ὦμος

From LSJ
Revision as of 20:04, 22 March 2024 by Spiros (talk | contribs)

εἶταγνώμων μοί πως ἀνίσταται → then my tool suddenly stood up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὦμος Medium diacritics: ὦμος Low diacritics: ώμος Capitals: ΩΜΟΣ
Transliteration A: ō̂mos Transliteration B: ōmos Transliteration C: omos Beta Code: w)=mos

English (LSJ)

ὁ: (v. sub fin.):—
A the shoulder with the upper arm (ὠλένη being the lower), ξίφεϊ κληῗδα παρ' ὦμον πλῆξ', ἀπὸ δ' αὐχένος ὦμον ἐέργαθεν ἠδ' ἀπὸ νώτου Il.5.146, cf. 8.325, Hdt.4.62; μεταφρένῳ ἐν δόρυ πῆξεν ὤμων μεσσηγύς Il.5.41; τεύχε' ἀπ' ὤμων συλήσειν 15.544; ὦμος στιβαρός, ὦμοι ἴφθιμοι, 5.400, 18.204; εὐρέες 3.210; κυρτώ 2.217; ἀμφ' ὤμοισιν ἔχει σάκος 11.527, cf. S.Fr.453; ἐπ' ὤμου.. φέρειν Od.10.170, cf. Isoc.19.39; ἀρεῖτ' ἐπ' ὤμου Herod.3.61; κατ' ὤμου δεῖρον ib.3; ἐπ' ὤμων πατέρ' ἔχων S.Fr.373; τὰ ὦτα ἐπὶ τῶν ὤμων ἔχειν Pl.R. 613c; ὤμοισι φόρησεν Il.19.11; ἑλὼν.. σάκος ὤμῳ 15.474; ὤμῳ or ὤμοισιν ἔχειν, 14.376, 1.45, al.; ὤμοις or ἐπ' ὤμοις φέρειν, S.Fr.454, Tr564; ἔχειν ἀνὰ φαιδίμῳ ὤμῳ Od.11.128, 23.275; λαβὼν.. ὦμον εἰς ἀριστερόν E.IT1381; ἐπ' ὤμοις θεῖναι Id.Ba.755; κίον' οὐρανοῦ.. ὤμοις ἐρείδων A.Pr.350; ὤμοισι τοῖσι ἐμοῖσι 'by the strength of mine arms', Hdt.2.106; ἀποστρέψαι τὸν ὦ. to dislocate it, Ar.Eq.263 (troch.); ὁ δ' ὦμος.. πιέζεται Id.Ra.30; τὸν ὦμον θλίβομαι Id.Fr.323: pl. for sg., ὤμοις ἀριστεροῖσιν ἀνακλάσας δέρην E., Or.1471.
b the shoulder is sometimes more exactly specified as πρυμνότατος or πρυμνὸς ὦμος, Od.17.462,504; νείατος ὦ. Il.15.341, 17.310; sometimes opp. χείρ (the arm), χεῖρες ὤμων.. ἐπαΐσσονται 23.628; τῶν ἑκατὸν μὲν χεῖρες ἀπ' μων ἀΐσσοντο Hes.Th.150; τοὺς ὤμους ἀποταμόντες σὺν τῇσι χερσί (arms) Hdt.4.62; ἀποταμόντα ἐν τῷ ὤμῳ τὴν χεῖρα Id.2.121.έ, cf. E.Ba.1127, Arist.HA493b26.
2 also of animals. as of a horse, Il.6.510, 15.267, X.Eq.8.6; of a lion, Hes.Sc.430; of a dog, X.Cyn.4.1; of crabs, Batr.296; of birds, Plu.2.983b; of ants, Gp.13.10.14.
3 the shoulder, in a dress, ἐπὶ τῶν ὤμων τῆς ἐπωμίδος LXX Ex.28.12, cf. 25(29); ἐπὶ τῷ ὤμῳ τοῦ χιτῶνος ὑποθέντες Aen.Tact.31.23 codd. (ἐπὶ τῇ ᾤᾳ cj. Haupt).
II metaph. of the parts below the top or head of any thing, especially of the fork of a vine (cf. ὠμοχάραξ), Gp.4.12.4; of the womb, Heroph. ap. Gal.4.596, cf. Ruf.Onom.195. (Cf. Lat. umerus (fr. *omesos), Goth. ams (stem amsa-), Skt. áṃsas, also Aeol. ἐπομμάδιος, and (non-Greek) ἀμέσω Hsch.)

