ἀποτελέω

From LSJ
Revision as of 13:00, 14 September 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " esp. of " to " especially of ")

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποτελέω Medium diacritics: ἀποτελέω Low diacritics: αποτελέω Capitals: ΑΠΟΤΕΛΕΩ
Transliteration A: apoteléō Transliteration B: apoteleō Transliteration C: apoteleo Beta Code: a)potele/w

English (LSJ)

fut. -τελέσω, Att. -τελῶ, A bring to an end, complete a work, Hdt.5.92.ή, X.HG3.2.10, Pl.Plt.308e, etc.:—Pass., Th.4.69: pf. part. ἀποτετελεσμένος perfect, ἐπίτροπος X.Oec.13.3. 2 produce, νοσήματα Pl.Ti.84c, cf. Epicur.Ep.1p.20U., M.Ant.10.26, etc.: —Pass., Arist.Cael.268b26. 3 pay or perform what is due, τὰς εὐχάς σφι ἀ. Hdt.2.65; τῷ θεῷ τὰ πάτρια Id.4.180; of rent or tribute, τὰ νομιζόμενα X.Cyr.3.2.19; ἀπαρχὴν τῶν ἐκ τῆς γῆς Pl.Lg.806e; pay or suffer, παραπλήσια τοῖς Καμβύσου παθήμασιν ib.695e. 4 accomplish, perform, τὰ καθήκοντα X.Cyr. 1.2.5; προσταχθέντα Pl.Lg.823d; τὰ προσήκοντα Id.Criti.108d; ἀ. ἄρτον accomplish the making of bread, Hp.VM3; ἓν ὑφ' ἑνὸς ἕργον ἄριστ' ἀποτελεῖται Arist.Pol.1273b10. b especially of astral influences, Ptol.Tetr.1, D.C.45.1, etc.; cf. ἀποτέλεσμα. c. Astrol., make a forecast, περὶ ζωῆς Ps. Ptol.Centil. 215. 5 render of a certain kind, τὴν πόλιν ἀ. εὐδαίμονα make the state quite happy, Pl.Lg.718b; ἀμείνους ἐκ χειρόνων ἀ. Id.Plt.297b, cf. Lg.823d; τοιούτους ἄνδρας ὥστε . . Plb.6.52.11:—in Med., ἄμεμπτον φίλον ἀποτελέσασθαι make him without blame towards himself. X.Lac.2.13:— Pass., τύραννος ἀντὶ προστάτου ἀποτετελεσμένος Pl.R.566d; ἐνύπνιον τέλεον ἀ. turns out .., ib.443b. 6 fill up, satiate, τὰς ἐπιθυμίας Id.Grg.503d:—Pass., Id.R.558e, al. II Pass., to be worshipped, Id.Smp.188d.

German (Pape)

