στεγανός
English (LSJ)
ή, όν, (στέγω) A covering so as to keep out water, watertight, τρίχα X.Cyn.5.10; πλοῖα Arist.Fr.554; of other things, κλῶνες . . κεράμων στεγανώτεροι AP9.71 (Antiphil.); πυκνὸν καὶ στεγανόν Plu.2.692a; προβλημάτων στεγανώτατον πρὸς ὀϊστούς Id.Ant.45. 2 generally, enclosing, confining, δίκτυον A.Ag.358 (anap.). II closely covered, sheathed, λευκῆς χιόνος πτέρυγι στεγανός, of Polynices, represented as an eagle, covered by his white Argive shield (cf. λεύκασπις), S.Ant.114 (anap.); of a building, ἄνωθεν στεγανός roofed over, Th.3.21, cf. Trag.Adesp.115, Call.Cer. 55, D.H.1.26; οὓς [ναοὺς] . . δοκὸς στεγανοὺς παρέχει E.Fr.472.6 (anap.). 2 strongly fortified, πόλις Aristid.Or.21(22).12 (Comp.); ἕρκη Lib.Decl.23.77 (Sup.). 3 indoor, δίαιτα, opp. open-air life, Ph.2.297. 4 metaph., τὸ ἀκόλαστον αὐτοῦ καὶ οὐ στεγανόν its intemperance and leakiness, Pl.Grg.493b; and of persons, close, reserved, prov., Ἀρεοπαγίτου στεγανώτερος = more reserved than an Areopagite Alciphr.1.13, cf. Them.Or.21.263a, Or.26.323d, etc. III Adv. στεγανῶς = confinedly, through a covered passage or tube, ἡ πνοὴ ἰοῦσα σ. Th.4.100; πωμάσαι σ. cover tightly, Dsc.2.76.14: Comp., στεγανώτερον πρὸς τὰς τῶν ὑετῶν φορὰς ἀντέχειν Ph.2.513; ναῦς στεγανώτατα ἔχει Aristid.Or.34(50).31. 2 metaph., στεγανώτερον φρονεῖν AP5.215 (Agath.); στεγανώτατα κατεῖχεν ἔνδον τὴν αὑτοῦ γνώμην Memn. 6.—Cf. στεγνός.
German (Pape)
[Seite 932] bedeckt; λευκῆς χιόνος πτέρυγι στεγανός, Soph. Ant. 114; πύργοι ἄνωθεν στεγανοί, Thuc. 3, 21; auch adv. στεγανῶς, 4, 100; – von Menschen, versteckt, verschwiegen, Ggstz ἀκόλαστος, Plat. Gorg. 493 b; daher Ἀρεοπαγίτου στεγανώτερος, Alciphr. 1, 13; στεγανώτατα τὴν αὑτοῦ γνώμην ἔνδον κατεῖχε, Memnon. 6; vgl. noch στεγανώτερον φρονεῖν, Agath. 4 (V, 216), was Suid. πυκινώτερον, συνεχέστερον erklärt; – τρίχες, dicht, das Wasser nicht durchlassend, Xen. Cyn. 5, 10; – zusammengezogen, verstopft, νηδύς, Nic. Al. 367; – akt., bedeckend, ἐπὶ Τροίας πύργοις ἔβαλες στεγανὸν δίκτυον, Aesch. Ag. 349.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
A. I. qui sert à couvrir, qui couvre;
II. qui ne laisse rien passer, d'où
1 qui ne laisse rien échapper, qui enferme complètement ; étanche;
2 opaque, épais;
B. couvert.
Étymologie: στέγω.
