παράκειμαι

From LSJ
Revision as of 21:57, 24 November 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράκειμαι Medium diacritics: παράκειμαι Low diacritics: παράκειμαι Capitals: ΠΑΡΑΚΕΙΜΑΙ
Transliteration A: parákeimai Transliteration B: parakeimai Transliteration C: parakeimai Beta Code: para/keimai

English (LSJ)

poet. πάρκειμαι Pi. (v. infr.):
A Ep. impf. παρεκέσκετο Od.14.521:—used as Pass. to παρατίθημι, lie beside or lie before, ἔτι καὶ παρέκειτο τράπεζα Il.24.476; ὀϊστόν, ὅ οἱ παρέκειτο τραπέζῃ Od.21.416, cf. Pherecr. 108.17, Telecl.1.7, etc.; ἡ παρακειμένη τροφή Arist.HA599a25: generally, to be at hand, be available, οἷα τέκτοσιν ἡμῖν ὕλη παράκειται Pl.Ti.69a; to be adjacent, c. dat., PTeb.74.56 (ii B. C.): metaph., ὑμῖν παράκειται ἐναντίον ἠὲ μάχεσθαιφεύγειν = the choice is before you, to fight or flee, Od.22.65; ἔρδειν… ἀμηχανίη παράκειται Thgn.685; ἅμα παρακεῖσθαι λύπας τε καὶ ἡδονάς lie side by side, Pl. Phlb.41d: freq. in part., Ἀΐδᾳ παρακείμενος lying at death's door, S. Ph.861 (lyr.); παρκείμενον τέρας the present marvel, Pi.O.13.73; τὸ παρκείμενον the present, Id.N.3.75; ἱκανὰ τὰ κακὰ καὶ τὰ παρακείμενα Ar.Lys.1048; τὰ π. ὕδατα PTeb.61(b).132 (ii B. C.); τὰ παρακείμενα, also, dishes on table, Amphis 30.6; κλίνην… παρακειμένην τε τὴν τράπεζαν Diod. Com.2.10; ἡ παρακείμενη πύλη the nearest gate, Plb.7.16.5; ἐν μνήμῃ παρακείμενα things present in memory, Pl.Phlb.19d; under discussion, λόγος Phld.Sign.16; obvious, Id.Rh.1.3,6 S.; to be closely connected with, παράκεινται τῇ μαθηματικῇ θεωρίᾳ ἥ τε θεολογικὴ ἐπιστήμη καὶ ἡ φυσική lamb.Comm.Math.28.
b in legal phrases, to be attached or be appended, of documents, BGU889.15 (ii A. D.); to be noted, be scheduled, PTeb.27.7 (ii B. C.); to be preserved in a register or archive, PSI5.454.18 (iv A. D.), etc.
2 press on, urge, c. dat., πυκνότερον ἡμῖν παρακείμενοι LXX 3 Ma.7.3, cf. Plb.5.34.7.
3 metaph., lie prostrate, of absolute subjection, π. πρὸ προσώπου σου LXX Ju.3.3.
4 to be permissible, Hp.Dent.15.
II in Gramm., etc.:
1 to be laid down, be mentioned in textbooks, τὰ σημεῖα οὐ παράκειται Philum. Ven.29; simply, to be cited, ἐκ τῶν Θεοφράστου Sch.Ar.Pl.720.
2 ὁ παρακείμενος (sc. χρόνος) the perfect tense, A.D.Synt.205.15.
3 ἀντίφρασίς ἐστι λέξις… διὰ τοῦ π. τὸ ἐναντίον παριστῶσα, ex adjecto, as when the Furies are called Eumenides, Trypho Trop.2.15, cf. Ps.-Plu. Vit.Hom. 25.
4 of words, to be joined by juxtaposition (not composition, cf. παράθεσις 1.2), A.D.Synt.330.26, al.
5 to be interpolated, Gal. 18(1).58.