[Seite 330] (s. τελέω), 1) beendigen, vollenden, Her. 5, 92; ἔργα Plat. Polit. 308 e; χῶμα ἐν πένθ' ἡμέραις ἀποτελούμενον Legg. XII, 958 e; γωνίας Tim. 55 b; übh. ein Ausdruck der Mathematiker, eine Figur beschreiben; ἡ μάχη ἀπετελέσθη Pol. 5, 86 u. öfter; – 2) zu etwas machen, ἀμείνους ἐκ χειρόνων Plat. Polit. 297 b; τὴν πὀλιν ἡμῖν εὐδαίμονα ἀποτελεῖ Legg. IV, 718 b, u. sonst; τοιούτους ἄνδρας, ὥστε Pol. 6, 52, u. öfter, Auch pass., τύραννος ἀντὶ προστάτου ἀποτετελεσμένος Plat. Rep. VIII, 566 d u. öfter. – 3) etwas, was man zu leisten verpflichtet ist, leisten, Her. 4, 180; τὰ προσταχθέντα Plat. Legg. VII, 823 d; τὰ προσήκοντα, seine Schüldigkeit thun, Critia 108 d; Xen. Cyr. 5, 1, 14; τὰ καθήκοντα 1, 2, 5; ἀπαρχήν, die Erstlinge als Opfer darbringen, Plat. Legg. VII, 806 e. Ebenso ἀπαρχάς, χαριστήρια, τὰ νομιζόμενα, τὰ δίκαια, den üblichen, bestimmten Tribut zahlen, Xen. Cyr. 3, 2, 18 ff; – ἀποτετελεσμέ νος ἀνήρ, ein vollkommener Mann, Hipp. 7, 4; ἀποτελεσθῆναι πρὸς ἀρετήν, in der Tugend vollendet sein, Luc. Herm. 8; vgl. Andoc. 2, 3; – ἐπιθυμίας Plat. Gorg. 508 d, u. öfter, Begierden befriedigen. – Ὁ Ἔρως ἀποτελούμενος περὶ τἀγαθά, wird von Ar. erkl. »der verehrt wird«, Plat. Conv. 188 d.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποτελέω: μέλλ. -τελέσω, Ἀττ. -τελῶ, φέρω ἐντελῶς εἰς πέρας, ἀποτελειώνω, συμπληρῶ ἔργον τι, Ἡρόδ. 5. 92, 7, Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 10, Πλάτ., κλ.: - Παθ. Θουκ. 4, 69: μετοχ. πρκμ. ἀποτετελεσμένος, τέλειος, Λατ. omnibus, numeris absolutus, Ξεν. Οἰκ. 13, 3. 2) παράγω, προξενῶ, νοσήματα Πλάτ. Τίμ. 84C: - Παθ., Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 19, 20. 3) ἐκπληρῶ, ἐκτελῶ ὅ, τι ὀφείλω ἢ εἶμαι ὑπόχρεως νὰ ἐκπληρώσω, ἐκτελέσω, τὰς εὐχάς σφι ἀπ. Ἡρόδ. 2. 65· τῷ Θεῷ τὰ πάτρια ὁ αὐτ. 4. 180· τὰ νομιζόμενα Ξεν. Κύρ. 3. 2, 19, τελετάς τινας Πλάτ. Νόμ. 815C· ἀπαρχὴν τῶν ἐκ τῆς γῆς ὁ αὐτ. 806Ε. 4) ἐκπληρῶ, ἐκτελῶ, ὅπως καὶ οὗτοι τὰ καθήκοντα ἀποτελῶσιν Ξεν. Κύρ. 1. 2, 5· προσταχθέντα Πλάτ. Νόμ. 823D· τὰ προσήκοντα ὁ αὐτ. Κριτί. 108D· ἀπ. ἄρτον Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 9. β) ἰδίως ἐπὶ ἐπιδράσεως τῶν ἄστρων, Δίων Κ. 45. 1, κτλ. πρβλ. ἀποτέλεσμα. 5) καθιστῶ τι τοιοῦτον ἢ τοιοῦτον, ὡς τὸ ἀποδεικνύναι ἢ παρέχειν, τὴν πόλιν ἀπ. εὐδαίμονα Πλάτ. Νόμ. 718Β· ἀμείνους ἐκ χειρόνων ἀπ. ὁ αὐτ. Πολιτ. 297Β· τοιούτους ἄνδρας ὥστε… Πολύβ. 6.52,11· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ἄμεμπτον φίλον ἀποτελέσασθαι, καταστῆσαι αὐτὸν φίλον ἄμεμπτον, ἁγνόν, Ξεν. Λακ. Πολ. 2. 13: - Παθ. τύραννος ἀντὶ προστάτου ἀποτετελεσμένος Πλάτ. Πολ. 566D· ἐνύπνιον τέλεον ἀποτ., ἀποβαίνει…, αὐτόθι 443Β. 6) πληρῶ, κορέννυμι, χορταίνω (μεταβ.) τὰς ἐπιθυμίας Γοργ. 503D: - Παθ. Πολ. 558Ε, κ. ἀλλ. ΙΙ. Παθ., προσκυνοῦμαι, λατρεύομαι, Συμπ. 188·

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 achever, accomplir : τὰ προσήκοντα XÉN, τὰ καθήκοντα XÉN remplir ses devoirs;
2 acquitter, payer : εὐχὰς ἀπ. HDT acquitter un vœu ; χαριστήρια XÉN offrir (à une divinité) un sacrifice d’action de grâces.
Étymologie: ἀπό, τελέω.

Spanish (DGE)

