γοργός

From LSJ
Revision as of 08:32, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γοργός Medium diacritics: γοργός Low diacritics: γοργός Capitals: ΓΟΡΓΟΣ
Transliteration A: gorgós Transliteration B: gorgos Transliteration C: gorgos Beta Code: gorgo/s

English (LSJ)

ή, όν, A grim, fierce, terrible, γ. ὄμμ' ἔχων, of Parthenopaeus, A.Th.537; ὄμμασι γοργός E.Ph.146 (lyr.); τοῖς κερτομοῦσι γοργὸν ὡς ἀναβλέπει looks fiercely at... dub. l. in Id.Supp.322; γοργότεροι ἰδεῖν, ὁρᾶσθαι, terrible to behold, X.Cyr.4.4.3, Smp.1.10; γοργὸν βλέπειν look terrible, Ael.VH2.44; of horses, γ. ἰδεῖν X.Eq.10.17; ἵππου γ. βλέμμα Poll.1.192; in Ephebic Inscrr., φίλοι, γοργοί, γνήσιοι, IG3.1079. 2 spirited, vigorous, of persons, Luc.DDeor.7.3, Asin.8; of animals, PRyl.238.9 (iii A. D.); quick, c. inf., γ. ἐπινοεῖν Procop. Arc.16. Adv. -γῶς, τρέχειν Choerob.Rh.p.247 S. 3 of literary style, vehement, vigorous, v.l. in D.H.Comp.19 (Comp.), Hermog. Id.1.11,2.1 (Comp.). Adv. -γῶς Syrian. in Metaph.130.6, Eust.1082.5, etc.

German (Pape)

[Seite 502] (vgl. Γοργώ, Nom. pr.), Furcht erregend, furchtbar; Ἄρης Antp. Sid. 84 (VII, 495); vom Adler, id. 92 (VII, 161); ὁπλίτης Eur. Andr. 458; γοργὸς ἰδεῖν, furchtbar anzusehen, Xen. Cyr. 4, 4, 3; de re equ. 10, 17, wo es in die Bdtg des lebhaften, rollenden Auges übergeht; ὄμμα Aesch. Spt. 534; Anacr. 16, 12; γοργὸν ἀναβλέπειν Eur. Suppl. 322; γοργὸν βλέπουσιν οἱ ὀφθαλμοί Ael. V. H. 2, 44; γοργὸν ἀποβλέπειν εἴς τι, mit fürchterlichem Blick auf etwas hinsehen, Luc. Hermot. 1. Uebh. lebhaft, rasch, bes. von Pferden, Xen.; Plut. vrbdt es z. B. mit θυμικός, Sympos. 2, 8. – Vom Ausdruck, rauh, kurz, Dion. Hal.

Greek (Liddell-Scott)

γοργός: -ή, -όν, αὐστηρός, ἄγριος, φοβερός, βλοσυρός, γ. ὄμμ᾿ ἔχων, ἐπὶ τοῦ Παρθενοπαίου, Αἰσχύλ. Θήβ. 537· οὕτως, ὄμμασι γοργὸς Εὐρ. Φοιν. 145 (ἴδε Valck. 149)· τοῖς κερτομοῦσι γοργὸν ὡς ἀναβλέπει, πῶς ἀγρίως βλέπει πρὸς τοὺς…, ὁ αὐτ. Ἱκετ. 322· γοργὸς ἰδεῖν, ὁρᾶσθαι, φοβερὸς νὰ τὸν ἴδῃ τις, Ξεν. Κύρ. 4. 4, 3, Συμπ. 1, 10· γοργὸν βλέπειν, φαίνομαι φοβερός, Αἰλ. Π. Ἱστ. 2. 44· ἐν μεταγεν. ἀττικ. ἐπιγραφ., φίλοι, γοργοί, γνήσιοι, ἐπὶ τῶν ἀθλητῶν, Συλλ. Ἐπιγρ. 282, πρβλ. 264·― ὡσαύτως ἐπὶ ἵππων, θυμοειδεῖς, θερμοί, Ξεν. Ἱππ. 10, 17, κτλ. , πρβλ. Πολυδ. Α΄ , 192·― ἐπὶ γλώσσης, τραχεῖα, Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. 19. σ. 133.― Ἐπιρρ.– γῶς, ἐπὶ ὕφους, ἰσχυρῶς, ἀκριβῶς, Εὐστ. 1082. 5.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 véhément, impétueux, ardent;
2 en parl. du regard, de l’aspect effrayant, terrible : γοργὸν βλέπειν ÉL regarder d’un air terrible.
Étymologie: apparenté avec ὀργή ; cf. Γοργώ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM γοργός, -ή, -όν)
γρήγορος, ευκίνητος
μσν.- νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το γοργό(ν)
ταχύτητα, ορμητικότητα
2. φρ. «τὸ γοργὸν καὶ χάριν ἔχει» — πρέπει να ενεργεί κανείς γρήγορα και την κατάλληλη στιγμή
αρχ.
1. άγριος, φοβερός
2. ζωηρός, ρωμαλέος
3. (για το ύφος) νευρώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. γοργός προήλθε πιθ. από το κύριο όνομα Γοργώ (γυναικείο τέρας της μυθολογίας), το οποίο μαρτυρείται προγενέστερα (Όμηρος) και του οποίου η ετυμολογία είναι άγνωστη. Πρόκειται για τ. με εκφραστικό αναδιπλασιασμό (πρβλ. Μορμώ), που σχημάτισε πληθ. Γοργόνες, απ' όπου και ο ενικός Γοργόνα, Γοργών. Κατ' άλλους το επίθ. γοργός αποσπάστηκε από τα σύνθετα γοργώψ (γοργώπις), γοργωπός κι αυτά με τη σειρά τους από το Γοργώ.

