λαβύρινθος

From LSJ
Revision as of 07:32, 27 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λᾰβύρινθος Medium diacritics: λαβύρινθος Low diacritics: λαβύρινθος Capitals: ΛΑΒΥΡΙΝΘΟΣ
Transliteration A: labýrinthos Transliteration B: labyrinthos Transliteration C: lavyrinthos Beta Code: labu/rinqos

English (LSJ)

[ῠ], ὁ,
A labyrinth or maze, a large building consisting of numerous halls connected by intricate and tortuous passages: in Egypt, Hdt.2.148, cf. Str.17.1.37; in Crete, Call.Del.311, D.S.1.61: pl., σπήλαια καὶ ἐν αὐτοῖς οἰκοδομητοὶ λαβύρινθοι Str.8.6.2; name of a building at Rome, IG14.1093; also at Miletus, Milet.7.56, Supp.Epigr.4.446 (iii/ii B. C., pl.).
2 prov. of tortuous questions or arguments, ὥσπερ εἰς λαβύρινθον ἐμπεσόντες, οἰόμενοι ἤδη ἐπὶ τέλει εἶναι περικάμψαντες πάλιν ὥσπερ ἐν ἀρχῇ… ἀνεφάνημεν ὄντες Pl.Euthd.291b; λαβυρίνθων σκολιώτερα D.H.Th.40; λόγοι λαβυρίνθοις ὅμοιοι Luc.Bis Acc.21; λόγων λαβύρινθοι Id.Icar.29; of ant-hills, Gal.UP1.3; of the rete mirabile Galeni, Id.5.608; of Lycophron's poem. AP9.191; as name of a philosopher, Luc.Symp.6.
II any wreathed or coiled up body, εἰνάλιος λαβύρινθος = the twisted sea-snail, AP6.224 (Theodorid.); ἐκ σχοίνων λ. bow-net of rushes, Theoc.21.11.

German (Pape)

[Seite 2] (s. nom. pr.), ὁ, nach den berühmten Gebäuden Aegyptens u. Kreta's werden übh. vielfach verschlungene Irrgänge so genannt, bes. auch übertr. auf Reden u. Untersuchungen, ὥσπερ εἰς λαβύρινθον ἐμπεσόντες οἰόμενοι ἤδη ἐπὶ τέλει εἶναι, περικάμψαντες πάλιν ὥσπερ ἐν ἀρχῇ τῆς ζητήσεως ἀνεφάνημεν ὄντες, Plat. Euthyd. 291 b; ἀποκρινόμενον λαβυρίνθου σκολιώτερα, verschlungener, d. i. schwer zu verstehen, D. Hal. iud. Thuc. 40; vgl. Luc. bis accus. 21; ἀγκύλους λόγους καὶ λαβυρίνθοις ὁμοίους, Icaromen. 29; dah. Beiname eines Philosophen, conv. 6; u. das dunkle Gedicht des Lykophron heißt πολύγναμπτοι λαβύρινθοι, Ep. ad. 564 (IX, 191); – εἰνάλιος λαβ. ist die vielfach gewundene Meerschnecke, Theodorid. 2 (VI, 224). – Auch Fischerreuse, ἐκ σχοίνων λαβ., Theocr. 21, 11.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
I. labyrinthe, construction remplie de détours ; en gén. lieu rempli de détours ; fig. rempli de détours en parl. de discours, d'une danse, etc.
II. objet se repliant sur soi-même, particul.
1 λαβύρινθος εἰνάλιος coquillage marin;
2 λαβύρινθος ἐκ σχοίνων nasse de pêcheur faite de joncs.
Étymologie: DELG myc. da-pu-ri-to, mais sans autre explication ; traditionnellement expliqué comme la « maison de la double hache » λάβρυς.

