ἄβυσσος
ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning
English (LSJ)
ἄβυσσον,
A bottomless, unfathomed, πηγαί Hdt.2.28; ἄτης ἄβυσσον πέλαγος A.Supp.470; χάσματα E.Ph.1605; λίμνη Ar.Ra.137: generally, unfathomable, boundless, abysmal, πλοῦτος A.Th.948; ἀργύριον Ar. Lys.174; φρένα Δίαν καθορᾶν, ὄψιν ἄβυσσον A.Supp.1058.
II ἡ ἄβυσσος = the great deep, LXX Ge.1.2, etc.: the abyss, underworld, Ev. Luc.8.31, Ep.Rom.10.7, Apoc.9.1, etc.; the infinite void, PMag.Par. 1.1120, cf. PMag.Lond.121.261.
Spanish (DGE)
-ον
• Morfología: [voc. ἄβυσσε PMag.62.29]
I 1insondable, que no tiene fondo αἱ ἄβυσσοι ... πηγαὶ τοῦ Νείλου Hdt.2.28, Ταρτάρου ... εἰς ἄβυσσα χάσματα E.Ph.1605, ἄτης ἄβυσσον πέλαγος A.Supp.470, λίμνη Ar.Ra.138
•abisal ὕλης οὐρανίης <τε> καὶ ἀστερίης καὶ ἀβύσσου Orph.Fr.843.
2 fig. insondable, infinito γᾶς πλοῦτος ἄβυσσος una riqueza sin fondo, consistente en tierra (irón.), A.Th.949, ἀργύριον Ar.Lys.174, ὄψις A.Supp.1058, πλῆθος Dam.in Prm.189, ὕλη Procl.in Ti.1.175.19.
II subst.
1 τὸ ἄβυσσον = abismo κατῆλθες μέλαν Πλουτέως ἄβυσσον epigr. en D.L.4.27.
2 ἡ ἄβυσσος, αἱ ἄβυσσοι = el abismo, lo profundo, el mundo subterráneo y primigenio frec. op. al cielo y la tierra σκότος ἐπάνω τῆς ἀβύσσου LXX Ge.1.2, ἄνοιγε Ὄλυμπε ... ἄνοιγε ἄβυσσε PMag.l.c., cf. 31, 7.261
•visto como un submundo consistente en agua αἱ πηγαὶ τῆς ἀβύσσου LXX Ge.7.11, 8.2, LXX De.8.7, cf. Corp.Herm.3.1, 16.5, PMag.4.1120, T.Leu.3.9, Cat.Cod.Astr.8(2).173.29
•residencia de los muertos, LXX Ps.106.26, Ep.Rom.10.7, de los espíritus rebeldes Eu.Luc.8.31, cf. Apoc.20.3, ἡ ἄβυσσος τῶν κακῶν Gr.Nyss.Paup.1.106.24, del Anticristo Apoc.11.7, de Abadón ἄγγελος τῆς ἀβύσσου Apoc.9.11.
3 ἡ ἄβυσσος = profundidad, inmensidad ἡ τῆς διδασκαλίας ἄβυσσος Gr.Nyss.M.46.836C.
• Etimología: *βύθιος, c. ἀ- priv.
German (Pape)
[Seite 5] 1) grundlos, vom Wasser, Νείλου πηγαί Her. 2, 28; λίμνη Aristoph. Ran. 137; Ταρτάρου χάσματα Eur. Phoen. 1599; übertr., ἄτης πέλαγος Aesch. Suppl. 465; πέλαγος ἀβύσσων πραγμάτων Luc. Astrol. 15; unermeßlich, πλοῦτος Aesch. Spt 931; ὄψις Suppl. 1044; ἀργύριον Aristoph. Lys. 174. – 2) ἡ ἄβυσσος, N.T., der Abgrund, die Hölle.
French (Bailly abrégé)
ον, ον :
sans fond, d'une profondeur immense;
NT: l'Abysse : séjour des démons et esprits mauvais ; séjours des morts.
Étymologie: ἀ, βυσσός.
