χρονίζω
τὰ σῦκα σῦκα, τὴν σκάφην δὲ σκάφην ὀνομάζειν → call a spade a spade | speak the truth | speak straight from the shoulder | give it straight from the shoulder | give the straight goods | not to mince matters | not to mince words | not mince words | call things by their right names | call a spade a spade and a shovel a shovel | call a shovel a shovel | call a spade a spade, not a big spoon
English (LSJ)
(χρόνος): I intr., spend time, περὶ Αἴγυπτον Hdt.3.61. 2 last, continue, τὸ μὲν καλῶς ἔχον ὅπως χρονίζον εὖ μενεῖ βουλευτέον A.Ag.847; ἐν τῇ ὑστέρᾳ Arist.HA523a23; χρονίζωσι ib. 537a7; οὐ χ. τὸ ἀλγοῦν συνεχῶς ἐν τῇ σαρκί Epicur.Sent.4, cf. Diog. Oen.58. 3 χ. δρῶν persevere in doing, Pl.Phdr.255b. 4 take time, tarry, linger, A.Ag.1356, Ch.64 (lyr.), Th.6.49, 8.16; κεχρονικότες, opp. ὑπόγυιοι τῇ ὀργῇ ὄντες, Arist.Rh.1380b5; κεχρονικὼς ἐν Ῥώμῃ Plb.33.16.6; χρονίσαι κατὰ τὸ βαλανεῖον Gal.6.417; ἡ ναῦς καὶ τὸν χρόνον τοῦτον ὃν ἐπιστέλλω σοι χρονίζει Hp.Ep.14: c. inf., delay to do, χ. καταβῆναι LXXEx.32.1 (also χ. τοῦ ποιῆσαί τι ib. Ge.34.19), Ev.Luc.12.45. 5 of ailments, to be or become chronic, Hp.Aph.3.28. 6 of wine, to be or become old, to have age, Ath. 1.33a. II Pass., to be prolonged or delayed, τῶνδε πίστις οὐκ ὄκνῳ χρονίζεται A.Th.54, cf. Ch.957(lyr.); πολέμου χρονισθέντος And.3.27; [τὴν εὔνοιαν] χρονιζομένην . . φιλίαν γενέσθαι Arist.EN 1167a11; χ. ἐν τῷ σώματι continue, Id.Pr.907b22; τὰ κεχρονισμένα νοσήματα Gal.18(2).31. 2 grow up, χρονισθεὶς δ' ἀπέδειξεν ἔθος A.Ag.727 (lyr.). 3 to be located in time, made temporal, Simp. in Ph.716.11, Dam.Pr.405.
German (Pape)
[Seite 1377] 1) intrans., die Zeit zubringen, lange bleiben od. dauern, verweilen, zögern; Aesch. Ag. 821. 1329; περὶ Αἴγυπτον Her. 3, 61; χρονίζει τοῦτο δρῶν, er hält dabei aus, Plat. Phaedr. 255 b; Thuc. 8, 16 u. öfter; κεχρονικὼς ἐν Ῥώμῃ Pol. 33, 16, 6; insbes. altern, alt werden, auch pass., χρονισθεὶς δ' ἀπέδειξεν ἔθος τὸ πρόσθε τοκήων Aesch. Ag. 709. – 2) trans., in die Länge ziehen, verzögern, hinhalten; dah. pass., Aesch. Spt. 54 τῶνδε πύστις οὐκ ὄκνῳ χρονίζεται, vgl. Ch. 951; χρονίζεται ὁ πόλεμος, der Krieg wird in die Länge gezogen od. zieht sich in die Länge, Andoc. 3, 27; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χρονίζω: μελλ. -ίσω, ἀττ, -ιῶ· (χρόνος)· Ι. ἀμετάβ., δαπανῶ χρόνον, διατρίβω, περὶ Αἴγυπτον Ἡρόδ. 3. 61. 2) διαρκῶ ἐπὶ μακρὸν χρόνον, χρονίζον μένειν, διαμένει ἐπὶ μακρὸν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 847· ἐν τῇ ὑστέρᾳ Ἀριστ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 3. 22, 3· ἄν χρονίζωσι αὐτόθι 4. 10, 4. 3) χρονίζω δρῶν, ἐξακολουθῶ ἐπὶ πολὺ νὰ πράττω τι, Πλάτ. ἐν Φαίδρῳ 255Β. 4) χρονοτριβῶ, βραδύνω, ἀργοπορῶ, κοινῶς «χρονιάζω», Αἰσχύλ. Ἀγ. 1356, Χο. 64, Θουκ. 9. 49,. 8. 16· κεχρονικότες, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὑπόγυιοι ἐν τῇ ὀργῇ ὄντες, Ἀριστ. Ρητ. 2. 3, 12· κεχρονικὼς ἐν Ρώμῃ Πολύβ. 33. 16, 6 μετ’ ἀπαρ., βραδύνω νὰ πράξω τι, Εὐαγγ. κατὰ Ματθ. κδ΄ 48. 5) ἐπὶ νοσημάτων, γίνομαι χρόνιος, Ἱππ. Ἀφορ. 1248. 6) ἐπὶ οἴνου, παλαιοῦμαι, γίνομαι παλαιὸς, Ἀθήν. 33Α. ΙΙ. Παθ., ἐπιμηκύνομαι, παρατείνομαι, τῶνδε πύστις οὐκ ὄκνω χρονίζεται, Αἰσχύλ. Θήβ. 54, πρβλ. Χο. 957· χρονισθέντος πολέμου Ἀνδοκ. 27. 1· [τὴν εὔνοιαν] χρονιζομένην .. φιλίαν γενέσθαι Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 9. 5, 3· χρ. ἐν τῷ σώματι, διαμένω, ἐξακολουθῶ, ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 13. 1, κλπ. 2) αὐξάνομαι, «μεγαλώνω», ἡλικιοῦμαι, χρονισθεὶς δ’ ἀπέδειξεν ἔθος Αἰσχύλ. Ἀγ. 727.