Russian (Dvoretsky)

λᾰβύρινθος: (ῠ) ὁ
1 лабиринт (здание с многочисленными и запутанными ходами; наиболее известны: Египетский, у г. Крокодилополя Her., и Критский, близ Кносса, построенный, по преданию, Дедалом Diod.);
2 сложное переплетение, запутанность (λόγων Luc.; ὥσπερ εἰς λαβύρινθον ἐμπεσεῖν Plat.; τοῦ λαβυρίνθου ἑλιγμοί Plut.; λαβύρινθοι πολύγναμπτοι Anth.);
3 сеть, невод (λ. ἐκ σχοίνων Theocr.);
4 спиральная раковина (εἰνάλιος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

λᾰβύρινθος: [ῠ], ὁ, μέγα οἰκοδόμημα συνιστάμενον ἐκ πολλῶν αἰθουσῶν, συγκοινωνοῦν διὰ πολυπλόκων καὶ σκολιῶν διόδων· ὁ πρῶτος λαβύρινθος ἦτο ἐν Αἰγύπτῳ, Ἡρόδ. 2. 148, πρβλ. Στράβ. 811· καθ’ ὃν ᾠκοδομήθη ὁ ἐν Κρήτῃ, Διόδ. 1. 61, πρβλ. Καλλ. εἰς Δῆλ. 311, Πλίν. 2) Παροιμ., ἐπὶ σκολιῶν ζητημάτων καὶ συλλογισμῶν δυσνοήτων, ὥσπερ εἰς λ. ἐμπεσόντες, οἰόμενοι ἤδη ἐπὶ τέλει εἶναι, ἀνακάμψαντες ὥσπερ ἐν ἀρχῇ... ἀνεφάνημεν ὄντες Πλάτ. Εὐθύδ. 291Β· λαβυρίνθων σκολιώτερα Διόδ. Ἁλ. π. Θουκ. 40· λόγοι λαβυρίνθοις ὅμοιοι Λουκ. Δὶς Κατηγ. 21· λόγων λαβύρινθοι ὁ αὐτ. ἐν Ἰκαρ. 29· ἐπὶ τῶν ποιημάτων τοῦ Λυκόφρονος, Ἀνθ. Π. 9. 191· ὡς ὄνομα φιλοσόφου, Λουκ. Συμπ. 6 ΙΙ. πᾶν σῶμα συνεστραμμένον ἢ συνεσπειραμένον, εἰνάλιος λαβ., ὁ συνεστραμμένος θαλάσσιος κοχλίας, Ἀνθ. Π. 6. 224· ἐκ σχοινίων λαβ., δίκτυον, Θεόκρ. 21. 11. (Ἴσως συγγενὲς τῷ λαύρα· - ἡ κατάληξις ἀπαντᾷ καὶ ἐν τοῖς μήρινθος, ὑάκινθος, κτλ.)

Greek Monolingual

ο (Α λαβύρινθος)
1. οικοδόμημα ή σπήλαιο ή τεχνητό όρυγμα με πολλούς και πολύπλοκους διαδρόμους οι οποίοι δυσχεραίνουν τον προσανατολισμό και την κυκλοφορία μέσα σ' αυτό, καθώς και την έξοδο από αυτό, όπως ήταν το οικοδόμημα με 3.000 δωμάτια που έκτισε στην Μέση Αίγυπτο ο Ψαμμήτιχος ή το μυθολογικό ενδιαίτημα του Μινωταύρου στην κυωσό της Κρήτης (α. «πρὸς δὲ τούτοις ἡ τοῦ λαβυρίνθου κατασκευὴ πάρισον ταῖς πυραμίσιν ἐστὶν ἔργον», Στράβ.
β. «κατασκευάσαι τῷ βασιλεύοντι τῆς Κρήτης Μίνωϊ λαβύρινθον ὅμοιον τῷ κατ' Αἴγυπτον», Διόδ.)
2. μτφ. καθετί που καθιστά δύσκολη την εξεύρεση λύσης ή καθετί που δύσκολα μπορεί να το κατανοήσει ή να το παρακολουθήσει κανείς, περίπλοκο ζήτημα, δυσνόητος συλλογισμός, σκοτεινή σκέψη («λόγοι λαβυρίνθοις ὅμοιοι» Λουκιαν.)
νεοελλ.
ανατ. το σύνολο τών μερών που αποτελούν το έσω ους δηλ. ο κοχλίας και η αίθουσα με τους ημικύκλιους σωλήνες (α. «υμενώδης λαβύρινθος» β. «οστέινος λαβύρινθος»)
αρχ.
1. είδος θαλάσσιου κοχυλιού
2. αλιευτικό δίχτυ
3. προσωνυμία του σκοτεινού φιλοσόφου Διφίλου («Δίφιλος ο λαβύρινθος επίκλην», Λουκιαν.)
4. χαρακτηρισμός τών σκοτεινών ποιημάτων του Λυκόφρονος («πολύγναμπτοι λαβύρινθοι», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για προελληνική λ. που ανάγεται στον τ. λάβρυς «αμφίστομος πέλεκυς» και εμφανίζει επίθημα -ινθος. Η λ. αποδόθηκε ως «το σπίτι του διπλού πέλεκυ», μολονότι η ανάλυση αυτή προϋποθέτει αυθαίρετα ότι ο λαβύρινθος δήλωνε εξουσία. Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με τον τ. λαύρα «λιθόστρωτος δρόμος». Η λ. λαβύρινθος αναγινώσκεται επίσης στα μυκηναϊκά dapuritojo και dapurito, παρά τα προβλήματα που παρουσιάζει η ανάγνωση τους].