Russian (Dvoretsky)
ἄβυσσος:
I
1 бездонный (πέλαγος Aesch.; Νείλου πηγαί Her.; λίμνη Arph.; Ταρτάρου χάσματα Eur.);
2 безмерный, бесчисленный, несметный (πλοῦτος Aesch.; ἀργύριον Arph.);
3 непостижимый, неисповедимый (ὄψις, sc. Διός Aesch.; πράγματα Luc.).
II ἡ бездна NT.
Greek (Liddell-Scott)
ἄβυσσος: -ον, ἄνευ βυθοῦ, πυθμένος, μὴ μετρηθεὶς τὸ βάθος. ― Νείλου πηγαί, Ἡρόδ. 2. 28. ― ἄτης ἄβυσσον πέλαγος Αἰσχύλ. Ἱκ. 470. Συνήθως = ἀμέτρητος, ἀπέραντος, ἀχανής, ἄπειρος, ὡς τὸ βαθύς· ― ἄβ. πλοῦτος. Αἰσχύλ. Θ. 950. ἀργύριον. Ἀριστοφ. Λυσ. 174· φρένα Δίαν καθορᾶν, ὄψιν ἄβυσσον. Αἰσχύλ. Ἱκ. 1059· ― λίμνη, Ἀρ. Βάτ. 131· ― χάσματα, Εὐρ. Φοιν. 1599· πέλαγος, ἀβ. πραγμάτων, Λουκ. ἀστρολ. 15. ΙΙ. ἡ ἄβυσσος, ὡς παρ’ ἡμῖν ἡ θάλασσα. Ἑβδ. (Ἡσ. μδ΄ 27)· ἡ κόλασις, ὁ ᾅδης. Εὐαγ. Λουκ. η΄ 31. Ἀποκάλ. θ΄ 1 κτλ. (περὶ τῆς ῥίζης ἴδ. βαθύς).
English (Abbott-Smith)
ἄβυσσος, -ον (Ion. βυσσός = βυθός),
1.in cl., boundless, bottomless (e.g. ἄ. πέλαγος, ἄ. πλοῦτος Æsch.).
2.[In LXX (for תְּהוֹם, Ge 1:2, al.; exc. Is 44:27, Jb 41:22 for צוּלָה, מְצוּלָה, Jb 36:16 for רַחַב) and] NT, as subst. (MM, VGT, s.v.), ἡ ἄ. (sc. χώρα), the abyss;
(a)of the sea (Ge 1:2);
(b)of the underworld, as the abode of the dead: Ro 10:7 (a paraphrase of De 30:13 LXX); as the abode of demons, Lk 8:31, Re 9:1, 2, 11, 11:7, 17:8, 20:1, 3 (Cremer, 2). †
English (Strong)
from Α (as a negative particle) and a variation of βυθός; depthless, i.e. (specially) (infernal) "abyss": deep, (bottomless) pit.
English (Thayer)
in classic Greek an adjective, (ος, (from ὁ βύσσος equivalent to βυθός), bottomless (so perhaps in unbounded (πλοῦτος ἄβυσσος, Aeschylus, the Sept. (931) 950). in the Scriptures ἡ ἄβυσσος (the Sept. for תְּהום) namely, χώρα, the pit, the immeasurable depth, the abyss. Hence, of 'the deep' sea: ἐκ τῶν ἀβύσσων τῆς γῆς, Euripides, Phoen. 1632 (1605) ταρτάρου ἄβυσσα χάσματα, Clement of Rome, 1 Corinthians 20,5 [ET] ἀβύσσων ἀνεξιχνίαστα κλίματα, ibid. 59,3 [ET] ὁ ἐπιβλέπων ἐν ταῖς ἀβύσσοις, of God; (Act. Thom.32ὁ τήν ἄβυσσον τοῦ ταρτάρου οἴκων, of the dragon)), both as the common receptacle of the dead, Diogenes Laërtius 4 (5) 27 κατῆλθες εἰς μέλαιναν Πλουτέως ἄβυσσον. Cf. Knapp, Scripta var. Arg., p. 554 f; (J. G. Müller, Philo's Lehre von der Weltschöpfung, p. 173 f; B. D. American edition under the word Smith's Bible Dictionary, Deep).
