παρακούω

From LSJ
Revision as of 11:56, 4 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind

Menander, Monostichoi, 530
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρᾰκούω Medium diacritics: παρακούω Low diacritics: παρακούω Capitals: ΠΑΡΑΚΟΥΩ
Transliteration A: parakoúō Transliteration B: parakouō Transliteration C: parakoyo Beta Code: parakou/w

English (LSJ)

A hear beside, esp. hear accidentally, hear talk of, Δημοκήδεος τὴν τέχνην Hdt.3.129; ἀξίων λόγου πραγμάτων Pl.Ep.339e; παρακήκοα νῦν ὅτι τίκτει AP 5.74 (Rufin.).
II eavesdrop, overhear from, δεσποτῶν ἅττ' ἂν λαλῶσι Ar.Ra.750; τι παρά τινος Pl. Euthd.300d; π. τινός overhear him, Luc.Merc.Cond.37; π. τὸν λόγον Ev.Marc.5.36.
III hear imperfectly or wrongly, misunderstand, ἀκούειν τι τοῦ λόγου, παρακούειν δέ Arist.EN1149a26, cf. Pl.Prt. 330e, Tht.195a, Phld.Mus.p.102 K., Ceb.3, Luc.Anach.31; ἑκουσίως π. D.S.30.8.
IV hear carelessly, take no heed of, τῆς παραγγειλάσης φύσεως Epicur.Fr.200; τῶν γραφομένων Plb.24.9.1, cf. Luc.Salt.6, etc.; τῶν ἐντολῶν LXX To.3.4; τῶν λεγομένων Plb.7.12.9 (but τὰ λεγόμενα LXX Es.3.3).
2 c. gen. pers., PHib.1.170 (iii B.C.), Plb.2.8.3,3.15.2, Ev.Matt.18.17:—Pass., to be disregarded, Plb.5.35.5; περί τινος Id.30.20.2, prob. cj. in 23.3.3.
3 disobey, τοῦ θεοῦ J.AJ1.10.4: abs., LXX Is.65.12, J.AJ1.1.4, Luc.Sat.10:—Pass., J.AJ6.7.4.
4 pretend not to hear, Plu.Phil.16, Luc Jud.Voc.2.

German (Pape)

[Seite 485] (s. ἀκούω,) dabei oder daneben hören, τινός, Sp.; ein wenig, unvollständig hören, unvollständig erfahren, τέχνην, Her. 3, 129; – heimlich hören, aushorchen, καὶ παρακούων δεσποτῶν ἅττ' ἂν λαλῶσι, Ar. Ran. 749; παρ' αὐτῶν ταῦτα παρακηκόει, Plat. Euthyd. 300 d; τῶν λόγων, Ael. V. H. 5, 9; Luc. de merc. cond. 37 u. a. Sp. – Auch verhören, falsch hören, neben παρορᾶν u. παρανοεῖν, Plat. Theaet. 195 a; im Gegensatz von ὀρθῶς ἀκούειν, Prot. 330 e; Arist. u. Folgde, falsch verstehen, οἱ παρακούσαντες αὐτοῦ τῶν λόγων καὶ μὴ συνέντες, Ath. XIII, 565 d; vgl. noch Pol. εὐήθως καὶ παραλόγως ἀεὶ τοῦ Κλεομένους παρήκουε, 3, 35, 6, schlecht hören; daher im Gegensatz von προσέχειν, Ceb. tabul. 3; – auch = nicht hören wollen, πλεονάκις αὐτῶν παρακηκοότες τότε πρεσβευτὰς ἀπέστειλαν, Pol. 3, 15, 2; παρακουστέον neben ἀφροντιστέω, Muson. in Stob. Floril. 79, 51; ungehorsam sein, im Gegensatz von πειθαρχέω, τινός, Pol. 26, 2, 1; τοῦ ἐπιτάγματος, Luc. Caucas. 2. – Auch pass. παρακουόμενος, nicht gehört, unerhört, Pol. 5, 35, 5; περί τινος, 30, 18, 2.

