λοβός
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
ὁ,
A lobe of the ear, ἐΰτρητοι (for wearing earrings) λ. Il.14.182, cf. h.Hom.6.8, Hp.Prog.2, Arist.HA492a16; ἄκροι λ. Lyc.1401.
2 lobe of the liver, to which special attention was paid in divination, A.Pr.495, E.El.827, Pl.Ti.71c, Euphro 7: generally, liver, A.Eu.159 (lyr.).
3 lobe of the lung, Gal.UP6.4, al.; of the whole lung, Hp.Loc.Hom.14.
II capsule or pod of leguminous plants (cf. ἔλλοβος), Thphr. HP 1.11.2, etc.; especially of φασίολοι or δόλιχοι, because they were eaten pod and all, Gal.6.557, Jul.Or.5.175c.
2 in rose leaves, the white part, elsewhere ὄνυξ, Gal.12.748.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
lobe, particul.
1 bout de l'oreille;
2 lobe du foie ; foie.
Étymologie: R. Λεπ, peler, ou Λαβ, prendre.
German (Pape)
ὁ (λέπω),
1 der unterste, herunterhangende Teil des äußeren Ohres, Ohrläppchen, εὔτρητοι, τρητοί, Il. 14.182, H.h. 5.8; vgl. Arist. H.A. 1.11.
2 Leberlappen, auf dessen Beschaffenheit es beim Wahrsagen aus den Eingeweiden des Opfertieres besonders ankam, Hesych.; Nic. Th. 537; λοβὸς ἐκ ταγήνου, Luc. Lexiph. 6. Vgl. ἄλοβος. Übh. Leber, Aesch. Prom. 495, Eum. 158.
3 die Schote, Hülse, Samenkapsel (πᾶσα λεπὶς ἧς ἔνδον ἐστὶ τὸ σπέρμα, Schol. Nic. Th. 535), bes. der Hülsenfrüchte. Vgl. ἔλλοβος. Vorzugsweise heißen so die φασίολοι, weil sie mit der Hülse gegessen wurden, Theophr. und andere Spätere
Russian (Dvoretsky)
λοβός: ὁ
1 ушная мочка Hom., HH, Arst. etc.;
2 доля печени Arst.: λ. οὐ προσῆν σπλάγχνοις Eur. среди внутренностей (жертвенного животного) не оказалось доли печени (дурное предзнаменование);
3 печень Aesch.
Greek (Liddell-Scott)
λοβός: -οῦ, ὁ, (λέπω) ὁ λοβός, τὸ κατώτατον μέρος τοῦ ὠτός, ἐΰτρητοι (ὅπως φέρωσιν ἐνώτια) λοβοὶ Ἰλ. Ξ. 182, πρβλ. Ὁμ. Ὕμν. 5. 8, Ἱππ. Προγν. 36, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 11, 1· ἄκροι λ. Λυκόφρ. 1401. 2) ὁ λοβὸς τοῦ ἥπατος, εἰς ὅν ἰδιαιτέραν προσοχὴν ἔδιδον κατὰ τὴν μαντείαν, Αἰσχύλ. Πρ. 495, Εὐρ. Ἠλ. 827, Πλάτ. Τίμ. 71C· καθόλου, τὸ ἧπαρ, Αἰσχύλ. Εὐμ. 158. ΙΙ. τὸ κέλυφος τῶν ὀσπρίων (ἅτινα ἐκ τούτου καλοῦνται ἔλοβα), Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 11, 2, κτλ.· ἐκ τούτων οἱ φασίολοι ἢ δόλιχοι, ἐκαλοῦντο ἁπλῶς λοβοί, ἐπειδὴ ἐτρώγοντο μετὰ τοῦ κελύφους αὐτῶν, Γαλην., κτλ. 2) ἐν τοῖς πετάλοις τῶν ῥόδων τὸ λευκὸν μέρος, ἀλλαχοῦ καλούμενον ὄνυξ, ὁ αὐτ.
English (Autenrieth)
lobe of the ear, pl. Il. 14.182†.
Greek Monolingual
ο (AM λοβός, Μ και λόβος)
1. το σαρκώδες κάτω μέρος του αφτιού («ευτρήτοισι λοβοῖσιν», Ομ. Ιλ.)
2. ανατ. υποστρόγγυλο και προεξέχον τμήμα ενός λοβωτού οργάνου (α. «λοβός του εγκεφάλου» β. «λοβός του πνεύμονα» γ. «λοβός του ήπατος»)
3. τύπος ξηρού διαρρηκτού καρπού, αλλ. χέδρωπας, κν. λουβί
νεοελλ.