German (Pape)

[Seite 1411] ὁ (vielleicht von οιω, = φέρω, eigtl. der Träger), die Schulter, der Theil des Leibes vom Halse bis an die Oberarme; sehr häufig bei Hom., u. bei Folgenden überall. Man vgl. ξίφεϊ κληϊδα παρ' ὦμον πλῆξ', ἀπὸ δ' αὐχένος ὦμον ἐέργαθεν ἠδ' ἀπὸ νώτου, Il. 5, 146; μεταφρένῳ ἐν δόρυ πῆξεν ὤμων μεσσηγύς 5, 41, u. oft; τεύχε' ἀπ' ὤμων συλήσειν 15, 544; Schild und Schwert werden an einem Halter über der Schulter getragen, 15, 262; πιέζεται ὦμος Ar. Ran. 30, u. öfter; u. in Prosa, wie Her. 4, 62 Plat. Rep. V, 449 b; auch von Tieren, Il. 15, 267; Hes. Sc. 430; Xen. Cyn. 4, 1.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 épaule : ὤμῳ σάκος ἑλεῖν IL prendre son bouclier sur son épaule ; ἐλαύνειν φεύγοντα ὦμον IL frapper l'épaule d'un fuyard ; au plur. pour le sg. : ἀμφὶ ou περὶ ὤμοισιν, autour de l'épaule en parl. du baudrier qui se passait sur l'épaule droite ; en parl. des animaux les parties supérieures des pieds de devant;
2 p. ext. les bras.
Étymologie: cf. lat. umerus.

Russian (Dvoretsky)

ὦμος:плечо Her., Xen., Arph., Plut.: ἐπ᾽ ὤμου и (ἐπ᾽) ὤμοις φέρειν или ὤμῳ (ὠμοισιν) и ἐπ᾽ ὤμων ἔχειν Hom., Soph. носить на плечах; ὤμοις ἀριστεροῖσιν (pl. = sing.) Eur. к левому плечу.

Greek (Liddell-Scott)