French (Bailly abrégé)

I. entendre auprès de ou en passant, particul. entendre parler de qch par hasard, apprendre accidentellement, acc.;
II. entendre à la dérobée ; τί τινος, recueillir furtivement qqe parole de qqn ; τινος entendre dire qch à la dérobée;
III. entendre mal ou à demi, d'où
1 faire semblant de ne pas entendre, gén.;
2 ne pas écouter, refuser d'obéir, gén..
Étymologie: παρά, ἀκούω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρ-ακούω toevallig horen: met acc..; παρακούσας … Δημοκήδεος τὴν τέχνην die toevallig gehoord had van de kunde van Democedes Hdt. 3.129.3; ook met gen.. π. ἀξίων λόγου πραγμάτων zaken die de moeite waard zijn opvangen Plat. Epist. 339e. afluisteren, met gen.: π. δεσποτῶν meesters afluisteren Aristoph. Ran. 750. misverstaan, niet willen luisteren naar, met gen.: ἀκούειν μέν τι τοῦ λόγου, παρακούειν δέ wel enigszins naar het verstand te luisteren, maar niet goed Aristot. EN 1149a26; ἐὰν δὲ καὶ τῆς ἐκκλησίας παρακουσῇ als hij ook niet naar de kerk wil luisteren NT Mt. 18.17; παρακοῦσαι τῶν ἁμαρτανομένων de fouten niet willen horen Plut. Phil. 16.2.

Russian (Dvoretsky)

παρᾰκούω: (fut. παρακούσομαι)
1 слышать вскользь (мимоходом), узнавать понаслышке, прослышать (τι Her. и τινός Plat.);
2 подслушивать (τί τινος Arph. и τι παρά τινος Plat.);
3 ослышаться, недослышать, плохо (превратно) понять: τὰ μὲν ἄλλα ὀρθῶς ἤκουσας, ὅτι δὲ καὶ ἐμὲ οἴει εἰπεῖν, τοῦτο παρήκουσας Plat. (все) остальное ты слышал правильно, но насчет того, будто и я это говорил, это тебе послышалось;
4 невнимательно слушать, пропускать мимо ушей (τινός Polyb., Plut. и περί τινος Polyb.);
5 не слушать(ся), не подчиняться (τινός Polyb., Luc., NT).

English (Strong)

from παρά and ἀκούω; to mishear, i.e. (by implication) to disobey: neglect to hear.

English (Thayer)

1st aorist παρήκουσα;
1. to hear aside i. e. casually or carelessly or amiss (see παρά, IV:2) (often so in classical Greek; on the frequent use of this verb by Philo see Siegfried, Philo van Alex. as above with (1875), p. 106).
2. to be unwilling to hear, i. e. on hearing to neglect, to pay no heed to (with a genitive of the person, Polybius 2,8, 3; 3,15, 2); contrary to Greek usage (but cf. Plutarch, Philop. § 16,1 καί παριδεῖν τί καί παρακουσαι τῶν ἁμαρτανομενων, de curios. § 14 πείρω καί τῶν ἰδίων ἐνια παρακουσαι πότε καί παριδεῖν, with an accusative, τόν λόγον, T WH Tr text (others, 'overhearing the word as it was being spoken'; cf. Buttmann, 302 (259)); to refuse to hear, pay no regard to, disobey: τίνος, what one says, τά ὑπό τοῦ βασιλέως λεγόμενα, Esther 3:3).

Greek Monolingual

ΝΜΑ
1. ακούω άλλο αντί άλλου, ακούω κάτι διαφορετικά από ό,τι λέγεται, ακούω κάτι εσφαλμένα («παρορῶσί τε καὶ παρακούουσι καὶ παρανοοῦσι πλεῖστα», Πλάτ.)
2. αντιλαμβάνομαι πλημμελώς, παρανοώ
3. επιδεικνύω απείθεια, ανυπακοή σχετικά με εντολή που μού δόθηκε, απειθώ
αρχ.
1. πληροφορούμαι κάτι τυχαία, από φήμες
2. μόλις ακούω κάποιον να λέει κάτι, μόλις παίρνουν τ' αφτιά μου κάτι («παρακούσας τοῦ δεσπότου προδραμών... ἀπέρχεται», Λουκ.)
3. ακούω χωρίς να προσέχω, αδιάφορα
4. (κατ' επέκτ.) αδιαφορώ για κάτι («παρακούειν τῶν γραφομένων», Πολ.)
5. προσποιούμαι ότι δεν ακούω, κωφεύω
6. παθ. παρακούομαι
περιφρονούμαι, δεν εισακούομαι.