Greek (Liddell-Scott)
στεγᾰνός: -ή, -όν, (στέγω) ὁ καλύπτων οὕτως ὥστε νὰ ἀποκλείῃ ὑγρασίαν, ἀδιάβροχος, ἀδιαπέραστος ὑπὸ τοῦ ὑγροῦ, τρίχες Ξεν. Κυν. 5, 10· πλοῖα Ἀριστ. Ἀποσπ. 513· κλῶνες… κεράμων στεγανώτεροι Ἀνθ. Π. 9. 71· πυκνὸν καὶ στεγανὸν Πλούτ. 2. 692Α· προβλημάτων στεγανώτατον πρὸς ὀϊστοὺς ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 49· πρβλ. στεγνός. 2) καθόλου, καλύπτων, περικλείων, περιορίζων, δίκτυον Αἰσχύλ. Ἀγ. 358. ΙΙ. καλῶς ἐστεγασμένος, λευκῆς χιόνος πτέρυγι στεγανός, ἐπὶ τοῦ Πολυνείκους παριστανομένου ὡς ἀετοῦ κεκαλυμμένου διὰ τῆς λευκῆς αὑτοῦ Ἀργείας ἀσπίδος (ἴδε λεύκασπις), Σοφ. Ἀντ. 114· ἐπὶ οἰκοδομήματος, ἄνωθεν στ., ἐπικεκαλυμμένος διὰ στέγης, Θουκ. 3. 21, πρβλ. Καλλ. εἰς Δήμ. 55, Ποιητής παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 586, Διον. Ἀλ. 1. 26· οὓς [ναοὺς]… δοκὸς στεγανοὺς παρέχει Εὐρ. Ἀποσπ. 475a. 6. 2) μεταφορ., διὰ τὸ ἀκόλαστον αὐτοῦ καὶ οὐ στεγανόν, διὰ τὴν ἀκρασίαν αὐτοῦ καὶ ἀκολασίαν, Πλάτ. Γοργ. 493Β· καὶ ἐπὶ προσώπων, συγκεκλεισμένος, πεφυλαγμένος, προσεκτικός, Λατ. tectus homo· παροιμ., Ἀρεοπαγίτου στεγανώτερος Ἀλκίφρων 1. 13, πρβλ. Θεμίστ. 263Α, 323D, κτλ., ἴδε κατωτ. ΙΙΙ. 2. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -νῶς, περιωρισμένως, διὰ μέσου κεκαλυμμένης διόδου ἢ σωλῆνος, ἡ πνοὴ ἰοῦσα στ. Θουκ. 4. 100· πωμάζειν στ., καλύπτειν ἑρμητικῶς, σκεπάζειν κλειστά, Διοσκ. 2. 91· στ. πρὸς τὰς τῶν ὑετῶν φορὰς ἀντέχειν, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Φίλωνος. 2) μεταφορ., στεγανώτερον φρονεῖν Ἀνθ. Π. 5. 216· στεγανώτατα τὴν αὑτοῦ γνώμην ἔνδον κατεῖχε Μέμνων 6. -Πρβλ. στεγνός.
Greek Monolingual
-ή, -ό / στεγανός, -ή, -όν, ΝΜΑ
αυτός που κλείνει ερμητικά, αδιαπέραστος από υγρό, υδατοστεγής ή αεροστεγής (α. «στεγανός τοίχος» β. «ἔχει δὲ καὶ τὴν τρίχα στεγανήν», Ξεν.
γ. «στεγανὰ πλοῑα», Αριστοτ.)
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα στεγανά
1. ναυτ. διαμέρισμα του πλοίου που κλείνει ερμητικά και δεν επιτρέπει την είσοδο νερού από το ένα διάφραγμα στο άλλο σε περίπτωση ατυχήματος
2. μτφ. χώροι ή τομείς υπηρεσίας ή οργανισμού στους οποίους δεν επιτρέπεται η προσπέλαση ακόμη και εκείνων που θα μπορούσαν νόμιμα να ενημερωθούν
αρχ.
1. αυτός που περικλείει, που περιορίζει κάποιον («στεγανὸν δίκτυον», Αισχύλ.)
