ψαλίδα

From LSJ
Revision as of 15:40, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)

Source

Greek Monolingual

η / ψαλίς, -ίδος, ΝΜΑ, και ψελίς και πιθ. τ. πληθ. ψαλλίδες και παλ. τ. σπαλίς, Α
νεοελλ.
1. (μεγεθ.) μεγάλο ψαλίδι κατάλληλο για την κοπή σκληρών υλικών
2. (για κλήμα και άλλα φυτά) έλικας
3. ιατρ. η τριχοκλασία
4. ζωολ. α) κοινή ονομασία της σκολόπενδρας
β) κοινή ονομασία τών δερματόπτερων εντόμων και κυρίως αυτών της οικογένειας forficulidae, που φέρουν από ένα ζεύγος σκληρών αιχμηρών λαβίδων στο πίσω άκρο της κοιλίας
5. φρ. α) «ψαλίδα του εγκεφάλου»
ανατ. τοξοειδής σχηματισμός λευκής ουσίας, κάτω από το μεσολόβιο και επάνω από την τρίτη κοιλία
β) «ψαλίδα τιμών»
(οικον.) η διαφορά και η αναντιστοιχία μεταξύ του ύψους τών τιμών δύο κατηγοριών συσχετιζόμενων αγαθών ή υπηρεσιών, όπως λ.χ. μεταξύ τών τιμών τών πρώτων υλών, αφ' ενός, και τών τιμών τών βιομηχανικών προϊόντων, αφ' ετέρου
μσν.
υποδοχή σύρτη θύρας
(μσν.- αρχ.) τόξο, αψίδα, καμάρα
αρχ.
1. (χωρίς μεγεθ. σημ.) ψαλίδι
2. (ιδίως) εργαλείο για την κόμμωση τών γυναικείων μαλλιών
3. ξυράφι
4. υπόνομος
5. είδος χαμηλού οικοδομήματος με τριγωνική στέγη κατασκευασμένη από πλάκες
6. η καμάρα του ποδιού
7. κυλινδρικός θόλος
8. (για άλογο) ψάλιον
9. είσοδος και έξοδος θεάτρου
10. (κατά τον Ησύχ.) «ταχεῑα κίνησις»
11. στον πληθ. αἱ ψαλίδες
α) μεταλλικοί ιμάντες κατάλληλοι για τη σύσφιγξη μηχανήματος
β) (στην ΠΔ) οι θήκες τών μοχλών που στηρίζουν το ιερό θυσιαστήριο
12. φρ. «ψαλίδες τών στύλων»
(στην ΠΔ) πιθ. οι σπειροειδείς και καμπύλες εξοχές τών κιόνων που βρίσκονται μεταξύ του κιονοκράνου και του κυρίως κίονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. ψαλ-ίς, -ίδος έχει σχηματιστεί από θ. ψαλ- (βλ. λ. ψαλόν) με επίθημα -ίς (πρβλ. λεπ-ίς, -ίδος) και εμφανίζει παρλλ. τ. με φωνηεντισμό -ε- (πρβλ. ψάλιον: ψέλιον) και τ. σπαλίς, που οφείλεται πιθ. σε διαλεκτική αντιμετάθεση τών συμφώνων του διπλού ψ- σε σπ-. Η λ. ψαλίς εντάσσεται σε μια ευρεία οικογένεια λ. (πρβλ. ψαλόν, ψάλιον, ψέλιον, σπαλίων), δηλωτική διαφόρων αντικειμένων στρογγυλού σχήματος. Βασική σημ. της λ. ψαλίς είναι «εργαλείο κοπής αποτελούμενο από έλασμα κεκαμμένο σε δύο βραχίονες, το ψαλίδι». Η λ., ωστόσο, χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει και διάφορα άλλα αντικείμενα ή κατασκευάσματα ειδικής χρήσεως και λειτουργικότητας, όπως «ξυράφι», «χαλινάρι», «αλυσίδα του χαλινού», «μεταλλικοί ιμάντες για τη σύσφιγξη μηχανημάτων», αλλά και «τόξο, αψίδα, κυλινδρικός θόλος», «σωλήνας αποχέτευσης», «υποδοχή σύρτη» κ.ά. Ο νεοελλ. τ. ψαλίδα, τέλος, με σημ. «μεγάλο ψαλίδι» είναι μεγεθ. του ψαλίδι με μεγεθυντική κατάλ. -α (πρβλ. κεφάλι: κεφάλα)].