ράβδος
Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt
Greek Monolingual
η / ῥάβδος, ΝΜΑ·1. επίμηκες, κυλινδρικό και λεπτό τεμάχιο ξύλου ή ξύλινο στέλεχος το οποίο κρατείται από το χέρι είτε για στήριξη του σώματος κατά το βάδισμα είτε ως πρόχειρο όπλο άμυνας ή επίθεσης, βακτηρία, μπαστούνι, μαγκούρα («ταχὺ πηδῶ τῆς κλίνης μου, λαμβάνω τὸ ραβδίν μου, / κρατῶν τὴν ράβδον ἐν χερσίν, ἔτρεχον πρὸς ἐκεῖνον», Διγεν. Ακρ.)
2. σύμβολο εξουσίας, ανώτατου αξιώματος ή και ιδιότητας (α. «ράβδος ποιμαντική [ή ποιμαντορική]» — ράβδος από χρυσό και άργυρο ή από πολύτιμο ξύλο, σύμβολο της αρχιερατικής εξουσίας
β. «στραταρχική ράβδος» — μικρό διακοσμημένο στέλεχος, διακριτικό του αξιώμαστος του στρατάρχη
γ. «ρυθμική ράβδος» — η μπαγκέτα διευθυντή ορχήστρας
δ. «μαγική ράβδος» — η ράβδος του ταχυδακτυλουργού)
3. όργανο τιμωρίας, σωφρονισμού ή και η ίδια η άσκηση σωματικής βίας (α. «ράβδος αστυνομική» — το κλομπ
β. «αγία ράβδος» — το ξυλοκόπημα
γ. «το επιχείρημα της ράβδου» — το επιχείρημα του ισχυρότερου, του πιο δυνατού που εξαναγκάζει τον αδύνατο να υποχωρήσει ή και να συμβιβαστεί χωρίς τη θέλησή του
δ. «πρὶν ἐπιδεῖν Μηδικαῖς ῥάβδοις ξαινομένους Μακεδόνας», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. (κατ' επέκτ.) κάθε αντικείμενο το οποίο έχει σχήμα ράβδου («σιδηροδρομικές ράβδοι» — οι ράγες τών σιδηροτροχιών)
2. φρ. α) «ράβδος ασφαλείας»
φυσ. μεταλλική ράβδος που περιέχει υλικό το οποίο απορροφά τα νετρόνια και η οποία σε περίπτωση κινδύνου μπορεί να εισαχθεί ταχύτατα στον πυρηνικό αντιδραστήρα και να διακόψει τη λειτουργία του
β) «ράβδοι ελέγχου» — μεταλλικές ράβδοι, κάποτε και πλάκες ή σωλήνες, από υλικό με μεγάλη ενεργό διατομή απορρόφησης νετρονίων που χρησιμοποιούνται στους αντιδραστήρες για τη ρύθμιση της αντίδρασης
γ) «ράβδος ζεύξης»
(αυτοκιν.) εξάρτημα του συστήματος διεύθυνσης το οποίο χρησιμεύει για τη σύνδεση τών δύο βραχιόνων διευθύνσεως οι οποίοι είναι στερεωμένοι στους διευθυντήριους τροχούς του οχήματος, αλλ. μεγάλη μπάρα
δ) «ράβδος του Ιακώβ» — γωνιομετρικό όργανο το οποίο χρησιμοποιήθηκε από τους ναυτικούς από τις αρχές του 16ου αιώνα
3. παροιμ. α) «όπου δεν πίπτει (δηλαδή δεν ισχύει) ο λόγος, πίπτει η ράβδος» — λέγεται για να δηλώσει ότι μερικές φορές οι ανυπάκουοι πρέπει να τιμωρούνται με σωματικές ποινές
β) «ράβδος εν γωνία, άρα βρέχει» — λέγεται για να δηλώσει παράλογους συλλογισμούς ή ασυναρτησίες
μσν.-αρχ.