• Morfología: [aor. ind. med. ἀπετελέσετο Wien.Anz.122.1985.255 (Lidia II/III d.C.)]
I c. compl. de cosas o abstr.
1 c. ac. de abstr. o neutr. plu. hacer, realizar τὰ πλεῖστα Th.4.90, θειότατα ἔργα Gorg.B 11.8, τὰ ἔργα Pl.Plt.308e, τὸν λόγον Pl.Smp.186a, παραπλήσια ... τοῖς Καμβύσου παθήμασιν Pl.Lg.695e, αὐτόν (ἔργον) Isoc.15.11, εἰς ὑπερβολὴν ἕκαστον (ἔργον) ἀποτελοῦντας Isoc.11.16, θυσίας ... ἀποτελοῦσιν sacrifican Isoc.10.63, ὅσα ... ὅσα ... D.C.45.1.4, ἰάσεις ἀποτελῶ hago curaciones, Eu.Luc.13.32, ἀνακάμπτουσα δὲ ἡ ... ἀποτελοῦσα τὴν βαρύτητα escala descendente es la que termina en la nota más grave Aristid.Quint.29.11
en v. pas. ἓν γὰρ ὑφ' ἑνὸς ἔργον ἄριστ' ἀποτελεῖται Arist.Pol.1273b10, ῥᾷον γὰρ τὸ ἔλαττον ἀποτελεῖσθαι Thphr.CP 4.11.3
en aor. llevar a término ὅσα γὰρ Κύψελος ἀπέλιπε κτείνων ... Περίανδρός σφεα ἀπετέλεσε Hdt.5.92η
de votos, leyes, etc. cumplir εὐχάς Hdt.2.65, τὰ πάτρια Hdt.4.180, (τὰ) προσταχθέντα Pl.Lg.823d, τὰ προσήκοντα Pl.Criti.108d, τὰ καθήκοντα X.Cyr.1.2.5, τὰ νομιζόμενα X.Cyr.3.2.19
esp. en v. med. c. ac. de pers. (sc. ὁ θεός) ἀπετελέσετο αὐτοῦ ... τὸν υἱόν (el dios) llevó a término la existencia de su hijo, Wien.Anz.l.c.
satisfacer una renta γενήματα ὧν ἀποτελοῦντες τὴν δεκάτην PSI 976.4 (III a.C.)
de deseos saciar ταύτας (ἐπιθυμίας) Pl.Grg.503d, τὰς ἐκείνου βουλήσεις Pl.Ep.336c, en v. pas. (ἐπιθυμίαι) ... ἀποτελούμεναι Pl.R.558e, τέλεον ... τὸ ἐνύπνιον ἀποτετέλεσται el sueño se ha cumplido enteramente Pl.R.443b, τὸ ποικίλον τῶν δυνάμεων αὐτῆς ὑπὸ τῆς διαφορᾶς τῶν περιεχόντων ἀποτελεῖται Ptol.Iudic.12.19
de varios efectos producir, causar τὰ μέγιστα καὶ κυριώτατα πρὸς θάνατον τῶν νοσημάτων Pl.Ti.84c, σύμπτωμα αἰσθητικόν Epicur.Ep.[2] 64, ἦχον ἀποτελεῖν producir sonido de una piedra hueca por dentro, D.P.Au.1.3.
2 c. ac. de cosa hacer, construir, fabricar en aor. c. idea de llevar a término, terminar ἀπετέλεσαν ἄρτον hicieron pan Hp.VM 3, ἀπετέλεσε τὸ τεῖχος ἀρξάμενος ἀπὸ ἠρινοῦ χρόνου πρὸ ὀπώρας X.HG 3.2.10, τὸ στάδιον Philostr.VS 550, en v. pas. τὸ τεῖχος Th.4.69, χῶμα Pl.Lg.958e
producir γεωργίαι ... ἀπαρχὴν τῶν ἐκ τῆς γῆς ἀποτελοῦσιν ἱκανήν Pl.Lg.806e.
3 jur. representar legalmente τὸ πρόσωπον καὶ τὴν χώραν PLond.1708.22 (VI d.C.)
astrol. hacer una predicción, predecir τὰ ὑπογεγραμμένα Gp.1.12.2, περὶ ζωῆς Ps.Ptol.Centil.17.
II c. ac. de pers. y adj. o nombre pred. hacer a uno τὴν πόλιν ... εὐδαίμονα Pl.Lg.718b, βελτίους ... τὰς ψυχὰς τῶν νέων Pl.Lg.823d, αὐτοὺς ... ἀμείνους Pl.Plt.297b, (παῖδα) ἄμεμπτον φίλον X.Lac.2.13, κακίονας ἡμᾶς Plu.2.1070e, Θηραμένην μαθητήν Aeschin.Socr.34, τοιούτους ἀποτελεῖν ἄνδρας ὥστε ... Plb.6.52.11.
III intr. en v. med.-pas.
1 alcanzar la perfección, perfeccionarse τὸ σῶμα ἀπετελέσθη Arist.Cael.268b26, ἀλλ' ὃς ἂν ἀποτελεσθῇ πρὸς ἀρετήν pero el que llegue a la perfección en la virtud Luc.Herm.8, en lit. crist. ἡμεῖς πρὸς τὸ ... ἅγιον ἀποτετελέσμεθα Dion.Ar.Ep.M.3.1093D, τὸν πρός τι τῶν ... ἱερατικῶν ταγμάτων ἀποτελεσθέντα del que se ordena, Dion.Ar.EH M.3.509C
en part. perf. pas. τύραννος ... ἀποτετελεσμένος un perfecto tirano Pl.R.566d, ἀποτετελεσμένος ... ἐπίτροπος un administrador perfecto X.Oec.13.3.
2 tener lugar, cumplirse Ἔρως ... ἀποτελούμενος un amor que se realiza Pl.Smp.188d, γένεσις ἀποτελεῖται Ocell.32, de las influencias astrales, Ptol.Tetr.1.1.1
en aor. terminar ἡ μάχη ... ἀπετελέσθη Plb.5.86.7.
3 alcanzar un máximo ἀποτελεσθῆναι τὴν κώμην πάλαι ἀπὸ ἀνδρῶν κζ PSI 101.11 (II d.C.).

