повязки на раны.

Middle Liddell

τελᾰμών, ῶνος,
1. a broad strap for bearing anything [from Root !τλα, *τλάω, whence also the hero Telamon took his name, cf. Ἄτλας
1. a leathern strap or belt, for bearing both shield or sword, Hom.
2. a broad linen bandage for wounds, Il., Hdt., Eur.; for swathing mummies, Hdt.

Frisk Etymology German

τελαμών: -ῶνος
{telamṓn}
Grammar: m.
Meaning: Tragriemen, Wchrgehenk, Riemen, Binde, Verband (ep. ion. seit Il.), als Ausdruck der Baukunst Säule (hell. u. sp. Inschr.; Pontusgebiet), auch Säulenbasis (Argos Va) ?; pl. telamones männliche Figuren als Tragsäulen benutzt = ἄτλαντες (Vitr.). Auch als mythischer PN (urspr. Träger des Himmelsgewölbes ?; s. Kretschmer Glotta 15, 192 f. m. Lit.)
Derivative: Davon τελαμωνίδιον n. kleiner Verband (sp. Mediz.), -ίζομαι verbunden werden (hell.). Patronymikon Τελαμώνιος (Αἴας; Il. usw.).
Etymology : Eig. "Träger"; wie τλήμων Nom. agentis des Verbs für tragen in τλῆναι, ταλάσσαι (s. d.) mit Hochstufe wie in τελάσσαι· τολμῆσαι, τλῆναι H. Zum Ablaut vgl. noch τεράμων, zum Sufflx ἡγεμών u.a. Eine ähnliche Bildung ist in einem keltischen Wort für Schlinge, Schleuder, Dohne vermutet worden, z.B. air. tailm, Gen. telma (mit sm-i-Suffix; Lewis-Pedersen 55 u. 172). — Zur Bed. ausführlich Solmsen Wortforsch. 74ff.; Zweifel bei Schwyzer 522 A. 6, der auch die Bed. Säule aus Riemen erklären will(?). Über etr. Telmun, Gen. Tlamunus Althein. Μνήμης χάριν 1, 1ff.
Page 2,868