1. μικρό τόξο βυζαντινού ή γοτθικού ρυθμού
2. (ηλεκτρομαγν.) τμήμα του διαγράμματος ακτινοβολίας κατευθυντικής κεραίας στο οποίο εμφανίζεται αυξημένη η ισχύς του εκπεμπόμενου ή λαμβανόμενου σήματος
3. φρ. ζωολ. α) «κεφαλικός λοβός» — προεξοχή που βρίσκεται στην πρόσθια περιοχή του μετώπου σε ορισμένες αράχνες
β) «οπτικός λοβός» — πλάγιες προεξοχές του θώρακα ορισμένων εντόμων οι οποίες προεκτείνονται προς τα μάτια
νεοελλ.-μσν.
ξύλινος δακτύλιος, απλός ή με ισχυρό τρόχιλο, που χρησιμεύει για την ένταση και τη συστέωση αγομένων της εξαρτίας, κν. μπιγότα
αρχ.
1. το άκρο του ήπατος ή και ολόκληρο το ήπαρ
2. πνεύμονας
3. το λευκό μέρος τών πετάλων τών ρόδων, αλλ. όνυξ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμ. lob- της ΙΕ ρ. lēb- «κρεμάω χαλαρά» και «χείλος» και συνδέεται με αγγλοσαξ. loeppa «άκρον, κορυφή» και ēarloeppa «ο λοβός του αφτιού», μέσο γερμ. ōr-lepel «λοβός αφτιού» και λατ. lăbāre «γλιστρώ». Κατ' άλλη άποψη, αν η σημασία του λοβός «κέλυφος, περίβλημα καρπού» είναι η αρχική, ο τ. μπορεί να συνδεθεί με λατ. legūmen «όσπριο» και είτε πρόκειται για παράλληλα δάνεια, είτε ανάγονται σε ΙΕ ρίζα legw(πρβλ. λεβηρίς , [i]λέβινθον). Ίσως, τελικά, δύο διαφορετικές στην προέλευση τους λέξεις, μια τον λοβό του αφτιού και μια άλλη για το περίβλημα τών καρπών, να συγχωνεύθηκαν στην Ελληνική στην ίδια λ.].
Greek Monotonic
λοβός: -οῦ, ὁ (λέπω)·
1. λοβός, το κατώτερο μέρος του αυτιού, σε Ομήρ. Ιλ.
2. λοβός του συκωτιού, σε Αισχύλ., Ευρ.· γενικά, συκώτι, σε Αισχύλ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: lobe, lap, slip as appellation of several lap- or sliplike parts of body or plant, esp. lobe of the ear (Ξ 182), also lobe of liver (Hp., A., E., Pl.), of the lung (medic.) etc.; lap, Blättchen des Fliederblattes (Thphr.), capsula with seeds, (hanging down) pods of siliquosae- and leguminous plants ans these themselves, pod, seed-lobe, fruit-lobe in gen. (Thphr., Dsc., Gal.). Details in Strömberg Eranos 40, 90ff.; he wants to explain the meaning pod, case through popular association with λοπός shell, bark, scale, which is superfluous with the development of meanings scetched above. Demin. λόβιον (Gal., Dsc.).
Compounds: Often as 2. member, e.g. πρό-λοβος m. crop of birds, Adam's apple (Arist., LXX), but προ-λόβιον the front part of the lobe of the ear (Poll., H.); ἔλ-λοβος in a pod, with pod (Thphr.; lengthened ἐλλοβ-ώδης id.; cf. Strömberg Theophrastea 164), but ἐλ-λόβιον earring (Luc., S.E.); ἀντι-λόβιον, -βίς part of the ear-lobe opposite to the προλόβιον (medic.); ἐπιλοβίς μέρος τοῦ ἥπατος H.; as adj. in ἡ ἐπιλοβὶς γλῶσσα lobe of the liver (of soothsayers, PAmh. 2, 14, 21; III--IVp); as building term καταλοβεύς m. uppercornice, cross-beam (Epid., Hierapytna); ὀξυλοβ-έω τὸ ταχέως ἀκούω' (Suid.), from *ὀξύ-λοβος, s. Strömberg l.c.