Greek Monotonic

λᾰβύρινθος: [ῠ], ὁ,
I. μεγάλο οικοδόμημα που αποτελείται από πολλές αίθουσες που συγκοινωνούν μεταξύ τους με πολύπλοκους και ελικοειδείς διαδρόμους, σε Ηρόδ.
II. κοχλίας, όπως το σαλιγκάρι, σε Ανθ.· ἐκ σχοινίων λαβύρινθος, δίχτυ από βούρλα, σε Θεόκρ. (αμφίβ. προέλ.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: labyrinth, great building with many corridors and turns, in Egypt (Hdt., Str.), Crete (Call., D. S.), Anatolia (inscr. Miletus) etc.; metaph. of complicated thoughts (Pl.);
Dialectal forms: Myc. dapu₂ritojo /laburinthojo/
Compounds: λαβυρινθώδης l.-like, complicated (Arist.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Pre-Greek word in -ινθος, since long (M. Mayer Jb. d. deut. arch. Inst. 7 [1892], 191) connected with λάβρυς, after Plu. 2,302a Lydian for πέλεκυς, and as "House of the Double Axe" (as sign of royalty) interpreted; here also the Carian god Δαβραυνδος. Thus esp. Kretschmer Einleitung 404 and more, e. g. Glotta 28, 244 ff.; s. also v. Wilamowitz Glaube 1, 121, Nilsson Gr. Rel. 1,276f. Güntert Labyrinth 1ff. connects λαύρα, stony, plastered street v. s. (s. v.; but not to *λᾶϜας stone (λάβρυς prop. *"stone axe"), with λέπας, Lat. lapis etc., which was by Kretschmer Glotta 22, 252 f. and Specht KZ 66, 33 f. for phonetic reasons rightly rejected. For connection with λαύρα, (λᾶας) also Brandenstein Sprache 2, 72 ff. (against it Messing Lang. 30, 107), Deroy Glotta 35, 173ff. After Kretschmer Sprache 2, 152 ff. λαβύρινθος in the meaning terraced building (Apollotemple in Didyma) perhaps a contamination with λαύρα(?). - New theory by Gallavotti Par. del Pass. 12, 161 ff.: because of Myc. dapu₂rito = λαβύρινθος from *δαβύρινθος as protoidg. to θάπτω etc.

Middle Liddell

λᾰβῠ́ρινθος, ὁ,
I. a labyrinth or maze, a building consisting of halls connected by tortuous passages, Hdt.
II. any spiral body, as a snail, Anth.; ἐκ σχοίνων λαβ. a bow-net of rushes, Theocr. [Origin uncertain.]