Greek Monotonic
ἄβυσσος: -ον, I. αυτός που δεν έχει τέλος, δεν έχει τέρμα, απύθμενος, ανεξερεύνητος, σε Ηρόδ.· γενικά, αμέτρητος, αχανής, απέραντος, άπειρος, σε Αισχύλ.
II. ἡ ἄβυσσος, το μεγάλο χάσμα, η άβυσσος, ο απύθμενος λάκκος, σε Καινή Διαθήκη (για τη ρίζα βλ. βαθύς).
Frisk Etymological English
See also: βυθός
Middle Liddell
[For the Root, v. βαθύς.]
I. with no bottom, bottomless, unfathomed, Hdt.; generally, unfathomable, enormous, Aesch.
II. ἡ ἄβυσσος, the great deep, the abyss, bottomless pit, NTest.
Chinese
原文音譯:¥bussoj 阿-畢所士
詞類次數:形容詞,名詞(9)
原文字根:同時地-淹沒 相當於: (תְּהֹום)
字義溯源:無底的,深不可測的,深淵,陰間;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不,無)與(βυθός)=深)組成;其中 (βυθός)出自 (βάθος)=深奧, (βάθος)出自 (βαθύς)=極深的, (βαθύς)出自 (βάσις)=腳步,而 (βάσις)出自 (βαθύς)X*=行走。這字本意是深,深到一個地步,有如無底似的深。新約九次使用這字,除了羅馬書一次繙為陰間外,其餘八次都繙為無底坑(或:無底)。主回來時,撒但要被捆綁扔在無底坑裏一千年( 啓20:1,2)。此外,這字的音譯:阿畢所士,也是一個原始神的名字。
同義字:1) (ἄβυσσος)無底的 2) (ᾅδης)陰間 3) (βάθος)深奧 4) (βυθός)深,深海 4) (γέεννα)欣嫩子谷,地獄
出現次數:總共(9);路(1);羅(1);啓(7)
譯字彙編:
1) 無底坑(6) 路8:31; 啓9:11; 啓11:7; 啓17:8; 啓20:1; 啓20:3;
2) 無底(2) 啓9:1; 啓9:2;
3) 陰間(1) 羅10:7
Mantoulidis Etymological
(=αὐτός πού δέν ἔχει βυθό, ἀμέτρητος, ἀνεξιχνίαστος). Ἀπό τό α στερητ. + βυσσός (=ἀρχαιότερος τύπος τοῦ βυθός, ὁ πυθμένας τῆς θάλασσας).
Translations
abyss
Ancient Greek: ἄβυσσος; Arabic: هَاوِيَة, هُوَّة; Bashkir: упҡын; Bulgarian: бездна, пропаст; Catalan: abisme; Chinese Mandarin: 深淵/深渊; Czech: propast, hlubina; Danish: afgrund; Dutch: afgrond, ravijn; Esperanto: abismo; Finnish: kuilu, syöveri, kurimus; French: précipice, abysse, abîme, gouffre; Georgian: უფსკრული; German: Abgrund; Gothic: 𐌰𐍆𐌲𐍂𐌿𐌽𐌳𐌹𐌸𐌰; Greek: άβυσσος; Ancient Greek: ἄβυσσος, ἄβυθος; Hungarian: szakadék; Igbo: mgbùlùgùdù; Interlingua: abysso, abysmo; Irish: aibhéis; Old Irish: abis; Italian: abisso; Latin: abyssus, vorago; Maori: tōrere, poka tōrere, tomoau, tomoau, tomoau, waro; Navajo: doo nihonítʼį́ʼgóó ahoodzą́; Norwegian: avgrunn; Occitan: abisme; Old English: neowolnes; Persian: مغاک; Polish: otchłań, przepaść; Portuguese: abismo; Romanian: abis, adânc, adâncime, prăpastie, hău; Russian: бездна, пропасть, пучина; Serbo-Croatian Cyrillic: бѐздан; Roman: bèzdan, pònor; Slovene: brezno; Spanish: abismo, sima; Swedish: djup, avgrund, bråddjup; Tamil: பாதாளம்; Ukrainian: безодня, прі́рва, пучина; West Frisian: ôfgrûn; Yiddish: תּהום