2. αυτός που έχει καλά στεγαστεί, που έχει προστατευθεί
3. (για οικοδόμημα) στεγασμένος
4. καλά οχυρωμένος
5. (για ζώα) κατοικίδιος
6. μτφ. (για πρόσ.) προσεκτικός, συγκρατημένος («Ἀρεοπαγίτου στεγανώτερος», Αλκίφρ.)
7. το ουδ. ως ουσ. τὸ στεγανόν
α) η ηθική χαλαρότητα («τὸ ἀκόλαστον αὐτοῦ καὶ στεγανόν», Πλάτ.)
β) (ως επίρρ.) i) κατά τρόπο στεγανό, αδιαπέραστο, ερμητικώς
ii) ανθεκτικά, ισχυρώς
8. φρ. α) «στεγανὴ νηδύς» — κοιλιά με προβλήματα δυσκοιλιότητας (Νίκ.)
β) «στεγανὴ δίαιτα» — διαβίωση μέσα στο σπίτι, όχι στο ύπαιθρο (Φίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στεγ- του στέγω + κατάλ. -ανός (πρβλ. τραγ-ανός)].
Greek Monotonic
στεγᾰνός: -ή, -όν (στέγω)·
I. 1. αυτός που καλύπτεται με τέτοιο τρόπο ώστε να κρατάει μακριά το νερό, αδιαπέραστος από το νερό, αδιάβροχος, σε Ξεν., Ανθ.
2. γενικά, αυτός που καλύπτει, που περικλείει, που περιορίζει, λέγεται για το δίχτυ, σε Αισχύλ.
II. 1. αυτός που έχει σκεπαστεί καλά, λευκῆς χιόνος πτέρυγι στεγανός, λέγεται για τον Πολυνείκη, που παριστανόταν ως αετός καλυμμένος με τη λευκή Αργεία ασπίδα του (βλ. λεύκασπις), σε Σοφ.· λέγεται για οίκημα, αυτός που έχει στέγη, στεγασμένος, σε Θουκ.
2. μεταφ., τὸ οὐ στεγανόν, διαρροή, σε Πλάτ.
III. επίρρ., -νῶς, με περιορισμένο τρόπο, πυκνά, σφιχτά, ερμητικά, με διοχέτευση μέσω σωλήνα, σε Θουκ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στεγανός -ή -όν [στέγω] act. bedekkend, omsluitend. die niets doorlaat, ondoordringbaar, waterdicht; overdr. van de ziel. τὸ οὐ στεγανόν het deel dat niet waterdicht is Plat. Grg. 493b. pass. bedekt, omsloten:; πύργοι ἄνωθεν στεγανοί torens van boven bedekt Thuc. 3.21.4; adv.. ἡ … πνοὴ ἰοῦσα στεγανῶς ἐς τὸν λέβητα de lucht die opgesloten (namelijk in de blaasbalg) naar het bekken ging Thuc. 4.100.4.
Russian (Dvoretsky)
στεγᾰνός:
1) плотно закрывающий, покрывающий, непроницаемый, густой (τρίχες Xen.; κλῶνες Anth.; σ. πρὸς τοὺς ὀϊστούς Plut.): στεγανὸν δίκτυον Aesch. плотная сеть;
2) закрытый, покрытый: πύργοι ἄνωθεν στεγανοί Thuc. крытые башни; πτέρυγι σ. Soph. закрытый (своим) крылом.
Middle Liddell
στεγᾰνός, ή, όν στέγω
I. covering so as to keep out water, water-tight, waterproof, Xen., Anth.
2. generally, covering, enclosing, confining, of a net, Aesch.
II. closely covered, λευκῆς χιόνος πτέρυγι στεγανός, of Polynices, represented as an eagle, covered by his white Argive shield (v. λεύκασπισ), Soph.; of a building, roofed, Thuc.
2. metaph., τὸ οὐ στεγανόν leakiness, Plat.
III. adv. -νῶς, confinedly, through a tube, Thuc.