Frisk Etymology German

λαβύρινθος: {labúrinthos}
Grammar: m.
Meaning: Labyrinth, großes Gebäude mit vielfachen Gängen und Windungen, aus Ägypten (Hdt., Str.), Kreta (Kall., D. S.), Kleinasien (Inschr. Miletos) usw. bekannt; übertr. von verwickelten Gedankengängen (Pl. usw.);
Composita: λαβυρινθώδης ‘L. -ähnlich, verwickelt’ (Arist. u. a.).
Etymology: Vorgriechisches Wort auf -ινθος, schon längst (M. Mayer Jb. d. deut. arch. Inst. 7 [1892], 191) mit λάβρυς, nach Plu. 2,302a lydisch für πέλεκυς, verbunden und als "Haus der Doppelaxt" (als Königsinsignie) gedeutet; dazu noch der karische Gott Δαβραυνδος. So namentlich Kretschmer Einleitung 404 und öfters, z. B. Glotta 28, 244 ff.; s. noch v. Wilamowitz Glaube 1, 121, Nilsson Gr. Rel. 1,276f. (m. Lit.). Güntert Labyrinth 1ff. zieht noch heran λαύρα, angebl. ‘steinige, gepflasterte Straße o. ä.’ (s. d.) zu *λᾶϝας Stein (λάβρυς eig. *"Steinaxt"), wozu noch λέπας, lat. lapis u. a. m., was alles von Kretschmer Glotta 22, 252 f. und Specht KZ 66, 33 f. schon aus lautlichen Gründen mit Recht abgelehnt wird. Für Verbindung mit λαύρα, λᾶας auch Brandenstein Sprache 2, 72 ff., v. Windekens Le Pélasgique 118ff. (dagegen Messing Lang. 30, 107), Deroy Glotta 35, 173ff. (mit reicher Bibliographie) u. a. Nach Kretschmer Sprache 2, 152 ff. könnte es sich bei λαβύρινθος im Sinn von Treppengebäude (Apollotempel in Didyma) um eine Kontamination mit λαύρα handeln (?). — Neue Theorie bei Gallavotti Par. del Pass. 12, 161 ff.: wegen myk. da-pu2-ri-to = λαβύρινθος (?) aus *δαβύρινθος als protoidg. zu θάπτω; dazu immerhin λαύρα usw.; lautlich und begrifflich abzulehnen.
Page 2,67

English (Woodhouse)

labyrinth

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

Μᾶλλον ξένη λέξη. Ἀπό τό λάβρυς (=τσεκούρι), πού εἶναι λυδική λέξη καί γιατί στό λαβύρινθο τῆς Κνωσοῦ ὑπῆρχαν ζωγραφισμένα τσεκούρια σύμβολα.

Translations

labyrinth

Armenian: լաբիրինթոս, բավիղ; Basque: labirinto; Bulgarian: лабиринт; Catalan: laberint, dèdal; Chinese Mandarin: 迷宮, 迷宫; Czech: labyrint, bludiště; Dutch: doolhof, labyrint; Esperanto: labirinto; Estonian: labürint; Finnish: labyrintti, sokkelo; French: labyrinthe; Galician: labirinto; German: Labyrinth; Greek: λαβύρινθος; Ancient Greek: λαβύρινθος; Hebrew: מבוך‎; Hindi: भूलभुलैयाँ; Hungarian: labirintus; Ido: labirinto; Irish: lúbra, cathair ghríobháin; Italian: labirinto; Japanese: 迷路, 迷宮; Kazakh: шытырман; Khmer: របត់; Korean: 미로(迷路); Latin: labyrinthus; Mon::ဝၚ်ဂပဝ်; Norwegian: labyrint; Polish: labirynt, błędnik; Portuguese: labirinto; Romanian: labirint; Russian: лабиринт; Scottish Gaelic: ioma-shlighe; Serbo-Croatian: labirint; Slovene: labirint, blodnjak; Spanish: laberinto; Swedish: labyrint; Turkish: labirent; Vietnamese: mê cung; Volapük: labüren; Walloon: labrin