ὦμος: ὁ· (ἴδε ἐν τέλει)· - ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «νῶμος», τὸ ἀπὸ τῆς κλειδὸς μέχρι τοῦ βραχίονος μέρος καὶ ἡ κεφαλὴ τοῦ βραχίονος, Λατ. humerus (ὠλένη, ulna, εἶναι τὸ κατώτερον μέρος τοῦ βραχίονος), ξίφεϊ κληῗδα παρ᾿ ὦμον πλῆξ᾿, ἀπὸ δ᾿ αὐχένος ὦμον ἐέργαθεν ἠδ᾿ ἀπὸ νώτου Ἰλ. Ε. 146, πρβλ.Θ. 235· μεταφρένῳ ἐν δόρυ πῆξεν ὤμμων μεσσηγὺς Ε. 41· τεύχε᾿ ἀπ᾿ ὤμων συλᾶν Ο. 544· ὦμοι στιβαροί, ἴφθιμοι Ε. 400., Σ. 204· εὐρέες Γ. 210· κυρτώ Β. 217 κτλ.· - ἐπ᾿ ὤμου… φέρειν Ὀδ. Κ. 170, Ἰσοκρ. 392Β, μάλιστα δὲ πρβλ. Ἡρόδ. 4. 62· ἐπ᾿ ὤμων πατέρ᾿ ἔχειν Σοφ. Ἀποσπ. 342· τὰ ὦτα ἐπὶ τῶν ὤμων ἔχειν, ἴδε οὖς Ι. ἐν τέλ. - ὤμοισι φορέειν Ἰλ. Τ. 41· ὤμῳ ἑλεῖν Ο. 474· ὤμῳ ἢ ὤμοισιν ἔχειν Ξ. 376, Α. 15, κ. ἀλλ.· ὤμοις ἢ ἐπ᾿ ὤμοις φέρειν Σοφοκλ. Ἀποσπ. 404, Τραχ. 564· - ἔχειν ἀνὰ ὤμῳ Ὀδ. Λ. 128., Ψ. 275· εἰς ὦμον λαβεῖν Εὐρ. Ἰφ. ἐν Ταύρ. 1381· ἐπ᾿ ὤμοις θεῖναι ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 755· κίον᾿ οὐρανοῦ…ὤμοιν ἐρείδων Αἰσχύλου Πρ. 350, ὤμοισι τοῖς ἐμοῖσι, διὰ τῆς ἰσχύος τῶν ὤμων μου, Ἡρόδ. 2. 106· ἀποστρέφειν τὸν ὧ., ἐξαρθροῦν, Ἀριστοφ. Ἱππ. 264· ὁ δ᾿ ὦμος… πιέζεται ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 30· τὸν ὦμον θλίβομαι ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 307· - ὁ πληθ. περιέργως ἀντὶ τοῦ ἑνικοῦ, ὤμοις ἀριστεροῖσιν ἀνακλάσας δέρην Εὐρ. Ὄρ. 1471. β) τὸ ἀνώτατον μέρος τοῦ βραχίονος ἐνίοτε λέγεται πρυμνὸς ἢ νείατος ὦμος Ὀδ. Ρ. 462, 504, Ἰλ. Ο. 341, Ρ. 310· ἐνίοτε δὲ ἀντίκειται πρὸς τὸ χεὶρ (τὸ κατώτερον μέρος), χεῖρες ὤμων… ἐπαΐσσονται Ψ. 628· τοὺς ὤμους ἀποταμόντες σὺν τῇσι χερσὶ Ἠρόδ. 4. 62· ἀποταμόντα ἐν τῷ ὤμῳ τὴν χεῖρα ὁ αὐτ. 2. 121, 5· ἴδε Elmsl. εἰς Βάκχ. 1125. 2) ὡσαύτως ἐπὶ ζῴων, οἷον ἐπὶ ἵππου, Λατ. armus. Ἰλ. Ζ. 510, Κ. 333, Ο. 267, πρβλ. Ξεν. Ἱππ. 8, 6. - ἐπὶ λέοντος, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 430· ἐπὶ κυνός, Ξεν. Κυνηγ. 4. 1· ἐπὶ καρκίνων, Βατραχομ. 309· ἐπὶ πτηνῶν, Πλούτ. 2. 983Β· ἐπὶ μυρμήκων, Γεωπον. 13· 10, 14· πρβλ. κατωμαδόν. 3) ὁ ὦμος ἐνδύματος, ἐπὶ τῶν ὤμων τῆς ἐπωμίδος Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΚΗ´, 12, πρβλ. 25). ΙΙ. μεταφορ., τὸ μέρος τὸ ὑπὸ τὴν κεφαλὴν ἢ κορυφὴν παντὸς πράγματος, μάλιστα ἐπὶ τοῦ δικράνου χάρακος ὑποστηρίζοντας ἄμπελον (πρβλ. ὠμοχάραξ), Γεωπον. 4, 12, 4, κτλ. (Κατὰ τὸν Σχολιαστ. Ἰλ. Β. 217 ἐκ τοῦ *οξω, = φέρω· ἀλλὰ τὸ μ ἀνήκει εἰς τὴν ῥίζαν, ὡς φαίνεται ἐκ τοῦ Λατ. humerus, Γοτθ. am-sa).

English (Autenrieth)

shoulder.

English (Slater)

ὦμος shoulder ἐλέφαντι φαίδιμον ὦμον κεκαδμένον (sc. Πέλοπα) (O. 1.27)

English (Strong)

perhaps from the alternate of φέρω; the shoulder (as that on which burdens are borne): shoulder.

English (Thayer)

ὤμου, ὁ (ὈΙΩ equivalent to φέρω (?); allied with Latin umerus, cf. Vanicek, p. 38; Curtius, § 487)), from Homer down, the shoulder: Luke 15:5.

