ἀμφήκης
Μαστιγίας ἔγχαλκος, ἀφόρητον κακόν → Pecuniosus verbero, malum maximum → Ein reicher Taugenichts, wie unerträglich schlimm
English (LSJ)
ἀμφήκες, (ἀκή A)
A two-edged, φάσγανον, ξίφος, Il.10.256, Od.16.80, B.10.87, etc.; κέντρον, δόρυ, A.Pr.692 (lyr.), Ag.1149; ἔγχος, γένυς, S.Aj.286, El.485; of lightning, forked, πυρὸς ἀμφήκης βόστρυχος A. Pr.1044; κεραυνός Cleanth.1.10.
II metaph., ἀμφήκης γλῶττα tongue that will cut both ways, i.e. maintain either right or wrong, Ar.Nu. 1160 (parod.); of an oracle, ambiguous, ἀμφήκης καὶ διπρόσωπος Luc.JTr. 43.
Spanish (DGE)
-ες
• Alolema(s): dór. ἀμφάκης B.11.87, S.El.485; ἀμφήχης Luc.ITr.43; neutr. ἄμφακες Sophr.4.7; ἀμφακές Hsch.; ἀμφίηκες Hsch.
I 1de doble filo φάσγανον Il.10.256, cf. 21.118, Od.16.80, B.l.c., Fr.4.72, A.A.1149, Pr.692, S.Ai.286, El.l.c., E.El.688, Thphr.HP 9.8.7, Hsch., Max.385, de un pez στόμα Hes.Fr.372.1
•fig. δύα B.1.79
•de los sofistas equívoco, capcioso γλῶττα Ar.Nu.1160
•de un oráculo ambiguo Luc.l.c.
•ambivalente τὴν φιλοσοφίαν ... ἀμφήκη πρός τε τὸ πρακτικὸν ... καὶ πρὸς ἡσυχίαν Chio 5.
2 de dos dientes o rayos del relámpago πυρὸς ἀ. βόστρυχος A.Pr.1044, κεραυνός Cleanth.Fr.Poet.1.10.
II subst. τὸ ἄμφηκες = cuchillo de doble filo propio de prácticas cultuales δός μοι τὺ τὤμφακες Sophr.l.c., ἄμφηκες δέ· ... ἢ κεραυνός ἢ ξίφος Hsch., ἀμφακές· ἀξίνη Hsch.
German (Pape)
[Seite 134] ες (ἀκή), zweischneidig, Hom. viermal, nur in der Form ἄμφηκες, φάσγανον Il. 10, 256, ξίφος 21, 118 Od. 16, 80. 21, 341; – Aasch. κέντρον Prom. 694; πυρὸς βόστρυχος, vom Blitze, 1046; δόρυ Ag. 1120; Soph. ἔγχος, vom Schwerte, Ai. 275; γένυς El. 476; Eur. ξίφος El. 688; Ar. γλῶττα Nnbb. 1144; Luc. Iup. trag. 43 χρησμός, zweideutig.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
1 à double tranchant;
2 ambigu, équivoque.
Étymologie: ἀμφί, ἀκή.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφήκης: дор. ἀμφάκης 2 (φᾱ)
1 обоюдоострый (φάσγανον Hom.; δόρυ Aesch.; γένυς Soph.; ξίφος Hom., Plut.);
2 раздвоенный, расщепленный (πυρὸς βόστρυχος Aesch.; перен. γλῶττα Arph.);
3 двусмысленный (χρησμός Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφήκης: -ες, (ἀκή) δίστομος, δίκοπος, ἀμφοτέρωθεν ὀξύς, κοπτερός, φάσγανον, ξίφος Ἰλ. Κ. 256, Ὀδ. Π. 80, κτλ.: κέντρον, δόρυ Αἰσχύλ. Πρ. 692, Ἀγ. 1149· ἔγχος, γένυς Σοφ. Αἴ. 286, Ἠλ. 485· ἐπὶ ἀστραπῆς, πυρὸς ἀμφήκης βόστρυχος Αἰσχύλ. Πρ. 1044. ΙΙ. μεταφ., ἀμφ. γλῶττα, γλῶσσα ἥτις κόπτει κατὰ δύο τρόπους, δύναται δηλ. νὰ ὑπερασπίσῃ καὶ τὸ δίκαιον καὶ τὸ ἄδικον, Ἀριστοφ. Νεφ. 1160· ἐπὶ χρησμοῦ, ὁ δυνάμενος κατὰ δύο τρόπους νὰ ἑρμηνευθῇ, ἀμφ. καὶ διπρόσωπος Λουκ. Ζεὺς Τραγ. 43.
English (Autenrieth)
ἄμφηκες (root ακ): twoedged, of a sword, Od. 16.80.
Greek Monolingual
ἀμφήκης, -ες (Α)
1. δίκοπος, δίστομος, ακονισμένος κι από τις δύο μεριές, κοφτερός
2. (για αστραπές και κεραυνούς) οξύς, διαπεραστικός
3. (για χρησμούς) διφορούμενος, αμφίβολος
4. φρ. «ἀμφήκης γλῶσσα», γλώσσα που κόβει κατά δύο τρόπους, που μπορεί να υπερασπίσει και το δίκαιο και το άδικο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι)- + -ήκης < ἄκος (βλ. λ. ἀκ- τ. 5, σ. 182, στίχ. α΄ και σ. 181 στίχ. β΄)
πρβλ. και εὐήκης, νεήκης, ταναήκης.
Greek Monotonic
ἀμφήκης: -ες (ἀκή),
I. αυτός που έχει δύο άκρες ή αιχμές, δίστομος, δίκοπος, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.
II. μεταφ., ἀμφ. γλῶττα, γλώσσα που κόβει και από τις δύο μεριές, δηλ. μπορεί να υπερασπίσει και το δίκαιο και το άδικο, σε Αριστοφ.· λέγεται για χρησμό, διφορούμενος, αμφίβολος, σε Λουκ.
Middle Liddell
[ἀκή]
I. two-edged, Il., Aesch.
II. metaph., ἀμφ. γλῶττα a tongue that will cut both ways, i. e. maintain either right or wrong, Ar.; of an oracle, ambiguous, Luc.
Translations
ambivalent
Armenian: հակասական, ոչ միանշանակ; Bulgarian: двойствен, противоречив; Catalan: ambivalent; Chinese Cantonese: 矛盾; Mandarin: 矛盾; Czech: ambivalentní, rozporuplný; Dutch: ambivalent, ambivalente; Finnish: kaksijakoinen, ristiriitainen, epäröivä, ambivalentti; French: ambivalent; German: ambivalent, doppelwertig, zwiespältig; Greek: αμφίθυμος, αναποφάσιστος; Ancient Greek: διχογνώμων, διχόθυμος, δίψυχος; Hungarian: ambivalens; Ido: ambivalenta; Indonesian: ambivalen, ragu, bimbang, ragu-ragu; Italian: ambivalente; Japanese: どっちつかず; Korean: 반대감정이 공존하는; Maori: ngākaurua, whēangaanga, rangirua; Polish: ambiwalentny; Portuguese: ambivalente; Russian: двойственный, противоречивый; Slovak: ambivalentný, rozporuplný; Spanish: ambivalente; Swedish: ambivalent, kluven; Turkish: ikircikli, ikircimli, kararsız, mütereddit