ἐπιπάρειμι

From LSJ
Revision as of 18:20, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")

τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιπάρειμι Medium diacritics: ἐπιπάρειμι Low diacritics: επιπάρειμι Capitals: ΕΠΙΠΑΡΕΙΜΙ
Transliteration A: epipáreimi Transliteration B: epipareimi Transliteration C: epipareimi Beta Code: e)pipa/reimi

English (LSJ)

(A), (εἰμί A sum) to be present besides or in addition, Th. 1.61 codd. (leg. -ιόντας), Luc.Merc.Cond.26; to be present to, τινί Id.Symp.20, Ach.Tat.2.7. 2. Astrol., occupy a position as well, Nech. ap. Vett.Val.279.16.
ἐπιπάρειμι (B), (εἶμι A ibo) march on high ground parallel with one below, X.An.3.4.30, Plb.10.13.3, etc. 2. c. dat., proceed to attack, ἐπιπαριὼν τῷ δεξιῷ Th.5.10. 3. come to one's assistance, Id.4.108, etc.; εἰ δέοι τι... ἐπιπαρῇσαν οὗτοι X.An.3.4.23; ἐπιπαριόντες ib. 30. 4. pass along the front of an army, so as to address it (cf. πάρειμι 1v. 2), Th.4.94, 6.67,7.76; ἐ. κατὰ πρόσωπον Plb.5.83.1. 5. visit in passing, Φρυγίαν, Μυσίαν, App.BC5.7.

German (Pape)

[Seite 968] (s. εἰμί), noch dazu dabei, in der Nähe sein, herbeikommen, Thuc. 1, 61 Xen. An. 3, 4, 23. (s. εἶμι), = ἐπιπαραθέω, Xen. An. 3, 4, 30. 6, 1, 19; dazu herangehen, τῷ δεξιῷ, gegen den rechten Flügel anrücken, Thuc. 5, 10. 7, 76; Pol. 5, 83, 1; außerdem vorbei-, durchgehen, App. Civ. 5, 7.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιπάρειμι: (εἰμὶ) πάρειμι ὡσαύτως, ὡς ᾔσθοντο καὶ τοὺς μετὰ Ἀριστέως ἐπιπαρόντας Θουκ. 1. 61· ἄλλου τινὸς αἰφνιδίως ἐπιπαρόντος, παρουσιασθέντος ἐκεῖ, Λουκ. π. Μισθ. Συνόντ. 26· παρευρίσκομαί που, οὐκ ἄνευ θεοῦ τινος ἐπιπαρὼν ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 20.

French (Bailly abrégé)

1inf. prés. ἐπιπαρεῖναι;
1 survenir;
2 être présent en outre, venir en outre.
Étymologie: ἐπί, πάρειμι¹.
2inf. prés. ἐπιπαριέναι, impf. ἐπιπαρῄειν;
I. (παρά auprès de, vers);
1 s’avancer vers le front (d’une armée);
2 s’avancer au secours de;
II. (παρά le long de);
1 s’avancer le long de, parallèlement à;
2 s’avancer contre le flanc de, attaquer de flanc, τινι.
Étymologie: ἐπί, πάρειμι².

Greek Monolingual

(I)
ἐπιπάρειμι (Α) πάρειμι
1. είμαι επίσης παρών («ὡς ἤσθοντο καὶ τοὺς μετά Ἀριστέως ἐπιπαρόντας», Θουκ.)
2. παρευρίσκομαι κάπου («οὐκ ἄνευ θεοῦ τινος ἡμῖν ἐπιπαρών», Λουκιαν.)
3. αστρολ. κατέχω μια θέση.
(II)
ἐπιπάρειμι (Α) πάρειμι
1. προχωρώ σε ψηλό μέρος παράλληλα με άλλον που πορεύεται σε χαμηλό («oἱ δὲ κατὰ τὸ ὄρος ἐπιπαριόντες», Ξεν.)
2. (με δοτ.) προσβάλλω από τα πλάγια («ἐπιπαριὼν τῷ δεξιῷ τιτρώσκεται», Θουκ.)
3. προχωρώ κατά μήκος της παρατάξεως του στρατού («ὁ στρατηγός ἐπιπαριὼν τὸ στρατόπεδον... παρεκελεύετο», Θουκ.)
4. έρχομαι να βοηθήσω κάποιον
5. περνώντας από κάπου επισκέπτομαι.

Greek Monotonic

ἐπιπάρειμι: (εἶμι ibo),·
1. οδεύω, πορεύομαι παράλληλα με κάποιον, σε Ξεν. κ.λπ.· προσβάλλω κάποιον από τα πλάγια, με δοτ., σε Θουκ.
2. έρχομαι προς βοήθεια, σε συνδρομή, επικουρία κάποιου, στον ίδ., Ξεν.·
3. παρουσιάζομαι ενώπιον του στρατεύματος, για να του μιλήσω, σε Θουκ.
ἐπιπάρειμι: (εἰμί sum), είμαι παρών, παρίσταμαι κι εγώ, παρευρίσκομαι, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιπάρειμι:
I εἰμί
1) (с кем-л.) быть вместе, находиться рядом: ᾔσθοντο τοὺς μετ᾽ Ἀριστέως ἐπιπαρόντας Thuc. они узнали, что войско Аристея близко;
2) быть на месте, присутствовать: ἄλλου τινὸς ἐπιπαρόντος Luc. если присутствовал кто-л. другой.
II εἶμι воен.
1) прибывать, являться (на место): εἴ που δέοι τι τῆς φάλαγγος, ἐπιπαρῇσαν οὗτοι (v.l. ἐπιπαρῆσαν - к ἐπιπάρειμι
1) Xen. если где-л. возникала какая-л. надобность в фаланге, они становились на (свои) места;
2) проходить, обходить (τὸ στρατόπεδον Thuc.; κατὰ πρόσωπον τὰς τάξεις Polyb.);
3) проходить вдоль, идти параллельно: πορευόμενοι οἱ μὲν τῇ ὁδῷ κατὰ τοὺς γηλόφους, οἱ δὲ κατὰ τὸ ὄρος ἐπιπαριόντες Xen. причем одни двигались по дороге вдоль холмов, другие же следовали параллельно (первым) вдоль горы;
4) подступать, заходить сбоку, нападать с фланга (ἐπιπαριὼν τῷ δεξιῷ τιτρώσκεται Thuc.);
5) приходить на помощь: ἐπιπαριέναι κελεύοντες Thuc. призывая на помощь.

Middle Liddell

εἶμι ibo]
1. to march on high ground parallel with one below, Xen., etc.:— to assail in flank, c. dat., Thuc.
2. to come to one's assistance, Thuc., Xen.
3. to come to the front of an army, so as to address it, Thuc.
εἰμί sum]
to be present besides or in addition, Thuc.