κατάρα
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
English (LSJ)
[ᾰρ], Ion. κατ-άρη, ἡ, curse, κατάρας ποιέεσθαί τινι to lay curses upon one, Hdt.1.165; ἐποιήσαντο νόμον τε καὶ κατάρην μὴ… θρέψειν κόμην… μηδένα ib.82; ἐκ κατάρης τευ in consequence of... Id.4.30; διδόναι τινὰ κατάρᾳ E.Hec.945 (lyr.), cf. El.1324 (pl., anap.), A.Th.725 (pl., lyr.); opp. εὐχή, Pl.Alc.2.143b (pl.), cf. SIG1241 (Lyttus, iii A.D.), etc.; opp. εὐλογία, Ep.Jac.3.10; κατάραι γίγνονται κατά τινος Plb.23.10.7; τὴν κ. ἀναγράψαι, στηλιτεῦσαι, D.S.1.45, Plu.2.354b; cursing, κ. καὶ λοιδορία Phld.Lib.p.11 O.
German (Pape)
[Seite 1373] ἡ, Verwünschung, Fluch; Aesch. Spt. 707; Eur. Hec. 945; in Prosa, Gegensatz εὐχή, Plat. Alc. II, 143 b; κατάραι γίγνονται κατά τινος Pol. 24, 8, 7, Bekker κατᾶραι.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
imprécation.
Étymologie: κατά, ἀρά.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατάρα -ας, ἡ, Ion. κατάρη [κατά, ἀρά] vervloeking:. ἐποιήσαντο ἰσχυρὰς κατάρας τῷ ὑπολειπομένῳ ἑωυτῶν τοῦ στόλου zij spraken krachtige vervloekingen uit over ieder die zich aan hun expeditie onttrok Hdt. 1.165.2; ἐκ κατάρης τευ vanwege een of andere vloek Hdt. 4.30.1.
Russian (Dvoretsky)
κᾰτάρα: ион. κατάρη (ᾰρ) ἡ проклятие NT: κατάρην ποιεῖσθαί τινι Her. проклинать кого-л.; διδόναι τινὰ κατάρᾳ Eur. предавать кого-л. проклятию.
English (Strong)
from κατά (intensive) and ἀρά; imprecation, execration: curse(-d, ing).
English (Thayer)
κατάρας, ἡ (κατά and ἄρα, cf. German Verfiuchung, Verwünschung (cf. κατά, III:4)); the Sept. chiefly for כְּלָלָה; an execration, imprecation, curse: opposed to εὐλογία to being cursed (which see), γῆ κατάρας ἐγγύς, near by God, i. e. to being given up to barrenness (the allusion is to ὑπό κατάραν εἶναι, to be under a curse, i. e. liable to the appointed penalty of being cursed, ἐξαγοράζειν τινα ἐκ τῆς κατάρας, to redeem one exposed to the threatened penalty of a curse, τέκνα κατάρας, men worthy of execration, ἐγώ κατάρα ἐγενήθην, Protevangelium Jacobi,
c. 3. (Aeschylus, Euripides, Plato, others.)
Greek Monolingual
η (AM κατάρα, Α ιων. τ. κατάρη)
η ευχή να πάθει κάποιος κάτι κακό (α. «την κατάρα μου νά 'χεις» β. «διδόναι τινὰ κατάρα», Ευρ.)
νεοελλ.
1. αξιοθρήνητη κατάσταση, συμφορά, κακή περίσταση («τί κατάρα μάς έχει βρει»)
2. φρ. «γυρίζει σαν την άδικη κατάρα» — περιπλανιέται άσκοπα εδώ κι εκεί
3. παροιμ. «η κατάρα γυρίζει στον νοικοκύρη» — όποιος εύχεται κακό για τον άλλο, το παθαίνει ο ίδιος
αρχ.
άνθρωπος καταραμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. του καταρῶμαι].
Greek Monotonic
κᾰτάρα: [ᾰρ], Ιων. -άρη, ἡ, κατάρα, κατάρην ποιεῖσθαί τινι, καταριέμαι κάποιον, σε Ηρόδ.· διδόναι τινὰ κατάρᾳ, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰτάρα: ᾰρ, Ἰων. -άρη, ἡ, κακὴ ἀρά, ἡ κατά τινος ἀρά, κατάρα, κατάρην ποιεῖσθαί τινι, καταρῶμαί τινα, Ἡρόδ. 1. 165. οὗ ἀντίθετον εἶναι, ἀρὴν ἐποιήσαντο 6. 63· ἐποιήσαντο νόμον τε καὶ κατάρην μὴ θρέψειν κόμην… μηδένα αὐτόθι 82· ἐκ κατάρης τευ, ἕνεκα κατάρας τινός, ὁ αὐτ. 4. 30· διδόναι τινὰ κατάρᾳ Εὐρ. Ἑκ. 944, ἀντίθετον τῷ εὐχή, κατάρᾳ τινὶ ἀλλ’ οὐκ εὐχῇ ὅμοιον Πλάτ. Ἀλκ. 2. 143Β· μᾶλλον ἐκ κατάρας ἢ κατ’ εὐχὴν Ἀριστει. 2. 424, 7· κατάρας ἐγγὺς 1. 214· κατάραι γίγνονται κατά τινος Πολύβ. 24. 8, 7· περιθύμους κ. Αἰσχύλ. Θήβ. 725· μητρὸς φόνιοι κατάραι Εὐρ. Ἠλ. 1324 ἐκ τραγικῆς κατάρας Πλούτ. π. Φιλαδελφ. 483F· τὴν κ. ἀναγράψαι Διόδ. 1. 45· τὴν κ. στηλιτεῦσαι Πλουτ. Ἠθ. 354Β· τύπος κατάρας ἐναντίον τῶν τυμβωρύχων ἀξιομνημόνευτος εἶναι ἡ ἐν Εὐβοϊκῇ ἐπιγραφῇ τοῦ β΄ μ. Χ. αἰῶνος δημοσιευθεῖσα ἐν τῇ Ἀρχαιολ. ἐφημερίδι 1892.
Middle Liddell
a curse, κατάρην ποιεῖσθαί τινι to lay a curse upon one, Hdt.; διδόναι τινὰ κατάρᾳ Eur.
Chinese
原文音譯:kat£ra 卡特-阿拉
詞類次數:名詞(6)
原文字根:向下-咒罵 相當於: (מְאֵרָה) (נָקַב) (קְלָלָה)
字義溯源:咒詛,咒罵;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(ἀρά)*=咒罵)組成。參讀 (ἀνάθεμα)同義字參讀 (ἀρά)同源字
出現次數:總共(6);加(3);來(1);雅(1);彼後(1)
譯字彙編:
1) 咒詛(4) 加3:13; 加3:13; 來6:8; 雅3:10;
2) 被咒詛的(1) 彼後2:14;
3) 咒詛的(1) 加3:10
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό καταρῶμαι → κατά + ἀράομαι -ἀρῶμαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Τό ἀρῶμαι ἀπό τό ἀρά καί τό ἀρά ἀπό τό αἴρω.