Derivatives: Dimin. λόβιον (Gal, Dsc.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Etymology unknown. Semantically attractive is the connection with NHG Lappen a. cognates., e.g. OE læppa m. tip, lap, ēar-læppa ear-lobe, also without expressive gemination as WNo. lapa hang slack, MLG ōr-lepel ear-lobe. Further with deviating a-vowel Lat. labāre totter, give way beside long vowel in lābor, lābī glide; with initial sl- e.g. MLG slap 'sleck', Lith. slãbnas, OCS slabъ slack; extensively on these WP. 2, 431 f., W.- Hofmann s. labō; also Pok. 655 f.; Fraenkel Wb. s. slãbnas, Vasmer Wb. s. slábyj. The IE b may, like the varying vocalisation, be connected with the popular-expressive character of these words. - Connection with Lat. legūmen leguminous plant etc. (Fick, Prellwitz) would presuppose IE *legʷ-, which would be more attractive; the Lat. word, however, has also been interpreted differently, s. W.-Hofmann s. v. - Beside λοβός there seems to have been a form *λέβος, s. 1. λεβηρίς (?). If this is correct - but it is rather unreliable - the word may be Pre-Greek; the cited IE forms rather point to a European substratum word.
Middle Liddell
λοβός, οῦ, λέπω
1. the lobe of the ear, Il.
2. the lobe of the liver, Aesch., Eur.: generally, the liver, Aesch.
{{FriskDe
|ftr=λοβός: {lobós}
Grammar: m.
Meaning: Lappen, Läppchen, Lobe als Ben. verschiedener lappen- od. zipfelähnlicher Körper- und Pflanzenteile, bes. Ohrläppchen (seit Ξ 182), auch Leberlappen (Hp., A., E., Pl. u. a.), Lungenlappen (Mediz.) usw.; Blattlappen, Blättchen des Fliederblattes (Thphr.), ‘Samenlappen, (herabhängende) Schote der Siliquosae- und Leguminosaepflanzen’ auch diese selbst, ‘Hülse, Samenkapsel, Fruchtschale im allg.’ (Thphr., Dsk., Gal. u. a.). Einzelheiten bei Strömberg Eranos 40, 90ff.; er will die Bed. Schote, Hülse durch volkstümliche Assoziation mit λοπός Schale, Rinde, Schuppe erklären, was sich bei der oben angenommenen Bed.-Entwicklung erübrigt. Demin. λόβιον (Gal., Dsk.).
Composita: Oft als Hinterglied, z.B. πρόλοβος m. Kropf der Vögel, Adamsapfel (Arist., LXX u. a.), aber προλόβιον der vordere Teil des Ohrläppchens (Poll., H.); ἔλλοβος in der Hülse befindlich, mit Hülse versehen (Thphr.; erweitert ἐλλοβώδης ib.; vgl. Strömberg Theophrastea 164), aber ἐλλόβιον Ohrring (Luk., S.E. u.a.); ἀντιλόβιον, -βίς [[Teil des Ohrläppchens gegenüber dem προλόβιον (Mediz.); ἐπιλοβίς· μέρος τοῦ ἥπατος H.; als Adj. in ἡ ἐπιλοβὶς γλῶσσα Leberzeichen (der Wahrsager, PAmh. 2, 14, 21; III—IVp); als Ausdruck des Bauwesens καταλοβεύς m. Obergesims, Querbalken (Epid., Hierapytna); ὀξυλοβέω ’τὸ ταχέως ἀκούω’ (Suid.), von *ὀξύλοβος, s. Strömberg a.a.O.
Etymology: Etymologie umstritten. Semantisch sehr ansprechend ist die Anknüpfung an nhd. Lappen u. Verw., z.B. ags. læppa m. Zipfel, Lappen, ēar-læppa Ohrläppchen, vereinzelt ohne expressive Gemination wie wno. lapa schlaff herabhängen, mnd. ōr-lepel Ohrläppchen. Dazu mit abweichendem ă-Vokal lat. lăbāre wanken, schwanken neben Vokallänge in lābor, lābī gleiten; mit anl. sl- z.B. mnd. slap ’schlaff’, lit. slãbnas, aksl. slabъ schlaff; ausführlich darüber WP. 2, 431 f., W.- Hofmann s. labō; dazu noch Pok. 655 f.; Fraenkel Wb. s. slãbnas, Vasmer Wb. s. slábyj. Das dabei anzusetzende idg. b mag, wie die schwankende Vokalisation, mit dem volkstümlichexpressiven Charakter der betr. Wörter zusammenhängen. — Die Heranziehung von lat. legūmen Hülsenfrucht (Fick, Prellwitz u. a.) wurde idg. legʷ- voraussetzen, was unzweifelhaft ansprechender wäre; das lat. Wort ist aber auch anders gedeutet worden, s. W.-Hofmann s. v. — Neben λοβός scheint ein *λέβος bestanden zu haben, s. 1. λεβηρίς.
Page 2,131-132
}}