σκηπτοῦχος

From LSJ
Revision as of 15:00, 15 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκηπτοῦχος Medium diacritics: σκηπτοῦχος Low diacritics: σκηπτούχος Capitals: ΣΚΗΠΤΟΥΧΟΣ
Transliteration A: skēptoûchos Transliteration B: skēptouchos Transliteration C: skiptoychos Beta Code: skhptou=xos

English (LSJ)

Dor. σκαπτ-, ον, (σκῆπτον, ἔχω) A bearing a staff, baton, or sceptre as the badge of command, σ. βασιλεύς a sceptred king, Il.2.86, Od.2.231, etc.; ὅς τις σ. εἴη Il.14.93: c. gen., θεῶν σ., of Aphrodite, Orph.H.55.11; [Ἄρης] ἠνορέης σ. h.Mart.6. 2 Subst., wand-bearer, a great officer in the Persian court, generally a eunuch, ἢ τύραννος ἢ σ. Semon.7.69, cf. X.Cyr.7.3.15, 8.1.38, 8.3.15, An.1.6.11; of Scythian princelings, IPE12.32A42 (Olbia, iii B.C.); later, of beadles at Ephesus, BMus.Inscr.4.481*.300, Ephes. 4(1) No.4.

German (Pape)

[Seite 896] das Scepter habend, haltend, d. i. das Zeichen der höchsten Gewalt im Kriege u. im Frieden tragend; dei Hom. Beiwort von βασιλεύς, Il. 2, 86 Od. 2, 231 u. öfter; Eur. I. T. 235. – Am persischen Hofe der Scepterträger, ein hohes Hof- u. Staatsamt, das nur Verschnittene bekleideten, Xen. Cyr. 7, 3, 16. 8, 1, 38 An. 1, 6, 11, etwa Hofmarschall.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui porte un sceptre :
1 roi, chef;
2 chez les Perses grand de l'empire.
Étymologie: *σκῆπτον, ἔχω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκηπτοῦχος -ον [~ σκῆπτρον, ἔχω] Dor. σκᾱπτοῦχος scepter-dragend:; σ. βασιλεύς scepterdragende koning Il. 2.86; met gen. heersend over:. Plut. Rom. 17.6.

Russian (Dvoretsky)

σκηπτοῦχος: дор. σκαπτοῦχος
1) держащий скиптр, властвующий (βασιλεύς Hom.): Ἄρης ἠνορέης σ. HH Арей, верховный властитель мужества;
2) (в Персии) скиптродержец, т. е. высший царедворец (οἱ περὶ τὸν Κῦρον σκηπτοῦχοι Xen.).

English (Autenrieth)

(σκῆπτρον, ἔχω): sceptre-holding, sceptred, epithet of kings; as subst., Il. 14.93.

Spanish

portador del cetro

Greek Monolingual

-ο / σκηπτοῦχος, -ον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σκαπτοῦχος Α
αυτός που φέρει σκήπτρο ή ράβδο ως ένδειξη εξουσίας, ηγεμόνας
μσν.
(στο Βυζ.) προσωνυμία του αυτοκράτορα («σκηπτοῦχε Κομνηνόβλαστε, κάρτιστε κοσμοκράτωρ», Πρόδρ.)
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. ὁ σκηπτοῦχος
α) ανώτερος αξιωματούχος στην περσική αυλή, ο οποίος ήταν, συνήθως, ευνούχος
β) επιστάτης στην Έφεσο
γ) ηγεμονίσκος στη Σκυθία
2. φρ. «θεῶν σκηπτοῦχος»
α) η Αφροδίτη
β) ο Αρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκῆπτον «σκήπτρο», που μαρτυρείται μόνο στον δωρ. τ. σκᾶπτον (πρβλ. σκαπτοῦχος) + -οῦχος (< ἔχω)].

Greek Monotonic

σκηπτοῦχος: Δωρ. σκαπτ-, -ον (σκῆπτον, ἔχω
1. αυτός που κρατάει ραβδί ή σκήπτρο ως χαρακτηριστικό γνώρισμα εξουσίας· σκηπτοῦχος βασιλεύς, ο βασιλιάς που κρατάει σκήπτρο, σε Όμηρ.
2. ως ουσ., ραβδούχος, αξιωματικός της Περσικής αυλής, αυλάρχης, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

σκηπτοῦχος: Δωρ. σκαπτ-, ον, (σκῆπτον, ἔχω) ὁ φέρων ῥάβδον ἢ σκῆπτρον ὡς σημεῖον τῆς ἀρχηγίας, σκ. βασιλεύς, ἔχων σκῆπτρον, σκηπτροφόρος, Ἰλ. Β. 86, Ὀδ. Β. 231, κτλ.· ὅστις σκ. εἴη, Ἰλ. Ξ. 93· μετὰ γεν., σκ. θεῶν, ἐπὶ τῆς Ἀφροδίτης, Ὀρφ. Ὕμν. 54 (55). 11· Ἄρης ἠνορέης σκ. Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἄρην 6. 2) ὡς οὐσιαστ., ὁ φέρων ῥαβδίον, σκῆπτρον, μέγας ἀξιωματικὸς τῆς Περσικῆς αὐλῆς· καθόλου, εὐνοῦχος, ἢ τύραννος ἢ σκ. Σιμωνίδ. Ἰαμβ. 6. 69, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 7. 3, 16., 8. 1, 38., 8. 3, 15, Ἀνάβ. 1. 6, 11.

Middle Liddell

σκῆπτον, ἔχω]
1. bearing a staff or sceptre as the badge of command, σκ. βασιλεύς a sceptred king, Hom.
2. as substantive a wand-bearer, an officer in the Persian court, Xen.

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό σκῆπτρον (=ραβδί) τοῦ σκήπτω + ἔχω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ἔχω καί στό σκήπτω.

Léxico de magia

-ον portador del cetro de Apolo αὐτὸς ἄναξ σκηπτοῦχος, Ἰήιε, κύδιμε Παιάν el propio soberano portador del cetro, Iéios, glorioso Peán P II 82 Μουσάων σκηπτοῦχε, φερέσβιε, δεῦρό μοι ἤδη portador del cetro que conduces a las Musas, dador de vida, ven ahora a mí, ya P II 98 de Tifón κραταιὲ Τυφῶν, τῆς ἄνω σκηπτουχίας σκηπτοῦχε καὶ δυνάστα poderoso Tifón, portador del cetro del poder superior y soberano P IV 180