Greek Monotonic

γοργός: -ή, -όν, αυστηρός, άγριος, φοβερός, βλοσυρός, σε Αισχύλ., Ευρ.· γοργὸς ἰδεῖν, τρομερός στην όψη, σε Ξεν.· λέγεται για άλογα, αφηνιασμένος, θερμός, θυμοειδής, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

γοργός:
1) страшный, грозный (ὄμμα Aesch. и ὄμμασι Eur.; Διὸς διάκτορος = ἀετός Anth.): γ. ἰδεῖν или ὁρᾶσθαι Xen. грозный на вид;
2) ретивый, буйный (ἵππος Xen., Plut.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: grim, fierce, terrible of look, gaze (A.), later also vigorous
Other forms: Γοργώ, acc. pl. Γοργούς (Hes.)
Compounds: γοργώψ. γοργωπός.
Derivatives: γοργότης rapidity (Hermog.), γοργία = agilitas (Gloss.), denom. γοργόομαι be spirited, of horses (X.), γοργεύω (pap., Sm., H.). - Γοργώ, -οῦς f. (Il.) name of a female monster with petrifying look, with Γοργ-είη κεφαλή (Il.; form. s. Schulze Q. 254); pl. mostly. Γοργόνες (Hes.), with new singulars Γοργόνα (acc.) etc. (E.), with Γοργόνειος (A. Pr. 793 etc.), Γοργόνη (Hdn.), Γοργονώδης (Sch.) and the plant names Γοργόνειον and Γοργονιάς (Ps.-Dsc.; s. Strömberg Pflanzennamen 101). - Also Γοργάδες (S. Fr. 163), by H. explained as ἁλιάδες; and Γοργίδες αἱ Ώκεανίδες H. - PN Γοργυθίων Θ 302 (form.?) and Γοργίας with Γοργίειος Gorgias-like (X.) and γοργιάζω speak like G. (Philostr.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Osthoff Etym. parerga 1, 44ff. connected OIr. garg(g) raw, wild, OCS groza shiver) and Pedersen KZ 39, 379 (Arm. karcr hard). Leumann Hom. Wörter 154f. thinks it is a backformation from γοργώψ (γοργῶπις), γοργωπός (A.); so Γοργὡ would be the basis, which like Μορμώ seems a popular reduplicated formation; accepted by DELG.

Middle Liddell


grim, fierce, terrible, Aesch., Eur.; γοργὸς ἰδεῖν terrible to behold, Xen.; of horses, hot, spirited, Xen.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γοργός -ή -όν Γοργώ?] comp. -ότερος, heftig, vurig, wild :. γοργὸν δ ’ ὄμμ ’ ἔχων met woeste blik Aeschl. Sept. 537; γοργότεροι ἢ πρόσθεν ἰδεῖν woester om te zien dan tevoren Xen. Cyr. 4.4.3.

Frisk Etymology German

γοργός: {gorgós}
Meaning: furchtbar, schrecklich vom Blick oder Anblick (A., E., X. usw.), später auch kräftig, lebhaft, behende (auch als Stilbegriff).
Derivative: Davon γοργότης Kraft, Lebhaftigkeit (Hermog. u. a.), γοργία = agilitas (Gloss.) und die Denominativa γοργόομαι unbändig sein, vom Pferde (X.), γοργεύω sich lebhaft benehmen, sich emsig bemühen (Pap., Sm., H.). — Schon bei Homer Γοργώ, -οῦς f. N. eines weiblichen Ungetüms mit versteinerndem Blick, wovon Γοργείη κεφαλή (Hom.; zur Bildung Schulze Q. 254 m. A. 4); pl. gew. Γοργόνες (seit Hes.), wozu neue Singularformen Γοργόνα (Akk.) usw. (E.); davon Γοργόνειος (A. Pr. 793 usw.), Γοργόνη (Hdn.), Γοργονώδης (Sch.) und die Pflanzennamen Γοργόνειον und Γοργονιάς (Ps.-Dsk. u. a.; vgl. Strömberg Pflanzennamen 101). — Nach den Fem. auf -άς, -ίς: Γοργάδες (S. Fr. 163), von H. mit ἁλιάδες erklärt; daneben Γοργίδες· αἱ Ὠκεανίδες H. — PN Γοργυθίων Θ 302 (Bildung unklar) und Γοργίας mit Γοργίειος ‘Gorgias-ähnlich’ (X. u. a.) und γοργιάζω ‘wie G. reden’ (Philostr.).
Etymology : Unbefriedigende Erklärungen bei Osthoff Etym. parerga 1, 44ff. (air. garg(g) rauh, wild, aksl. groza Graus, Schauder) und Pedersen KZ 39, 379 (arm. karcr hart). Nach Leumann Hom. Wörter 154f., wo weitere Einzelheiten, vielmehr Rückbildung aus γοργώψ (γοργῶπις), γοργωπός (A. usw.); somit wäre von Γοργὡ auszugehen, das jedenfalls ebenso wie Μορμώ den Eindruck einer volkstümlichen Reduplikationsbildung macht.
Page 1,321-322