Greek Monotonic

παρᾰκούω: μέλ. -ακούσομαι, παρακ. -ακήκοα·
I. ακούω κατά τύχη, ιδίως ακούω τυχαία, ακούω να γίνεται λόγος, με αιτ., σε Ηρόδ.
II. κρυφακούω, τί τινος, σε Αριστοφ.· τι παρά τινος, σε Πλάτ.
III. ακούω όχι εντελώς ή λανθασμένα, παρανοώ, παρεξηγώ, στον ίδ.
IV.ακούω χωρίς προσοχή, παρακούω, με γεν., σε Καινή Διαθήκη

Greek (Liddell-Scott)

παρακούω: μέλλ. -ακούσομαι˙ - ἀκούω κατά τύχην, «ἀ­κού­ω νά γίνηται λόγος», Δημοκήδεος την τέχνην Ἡρόδ. 3. 129 ἀξίων λόγου πραγμάτων Πλάτ. Ἐπιστ. 339 Ε˙ παρακήκοα νῦν ὅτι τίκτει Ἀνθ. Π. 5. 75. ΙΙ. ἀκούω ἐπακροώμενος λάθρα, παρα­κούων δεσποτῶν ἅττ’ ἅν λαλῶσι; Ἀριστοφ. Βάτρ. 750˙ τι παρά τινος Πλάτ. Εὐθύδ. 300D˙ παρακούσας τοῦ δεσπότου Λουκ. ἐπί Μισθ. Συνόντ. 37. ΙΙΙ. ἀκούω ἀτελῶς ἢ ἐσφαλμένως, παρανοῶ, ἀκούειν τι, παρακούειν δέ, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 6, 1, πρβλ. Πλάτ. Πρωτ. 330Ε, Θεαίτ. 195Α, Κέβητος Πίναξ 3. IV. δὲν δίδω προσοχήν, παρακούω, μὴ πειθαρχεΐν… ἀλλὰ παρακούειν Πολύβ. 26. 2, 1, κτλ. ˙ περί τινος ὁ αὐτ. 30. 18, 2˙ ὡσαύτως, προσποιοῦμαι ὅτι δὲν ἀκούω, ὁ αὐτ. 3. 15, 2, Πλουτ. Φιλοπ. 16. - Παθ., ἀκούομαι οὐχὶ μετὰ προσοχῆς, δὲν προσέχουσιν εἰς ἐμέ, δὲν ὑπακούομαι, Πολύβ. 5. 35, 5. 2) μετὰ γεν. προσ., ὀ αὐτ. 2. 8, 3, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιη΄, 17˙ μετὰ γενικ. πράγμ., Πολύβ. 7. 11, 9. -Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 115.

Middle Liddell

fut. -ακούσομαι perf. -ακήκοα
I. to hear beside, esp. to hear accidentally, to hear talk of, c. acc., Hdt.
II. to hear underhand, overhear from, τί τινος Ar.; τι παρά τινος Plat.
III. to hear imperfectly or wrongly, misunderstand, Plat.
IV. to hear carelessly, take no heed to, c. gen., NTest.

Chinese

原文音譯:parakoÚw 爬而阿枯哦
詞類次數:動詞(2)
原文字根:在旁-聽見 相當於: (עָבַר‎)
字義溯源:誤聽,從旁聽見,不服從,不願聽,不聽;由(παρά)*=旁)與(ἀκουστός / ἀκούω)*=聽見)組成
出現次數:總共(3);太(2);可(1)
譯字彙編
1) 他⋯不聽(1) 太18:17;
2) 從旁聽見(1) 可5:36;
3) 不聽(1) 太18:17

Translations

disobey

Ancient Greek: ἀπειθέω, παρακούω; Arabic: عَصَى‎; Belarusian: не паслухацца, не паслухаць, не падпарадкавацца; Bulgarian: не се подчинявам; Catalan: desobeir; Danish: nægte; Dutch: niet gehoorzamen; Esperanto: malobei; Finnish: kieltäytyä tottelemasta, olla tottelematon; French: désobéir; German: missachten, nicht gehorchen; Greek: απειθώ, παρακούω; Haitian Creole: dezobeyi; Italian: disubbidire; Latin: inoboedio; Maori: takahi, whakatīhoihoi, whakahoihoi, tīhoihoi; Oromo: diduu; Polish: nie słuchać; Portuguese: desobedecer, desacatar; Quechua: llamkay; Scottish Gaelic: rach an aghaidh, eas-ùmhlaich; Spanish: desobedecer, insubordinarse, indisciplinarse, desacatar; Swahili: kuasi