German (Pape)

[Seite 482] (s. κεῖμαι), daneben, dabei, an der Seite liegen, daneben gesetzt sein, stehen; τράπεζα, Il. 24, 476; ὀϊστόν, ὅς οἱ παρέκειτο, Od. 21, 416; u. in der Iterativform, παρεκέσκετο, 14, 521; übertr., ὑμῖν παράκειται ἠὲ μάχεσθαι ἢ φεύγειν, euch liegt die Wahl vor, zu kämpfen oder zu fliehen, 22, 65; παρκείμενον τέρας, Pind. Ol. 13, 103; Ἀΐδᾳ παρακείμενος, Soph. Phil. 849; ἕτοιμον ἀεὶ παρακείμενον ἐκμαγεῖον, Plat. Tim. 72 c; Sp., ἡ παρακειμένη πύλη, das benachbarte, nächste Thor, Pol. 7, 16, 5, öfter; – übertr., ἐν μνήμῃ παρακείμενα, im Gedächtniß bewahrt, Plat. Phil. 19 d; – τὰ παρακείμενα, das Vorgesetzte, die aufgetragenen Speisen, Pol. 3, 57, 8, Ath. IV, 157 a u. A. – Bei den Gramm. ist ὁ παρακείμενος, sc. χρόνος, tempus perfectum; τὰ παρακείμενα durch παράθεσις, nicht σύνθεσις verbundene Wörter, Gramm.

French (Bailly abrégé)

I. être couché auprès de, d'où
1 être placé auprès de, τινι;
2 être placé à portée ou devant ; τὰ παρακείμενα PLUT les mets servis ; ὑμῖν παράκειται avec l'inf. OD il est à votre disposition de, il dépend de vous de;
3 être présent ; t. de gramm. ὁ παρακείμενος (χρόνος) le parfait;
II. se rattacher à, être en relation étroite avec.
Étymologie: παρά, κεῖμαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρά-κειμαι, gebr. als pass. bij παρατίθημι; poët. ook παρκειμ -; imperf. iter. παρεκέσκετο liggen naast, in de buurt liggen van, met dat. aanwezig zijn, ter beschikking staan, klaar staan:; ἐν μνήμῃ παρακείμενα zaken die in het geheugen liggen Plat. Phlb. 19d; τὸ γὰρ θέλειν παράκειταί μοι want de wil is in mij aanwezig NT Rom. 7.18; ptc.:; τὸ παρκείμενον het heden Pind.; τὰ παρακείμενα de gereedstaande spijzen Luc. 17.42; overdr.: ὑμῖν παράκειται ἐναντίον ἠὲ μάχεσθαι ἢ φεύγειν aan jullie de keuze te strijden of te vluchten Od. 22.65.

Russian (Dvoretsky)

παράκειμαι: поэт. πάρκειμαι
1 лежать возле, находиться рядом или быть близким (τραπέζῃ Hom.): ἡ παρακειμένη πύλη Polyb. ближайшие ворота;
2 быть смежным, граничить друг с другом: ἅμα παρακεῖσθαι λύπας τε καὶ ἡδονάς Plat. (ты видишь, что) страдания и наслаждения существуют совместно;
3 быть в наличии, находиться в распоряжении: ὑμῖν παράκειται ἠὲ μάχεσθαι ἢ φεύγειν Hom. перед вами выбор - сражаться или бежать; τὰ παρακείμενα (см. παράθεσις 4) Polyb. поданные на стол кушанья; τὰ κακὰ τὰ παρακείμενα Arph. теперешние несчастья; τὸ παρκείμενον Pind. настоящее; ἐν μνήμῃ παρακείμενα Plat. находящееся в памяти рядом; ὁ παρακείμενος (sc. χρόνος) грам. прошедшее совершенное (perfectum); τὰ παρακείμενα (см. παράθεσις 9) грам. словосочетания (в отличие от словосложений - συνθέσεις); τὸ παρακείμενον Plut. заместительное слово (напр. Εὐμενίδες вм. Ἐρινύες).