French (Bailly abrégé)
f. χρονίσω, att. χρονιῶ, ao. ἐχρόνισα, pf. κεχρόνικα;
Pass. ao. ἐχρονίσθην;
I. intr.
1 passer le temps;
2 durer longtemps, rester longtemps;
3 tarder, être lent, temporiser, remettre, différer;
II. tr. prolonger longtemps, d’où
1 tirer en longueur ; Pass. être traîné en longueur;
2 Pass. prendre de l’âge, vieillir.
Étymologie: χρόνιος.
English (Strong)
from χρόνος; to take time, i.e. linger: delay, tarry.
English (Thayer)
future χρονίσω (T Tr text WH), Attic χρονιω (ibid. R G L Tr marginal reading); (χρόνος); from Aeschylus and Herodotus down; the Sept. for אֵחַר; to linger, delay, tarry: ἐν with a dative of the place, L T Tr WH omit the infinitive); Luke 12:45.
Greek Monolingual
ΝΜΑ χρόνος
(αμτβ.)
1. αργοπορώ αδικαιολόγητα, χασομερώ
2. (για νόσο) γίνομαι χρόνιος
3. διαρκώ πολύ
αρχ.
1. σπαταλώ τον χρόνο μου, χάνω τον καιρό μου («Καμβύσῃ δὲ τῷ Κύρου χρονίζοντι περὶ Αἴγυπτον», Ηρόδ.)
2. διαρκώ πολύ χρόνο («χρονιζούσης τῆς πολιορκίας», Διόδ.)
3. (με κατηγ. μτχ.) εξακολουθώ να κάνω κάτι για μεγάλο χρονικό διάστημα
4. (για κρασί) είμαι ή γίνομαι παλαιός
5. παθ. χρονίζομαι
α) επιμηκύνομαι, παρατείνομαι («χρονιζομένην δ' εὔνοιαν καὶ εἰς συνήθειαν ἀφικνουμένην γίνεσθαι φιλίαν», Αριστοτ.)
β) (για πρόσ.) γερνώ
γ) γίνομαι πρόσκαιρος, προσωρινός.
Greek Monotonic
χρονίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ (χρόνος)·
I. 1. αμτβ., σπαταλώ χρόνο, σε Ηρόδ.· διαρκώ πολύ, αργώ, χρονοτριβώ, καθυστερώ, είμαι αργός, σε Αισχύλ., Θουκ.· με απαρ., καθυστερώ να κάνω, σε Καινή Διαθήκη
2. λέγεται για πράγματα, χρονίζον μένειν, παραμενω μακρύς, σε Αισχύλ.
II. Παθ., επί μακρόν, παρατείνομαι ή επιμηκύνομαι, στον ίδ.
2. αυξάνομαι, χρονισθείς, μεγαλώνω, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
χρονίζω:
1) задерживаться, пребывать (в течение долгого времени): χ. περὶ Αἴγυπτον Her. находиться в Египте; ἐν τούτῳ χρονιστέον Arst. на этом вопросе необходимо остановиться;
2) задерживать, медлить, тянуть: ἢν χρονίσῃ πρὶν ἐς ὄψιν ἐλθεῖν Thuc. если он промедлит со своим появлением; χρονίζομεν γάρ Aesch. ведь мы теряем время; κεχρονικότες καὶ μὴ ὑπόγυιοι τῇ ὀργῇ ὄντες Arst. те, которые умеют подавлять вспышки гнева; χρονίζεσθαι ἔν τινι Arst. задерживаться в чем-л., застаиваться; ἥξει καὶ οὐ χρονιεῖ NT он не замедлит прийти;
3) оставаться, сохраняться (χρονιζομένη φιλία Arst.): τὸ καλῶς ἔχον ὅπως χρονίζον εὖ μενεῖ βουλευτέον Aesch. нужно сделать так, чтобы хорошее сохранилось; ἐπὶ τῆς γῆς χ. Arst. оставаться в течение известного времени на земле;
4) продолжать: χρονίζει τοῦτο δρῶν Plat. он продолжает делать то же;
5) подрастать с течением времени: χρονισθεὶς ἀπέδειξεν ἦθος τὸ πρὸς τοκέων Aesch. подросши, (львенок) обнаруживает нрав (своих) родителей.
Middle Liddell
χρονίζω, χρόνος
I. intr. to spend time, Hdt.: to take time, tarry, linger, delay, be slow, Aesch., Thuc.; c. inf. to delay to do, NTest.
2. of things, χρονίζον μένειν to remain long, Aesch.
II. Pass. to be prolonged or protracted, Aesch.
2. to grow up, χρονισθείς Aesch.
Chinese
原文音譯:cron⋯zw 赫羅你索
詞類次數:動詞(5)
原文字根:時間(化) 相當於: (אָחַר) (בֹּושׁ)
字義溯源:遲延,延,遲,延期,拖延,逗留,耗時,長時停留;源自(χρόνος)*=時期)
出現次數:總共(5);太(2);路(2);來(1)
譯字彙編:
1) 遲延(2) 太25:5; 來10:37;
2) 遲(1) 路12:45;
3) 拖延(1) 路1:21;
4) 必遲延(1) 太24:48