English (Strong)

from ἀπό and τελέω; to complete entirely, i.e. consummate: finish.

English (Thayer)

ἀποτελῶ; (1st aorist passive participle ἀποτελεσθεις); to perfect; to bring quite to an end: ἰάσεις, accomplish, L T Tr WH for R G ἀπιτέλω); ἡ ἁμαρτία ἀποτελεσθεῖσα having come to maturity, Herodotus, Xenophon, Plato, and subsequent writers).

Greek Monotonic

ἀποτελέω: μέλ. -τελέσω, Αττ. -τελῶ·
1. φέρνω εντελώς εις πέρας, αποτελειώνω, ολοκληρώνω ένα έργο, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ. — Παθ., μτχ. παρακ. ἀποτετελεσμένος, ο τέλειος, σε Ξεν.
2. εκπληρώνω ή εκτελώ ό,τι έχω δεσμευτεί ή οφείλω να εκπληρώσω ή να εκτελέσω, όπως τα αφιερώματα, τα τάματα στους θεούς, σε Ηρόδ., Ξεν.· γενικά, εκτελώ, αποπερατώνω, εκπληρώνω, σε Ξεν.
3. καθιστώ ή κάνω κάτι να έχει συγκεκριμένη έκβαση ή συγκεκριμένο είδος· τὴν πόλιν ἀποτελέω εὐδαίμονα, καθιστώ την πόλη εντελώς ευημερούσα, την κάνω να ευδοκιμεί πλήρως, σε Πλάτ.· και Μέσ., ἄμεμπτον φίλον ἀποτελέσασθαι, τον καθιστώ αγνό, απρόσβλητο από οποιαδήποτε κατηγορία, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀποτελέω:
1) оканчивать, завершать, довершать (τι Her.; τὸ τεῖχος Xen.; χῶμα ἐν πένθ᾽ ἡμέραις ἀποτελούμενον Plat.; μάχη ἀπετελέσθη Polyb.): ἀποτετελεσμένος Xen., Arst. законченный, совершенный; ἀποτελεσθῆναι πρός τι Luc. достигнуть совершенства в чем-л.;
2) создавать, образовывать (γωνίας στερεάς Plat.); делать (ἀμείνους ἐκ χειρόνων Plat.);
3) вызывать, причинять (νοσήματα Plat.);
4) pass. возникать (ἔκ τινος Arst.);
5) совершать, справлять (τῷ θεῷ τὰ πάτρια Her.; τελετάς τινας Plat.);
6) уплачивать, вносить (τὰ νομιζόμενα Xen.; ἀπαρχήν Plat.);
7) исполнять, удовлетворять (εὐχάς Her.; τὰς ἐπιθυμίας Plat.);
8) выполнять (τὰ καθήκοντα Xen.; τὰ προσταχθέντα Plat.).

Middle Liddell


1. to bring quite to an end, complete a work, Hdt., Xen., etc.:—Pass., perf. part. ἀποτετελεσμένος, perfect, Xen.
2. to pay or perform what one is bound to pay or perform, as vows to a god, Hdt., Xen.: generally, to accomplish, perform, Xen.
3. to render or make of a certain kind, τὴν πόλιν ἀπ. εὐδαίμονα to make the state quite happy, Plat.; and Mid., ἄμεμπτον φίλον ἀποτελέσασθαι to make him without blame towards himself, Xen.

Chinese

原文音譯:¢potelšw 阿坡-帖累哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:從-完成 相當於: (מֻנָּח‎) (שׂוּמָה‎ / שִׂים‎)
字義溯源:全部完成,竣工,執行,長成;由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,出,離)與(τελέω)=完畢)組成;其中 (τελέω)出自(τέλος)=界限,結局),而 (τέλος)出自(τελέω)X*=有目標的計劃)。參讀 (ἀναπληρόω)同義字
出現次數:總共(1);雅(1)
譯字彙編
1) 既長成(1) 雅1:15