English (Autenrieth)

ipf. παρέκειτο, iter. παρεκέσκετο: lie by or near, be placed or stand by or before, Od. 21.416, Od. 14.521; met., ὑμῖν παράκειται, ‘ye have the choice,’ Od. 22.65.

English (Slater)

παράκειμαι lie beside παρκείμενον δὲ συλλαβὼν τέρας (O. 13.73) met., ἐλᾷ δὲ καὶ τέσσαρας ἀρετὰς ὁ θνατὸς αἰών, φρονεῖν δ' ἐνέπει τὸ παρκείμενον (ὡς δεῖ περὶ τοῦ παρόντος φροντίζειν Σ.) (N. 3.75)

English (Strong)

from παρά and κεῖμαι; to lie near, i.e. be at hand (figuratively, be prompt or easy): be present.

English (Thayer)

(παρά and κεῖμαι); to lie beside (παρά, IV:1), to be near (from Homer down); to be present, at hand: Romans 7:18 (where see Meyer), 21.

Greek Monolingual

ΝΑ και ποιητ. πάρκειμαι Ν
(κυριολ. και μτφ.) βρίσκομαι κοντά σε κάποιον ή ενώπιον κάποιου
αρχ.
1. ασκώ βία σε κάποιον, εξαναγκάζω κάποιον
2. παρεμβάλλομαι
3. είμαι επιτρεπτός
4. είμαι διαθέσιμος
5. γραμμ. α) αναφέρομαι, μνημονεύομαι σε κείμενα
β) (για λ.) συντίθεμαι σε παράθεση και όχι σε σύνθεση
6. μτφ. α) είμαι πεσμένος μπρούμυτα μπροστά σε κάποιον δηλώνοντας έτσι την πλήρη υποταγή μου σε αυτόν
β) (ιδίως η μτχ.) παρακείμενος, -ένη, -ον
i) γραμμ. βλ. παρακείμενος
ii) αυτός που φυλάσσεται, διατηρείται («ἐν μνήμῃ παρακείμενα», Πλάτ.)
7. (το ουδ. μτχ.) τὸ παρακείμενον
το παρόν.

Greek Monotonic

παράκειμαι: ποιητ. πάρ-κειμαι· Επικ. γʹ ενικ. παρατ. παρεκέσκετο· χρησιμ. ως Παθ. αντί παρατίθημι, βρίσκομαι δίπλα ή μπροστά, σε Όμηρ.· μεταφ., ὑμῖν παράκειται ἐναντίον ἠὲ μάχεσθαι ἢ φεύγειν, η επιλογή βρίσκεται μπροστά σου, να πολεμήσεις ή να φύγεις, σε Ομήρ. Οδ.· στη μτχ. αυτός που βρίσκεται δίπλα, παρακείμενος, παρών, σε Πίνδ.

Greek (Liddell-Scott)