Greek Monotonic

ὦμος: ὁ, Λατ. humerus,
1. το μέρος από την κλείδα μέχρι το βραχίονα μαζί με την κεφαλή του βραχίονα (ὠλένη, Λατ. ulna, είναι το κατώτερο μέρος του βραχίονα)· ἐπ' ὤμου φέρειν, σε Ομήρ. Οδ.· ὤμοισι φορέειν, σε Ομήρ. Ιλ.· ἔχειν ἀνὰ ὤμῳ, σε Ομήρ. Οδ.· ὤμοισι τοῖς ἐμοῖσι, με τη δύναμη των ώμων μου, σε Ηρόδ.· ἀποστρέφειν τὸν ὦμον, παθαίνω εξάρθρωση στον ώμο, σε Αριστοφ.
2. επίσης χρησιμοποιείται για τα ζώα, όπως π.χ. για τα άλογα, Λατ. armus, σε Ομήρ. Ιλ., Ξεν.

Middle Liddell

ὦμος, ὁ,
1. Lat. humerus, the shoulder with the upper arm (ὠλένη, ulna, being the lower), ἐπ' ὤμου φέρειν Od.; ὤμοισι φορέειν Il.; ἔχειν ἀνὰ ὤμῳ Od.; ὤμοισι τοῖς ἐμοῖσι "by the strength of mine arms, " Hdt.; ἀποστρέφειν τὸν ὦ. to dislocate it, Ar.
2. also of animals, as of a horse, Lat. armus, Il., Xen.

Frisk Etymology German

ὦμος: {ō̃mos}
Grammar: m.
Meaning: Schulter, Achsel mitsamt dem Oberarm (Il.).
Composita : Als Vorderglied u.a. in ὠμοπλάτη, meist pl. -αι f. Schulterblatt (Hp., X., Arist. usw.; Risch IF 59, 268). Zahlreiche Hypostasen, z.B. ἐπωμίς f. der obere Teil der Schulter, ein über der Schulter geknöpftes Gewand (Hp., E., X. usw.), ἐξωμίς f. Gewand, das die eine Schulter frei ließ (Ar., X. usw.), κατωμαδόν, -άδιος von den Schultern her (Il.), ἐξωμίζω die Schulter entblößen (Ar.); zu ἐπωμάδιος (ἐπομμ-) s.u.
Derivative: Davon 1. Demin. ὠμίον n. (AP; parodierend). 2. -ία f. Ecke eines Gebäudes (LXX u. a.; Semitismus, s. Scheller Oxytonie- rung 54), Teil (’Krümmung’?) eines Flußlaufs (Pap. IIa). 3. -ίας· ὁ μεγάλους ὤμους ἔχων, ὁ εὐρύστερνος H., Poll. 4. -ιαῖος zur Schulter gehörig (Arist., Gal.). 5. -ισάμενος Aor. Ptz. auf die Schultern nehmend (Suid., Zonar.) mit -ιστής Träger (Hdn.)
Etymology : Altererbte Bezeichnung der Schulter, in mehreren Sprachen erhalten : aind. áṃsa- m., got. ams m. (Akk. pl. amsans), lat. umerus, umbr. Lok. onse in umero, arm. us, Gen. us-oy, toch. A es, B āntse, alle auf idg. *ŏmso-s zurückführbar. Die für lat. umerus (aber nicht für umbr. onse) angesetzte Nebenform *ŏmesos ist entbehrlich, da eine Entwicklung -ms- > -mer-(mit Rhotazismus und Vokalanaptyxe) durchaus im Bereich des Möglichen liegt und durch keine Gegenbeispiele zu widerlegen ist (vgl. Götze IF 41, 120). Die unklare H.-Glosse ἀμέσω· ὠμοπλάται (fremd?; vgl. Latte zur St.; nach v. Windekens Le Pél. 67 mit Georgiev pelasgisch) ist als Zeugnis eines dreisilbigen Stamms natürlich unverwertbar. Auch die toch. Formen, obwohl mehrdeutig, legen gegen idg. *ŏmsos keine Verwahrung ein. Ebensowenig notwendig ist es, für ὦμος ein besonderes, u.zw. dehnstufiges idg. *ōmsos (nach Schulze KZ 63, 28 alte Vrddhi) zu postulieren; das bei Theok. 29, 29 als v.l. bezeugte äol. ἐπομμάδιος läßt übrigens am ehesten auf *ŏmso- schließen; s. zu dieser Frage Kretschmer Wiener Eranos 1909, 124 und Glotta 11, 242 (anders Solmsen KZ 29, 62f., Schwyzer 279, Chantraine Rev. de phil. 3. sér. 31, 98 [mit Lejeune] u.a.); vgl. auch zu ὦνος. Zu den umstrittenen toch. Formen s. Schneider IF 58, 169ff., v. Windekens. ebd. 262 und ZDMG 110, 315f., Krause-Thomas Toch. Elementarbuch I ̨̨ 24,2; 27,2; 47,2.
Page 2,1148