1. το ραβδί του ποιμένα
2. (κυρίως) εκκλ. σύμβολο της εξουσίας του Χριστού ως υποστηρικτή τών αδυνάτων και προστάτη της δικαιοσύνης και ιδίως ως ποιμένα, οδηγό τών λαών της οικουμένης («ποίμαινε λαόν σου ἐν ῥάβδῳ σου», ΠΔ)
αρχ.
1. το μαγικό ραβδί του Ερμού, της Κίρκης και της Αθηνάς, καθώς και του Άδη, με την οποία αυτός κυβερνούσε τις σκιές τών νεκρών
2. ραβδί με μαντικές ιδιότητες
3. καλάμι κατάλληλο για ψάρεμα, καλάμι αλιευτικό
4. μικρό κλαδί αλειμμένο με ιξό για το κυνήγι μικρών πτηνών, ξόβεργα
5. ο κοντός, το κοντάρι του δόρατος
6. η ράβδος τών ραψωδών
7. ταινία ή, κατ' άλλους, ξύλινο ή μετάλλινο καρφί ή, κατ' άλλους, ραφή («ἔντοσθεν δὲ βοείας ῥάψε θαμειὰς χρυσείης ῥάβδοισι, διηνεκέσιν περὶ κύκλου» Ομ. Ιλ.)
8. νεαρός, τρυφερός βλαστός μερικών δέντρων
9. γραμμή, ταινία ή ράβδωση στο δέρμα ζώων, στο δέρμα ψαριών και σε μερικά υφάσματα
10. ράβδωση κίονα
11. (για ορυκτό) φλέβα («ὥσπερ γὰρ ἐν τοῖς μετάλλοις ῥάβδους», Θεόφρ.)
12. λωρίδα φωτός οφειλόμενη στην ανάκλαση τών ακτινών του Ηλίου
13. (για σταυρό) δοκός, μαδέρι
14. γραμμ. α) σειρά, στίχος
β) είδος κριτικού σημείου σε χειρόγραφο αρχαίου κειμένου παρεμφερούς προς τον οβελό
15. στον πληθ. αἱ ῥάβδοι
δέσμη ράβδων την οποία κρατούσαν οι Ρωμαίοι ραβδούχοι
16. φρ. α) «κατὰ ῥάβδον ἐπέων» — σύμφωνα με το μέτρο τών ποιημάτων (ενν. του Ομήρου)
β) «ῥάβδος κληρονομιάς» — η ράβδος ως μέτρο εκτάσεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ῥάβ-δος ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας wrb- «κάμπτω, λυγίζω», με επίθημα -δος (πρβλ. κέλαδος, κλάδος) και συνδέεται με ta: λιθουαν. virbas «κλάδος, βέργα», ρωσ. verba «λυγαριά» και το λατ. verbera «ράβδος, χτύπημα». Στην ίδια ρίζα εξάλλου ανάγονται πιθανότατα και οι λ. ῥάμνος «είδος φυτού» και ῥαπίς. Η τελευταία άποψη μάλιστα οδήγησε ορισμένους να υποθέσουν ότι η λ. ῥάβδος αποτελεί θεματική μορφή του τ. ῥαπίς που σχηματίστηκε κατ' απόσπαση από το συνθ. ραβδο-φόρος (< ραπιδο-φόρος με συγκοπή του -ι-)].
Mantoulidis Etymological
Ἀπό ρίζα ρα- ἤ ϝρεπ- τοῦ ρέπω, τό δο εἶναι πρόσφυμα.
Παράγωγα: ραβδίζω (=δέρνω μέ τό ραβδί, ράβδινος, ραβδίον (ὑποκορ.), ράβδισμα, ραβδισμός, ραβδιστής, ραβδοῦχος, ραβδοῦμαι, ράβδωμα, ράβδωσις, ραβδωτός, ἀρράβδωτος.