παράκειμαι: ποιητ. πάρκειμαι· Ἐπικ. παρατατ. παρεκέσκετο Ὀδ. Ξ. 521· - ἐν χρήσει ὡς παθ. τοῦ παρατίθημι, κεῖμαι πλησίον ἢ ἐνώπιόν τινος, ἔτι καὶ παρέκειτο τράπεζα Ἰλ. Ω. 476· ὀϊστόν, ὃς οἱ παρέκειτο τραπέζῃ Ὀδ. Φ. 416 οὕτω παρ’ Ἀττ., Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσι» 1. 17, παράκειντ’ ἐπὶ ταῖσι τραπέζαις Τηλεκλείδης ἐν «Ἀμφικτύοσι» 1. 7, Πλάτ., κλ.· - μεταφορ., ὑμῖν παράκειται ἐναντίον ἠὲ μάχεσθαι ἢ φεύγειν, κεῖται πρὸ ὑμῶν νὰ ἐκλέξητε ἢ τὴν μάχην ἢ τὴν φυγήν, «πρόκειται εἰς αἵρεσιν» (Σχόλ.), Ὀδ. Χ. 65· ἔρδειν ... ἀμηχανίη παράκειται Θέογν. 685· ἅμα παρακεῖσθαι λύπας τε καὶ ἡδονάς, πλησίον ἀλλήλων, Πλάτ. Φίληβ. 41· - συχν. κατὰ μετοχ., ᾍδᾳ παρακείμενος, κείμενος πλησίον τοῦ ᾍδου, παρὰ τὴν θύραν τοῦ θανάτου, (ἄμεινον: Ἀΐδα πάρα κείμενος, πρβλ. Ο.Τ. 972), Σοφ. Φ. 861· παρκείμενον τέρας, τὸ παρὸν θαῦμα, Πινδ. Ο. 13, 103· τὸ παρκείμενον, τὸ παρόν, ὁ αὐτ. ἐν Ν. 3. 131· οὕτω τὰ παρακείμενα Ἀριστοφ. Λυσ. 1048· ἀλλὰ τὰ παρακείμενα, τὰ κείμενα πλησίον, τὰ ἐπὶ τῆς τραπέζης ἰχθυοπώλου, λαβών τι τῶν παρακειμένων Ἄμφις ἐν «Πλάνῳ» 1. 6· κλίνην ... παρακειμένην τε τὴν τράπεζαν Διόδωρ. Κωμ. ἐν «Ἐπικλήρῳ» 1· 10· ἡ π. πύλη, ἡ ἐκεῖ πλησίον, Πολύβ. 7. 16, 5· ἐν μνήμῃ παρακείμενα, πράγματα παρόντα ἐν τῇ μνήμῃ, Πλάτ. Φίληβ. 19D. 2) ὡς τὸ ἐπίκειμαι, βιάζω, ἐξαναγκάζω, μετὰ δοτ., Ἑβδ. (Γ΄ Μακκ. Ζ΄, 3). 3) μεταφορ., κεῖμαι πλησίον τινὸς πρηνής, ἐπὶ τελείας ὑποταγῆς, παράκεινται προσώπου σου Ἑβδ. (Ἰουδὶθ Γ΄, 3). ΙΙ. παρὰ τοῖς γραμματ.: 1) παράκειται = μνημονεύεται, «παράκειται ἐκ τοῦ Θεοφράστου» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 720. 2) ὁ παρακείμενος (ἐξυπακ. χρόνος), tempus perfectum, Ἀπολλών. περὶ Συντάξ. 205. 3) ἀντί-φρασίς ἐστι λέξις διὰ τοῦ ἐναντίου ἢ παρακειμένου τὸ ἐναντίον παριστῶσα, ex adjecto, ὡς ὅταν κατ’ εὐφημισμὸν τὴν χολὴν ἡδεῖαν λέγωμεν καὶ τὰς Ἐρινῦς Εὐμενίδας Ρήτορες (Walz) τ. 8. σ. 755, πρβλ. 786. 4) ἐπὶ λέξεων ἡνωμένων διὰ παραθέσεως καὶ οὐχὶ συνθέσεως, Ἀπολλών. π. Συντάξ. 311· πρβλ. παράθεσις.

Middle Liddell

poet. πάρ-κειμαι epic 3rd sg. imperf. παρεκέσκετο [used as Pass. to παρατίθημι
to lie beside or before, Hom.:—metaph., ὑμῖν παράκειται ἐναντίον ἠὲ μάχεσθαι ἢ φεύγειν the choice lies before you, to fight or to flee, Od.:—in part. close at hand, present, Pind.

Chinese

原文音譯:par£keimai 爬拉-咳買
詞類次數:動詞(2)
原文字根:在旁-臥
字義溯源:躺在近旁,在場,近處,願意,由得,同在;由(παρά)*=旁,出於)與(κεῖμαι)*=躺)組成
出現次數:總共(2);羅(2)
譯字彙編
1) 同在(1) 羅7:21;
2) 由得(1) 羅7:18