Chinese

原文音譯:ðmoj 哦摩士
詞類次數:名詞(2)
原文字根:肩
字義溯源:肩^,臂;或源自(φέρω)=負擔*,攜帶)
出現次數:總共(2);太(1);路(1)
譯字彙編
1) 肩(2) 太23:4; 路15:5

Mantoulidis Etymological

Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ὠμίζομαι (=παίρνω στούς ὤμους μου), ὠμιστής (=ἀχθοφόρος), ὠμοπλάτη.

Translations

shoulder

Afrikaans: skouer; Ainu: タクピ; Aklanon: abaga; Albanian: sup; Amharic: ትከሻ; Apache Western Apache: biwos; Arabic: كَتَف‎, مَنْكِب‎; Egyptian Arabic: كتف‎; Aragonese: güembro; Aramaic Hebrew: כתפא‎; Syriac: ܟܬܦܐ‎; Archi: хъӏун; Armenian: ուս; Aromanian: umir, numir, anumir; Assamese: কান্ধ, কান; Asturian: hombru; Avar: гъеж; Azerbaijani: çiyin; Baluchi: کوپگ‎; Bashkir: ҡулбаш, иңбаш; Bau Bidayuh: papi; Belarusian: плячо, рамя; Bengali: কাঁধ; Bulgarian: рамо; Burmese: ပခုံး; Buryat: мүр; Catalan: espatlla, muscle; Cebuano: abaga; Central Franconian: Scholder; Central Melanau: kapei; Chechen: белш; Chepang: कुम्‌; Chinese Cantonese: 膊頭/膊头; Dungan: җязы, җягуэзы; Gan: 肩膀; Hakka: 肩頭/肩头; Jin: 肩膀; Mandarin: 肩, 肩膀; Min Dong: 肩頭/肩头; Min Nan: 肩頭/肩头, 肩胛頭/肩胛头; Wu: 肩胛; Chuvash: хулпуҫҫи; Classical Nahuatl: ahcolli; Coptic: ⲙⲟⲩⲧ, ⲙⲟϯ; Cornish: skoodh; Crimean Tatar: omuz; Czech: rameno; Danish: skulder; Darkinjung: gŭndang; Daur: muru, mur, mure; Dolgan: kol; Dutch: schouder; Esperanto: ŝultro; Estonian: õlg; Even: мирэ, мӣрэ; Evenki: мӣрэ; Farefare: bɔkɔ; Faroese: øksl; Finnish: hartia, hartiat, harteet, olka, olkapää; French: épaule; Middle French: espaule, espaulle; Old French: espalle, espaule; Friulian: spale; Galician: ombro, ombreiro; Georgian: მხარი; German: Schulter; Greek: ώμος; Ancient Greek: ὦμος; Guaraní: ati'y; Gujarati: ખભો, સ્કંધ, કંધ; Haitian Creole: zèpòl; Hausa: kafaɗa; Hawaiian: poʻohiwi; Hebrew: כָּתֵף‎; Hidatsa: iráshba; Higaonon: bulad; Hiligaynon: abága; Hindi: कंधा; Hungarian: váll; Icelandic: öxl; Ido: shultro; Iranun: waga; Irish: gualainn; Isnag: abaxa; Italian: spalla; Japanese: 肩; Javanese: bahu, pundhak; Jeju: 둑지, 엇게; Jurchen: mei.re; Kanakanabu: 'aniacanga; Kannada: ಭುಜ; Kapampangan: pago; Karachay-Balkar: омуз; Kashubian: remją; Kazakh: иық; Khmer: ស្មា; Korean: 어깨; Kurdish Central Kurdish: شان‎; Kyrgyz: ийин; Lao: ບ່າ; Latin: umerus, humerus; Latvian: plecs, kamiesis; Laz: მხუჯი; Lezgi: къуьн; Limburgish: sjouwer, assel; Lithuanian: petys; Livonian: ab; Lombard: spalla; Lotud: lihawo, balayan; Low German: Schuller; Lushootseed: sʔilalubid; Macedonian: рамо, плешка; Malay: bahu, pundak; Malayalam: തോള്; Manchu: ᠮᡝᡳᡵᡝᠨ; Mandinka: daboo; Mansaka: abaga; Maranao: waga; Marathi: खांदा; Maricopa: miivii; Middle English: schuldre, spawde; Mingrelian: ხუჯი; Miyako: カタムス; Mongolian: мөр; Moore: bãoko; Nanai: мэйрэ, нгуйрэ; Navajo: awos; Negidal: mĩjə; Nepali: काँध; Nivkh: ӈаӻри; Norman: êpaûle, épaoule, epol; North Frisian Föhr: skoler; Norwegian Bokmål: skulder; Nynorsk: skulder, aksel; Occitan: espatla; Odia: ଖୁଆ; Old Church Slavonic Cyrillic: рамо; Old East Slavic: плече, рамꙗ; Old English: sċuldra, eaxl; Old Javanese: bahu, puṇḍak; Old Norse: ǫxl; Oroch: мие; Orok: мујрэ; Oromo: gatiittii; Oroqen: mi꞉rə; Ossetian: уӕхск; Ottoman Turkish: اوموز‎; Pashto: اوږه‎, ولى‎; Pennsylvania German: Schulder, Achsel, Axel; Persian: شانه‎, کتف‎, دوش‎, کول‎; Pitjantjatjara: aḻipiṟi; Plautdietsch: Schulla; Polish: ramię, bark; Portuguese: ombro; Punjabi: ਕੰਧਾ, ਮੋਢਾ, ਕੰਨ੍ਹਾ; Romagnol: spala; Romani: phiko; Romanian: umăr; Romansch: spatla, spedla, spadla; Rungus: kazab; Russian: плечо, рамя, рамо; Sabah Bisaya: liliwa; Sami Inari: uálgi; Northern: hárdu, oalgi, oalgegeahči; Skolt: a´rddi; Southern: åelkie; Sanskrit: अंस, स्कन्ध, स्कन्द; Sardinian: codhu; Scottish Gaelic: gualann, slinnean; Sebop: ngo'a; Serbo-Croatian Cyrillic: ра̏ме, плѐћа, пле̏ћка; Roman: rȁme, plèća, plȅćka; Sherpa: དཔུང་པ; Sicilian: spadda; Sinhalese: උරහිස, කර; Slovak: plece, rameno; Slovene: ráma; Sorbian Lower Sorbian: ramje; Upper Sorbian: ramjo; Spanish: hombro; Svan: ბარჯ; Swahili: bega class ma; Swedish: axel, skuldra; Tabasaran: гъюн; Tagal Murut: limbawo; Tagalog: balikat; Tajik: шона, кифт, китф, дӯш; Tambunan Dusun: limbawa; Tamil: புயம், தோள்; Taos: ę́nemą; Tarifit: taɣruṭṭ; Tatar: кулбаш; Tausug: abaga; Telugu: భుజం, జబ్బ; Tetum: kabaas; Thai: ไหล่, บ่า; Tibetan: ཕྲག་པ, དཔུང་པ; Timugon Murut: limbawo; Tocharian B: āntse; Turkish: omuz, çiyin; Turkmen: çiğin, eğin, gerden, kibit; Udi: аъм; Ugaritic: 𐎘𐎋𐎎; Ukrainian: плече, рам'я, рамено; Ulch: ŋujrə; Urdu: کندھا‎; Uyghur: دولا‎, مۈرە‎; Uzbek: egin, kift; Venetian: spała; Vietnamese: vai; Vilamovian: aochsuł; Volapük: jot; Walloon: spale; Welsh: ysgwydd, palfais; West Coast Bajau: bo'o; West Frisian: skouder; White Hmong: xwb pwg; Winnebago: hįįnec; Wolof: mbagg; Yakut: сарын; Yiddish: אַקסל‎, פּלייצע‎; Yoruba: èjìká; Zhuang: mbaq