κομπέω

From LSJ
Revision as of 06:48, 20 October 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "S.''OC''" to "S.''OC''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κῶς ταῦτα βασιλέϊ ἐκχρήσει περιυβρίσθαι → how will it be good enough for the king to be insulted with these things

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κομπέω Medium diacritics: κομπέω Low diacritics: κομπέω Capitals: ΚΟΜΠΕΩ
Transliteration A: kompéō Transliteration B: kompeō Transliteration C: kompeo Beta Code: *kompe/w

English (LSJ)

(κόμπος)
A ring, clash, κόμπει χαλκὸς ἐπὶ στήθεσσι φαεινός Il.12.151.
2 c. acc., κομπέω χύτραν = ring a pot to see if it be sound, D.L.6.30 (restored from Eust.896.61 for σκοποῦμεν), cf. 2.78.
II metaph., boast, brag, τί κομπέω παρὰ καιρόν; Pi.P.10.4; κ. ἄλλως Hdt.5.41; ὡς σὺ κομπεῖς E.Or.571: c. acc. cogn., κομπέω μῦθον = speak a boastful speech, S.Aj.770; ὑψήλ' ἐκόμπεις ib. 1230.
2 c. acc., boast of, κ. γάμους A.Pr.947:—Pass., ὁπλῖται, ὅσοιπερ κομποῦνται are boasted of, Th.6.17, cf. Phld.Rh.2.33 S.
3 c. acc. et inf., boast that... E.El.815; κ. ὅπωςboast how... S.OC 1149.—Like κομπάζω, rare in Prose.

German (Pape)

[Seite 1479] tönen, lärmen, schallen; von an einander geschlagenen ehernen Körpern, κόμπει χαλκός, das Erz ertönte, Il. 12, 151; auch von irdenen Gefäßen, Eust. – Gew. übertr., hochfahrende Reden ertönen lassen, großprahlen, aufschneiden; κομπεῖς τι παρὰ καιρόν Pind. P. 10, 4; Her. 5, 41; c. accus., οὕστινας κομπεῖς γάμους Aesch. Prom. 949; τοσόνδ' ἐκόμπει μῦθον Soph. Ai. 770, öfter; Eur. Or. 563. Auch im pass., Thuc. 6, 17 οὐδ' ὁπλῖται οὔτ' ἐκείνοις ὅσοιπερ κομποῦνται, διεφάνησαν, so viel man prahlerisch behauptet.

French (Bailly abrégé)

κομπῶ :
1 faire du bruit, résonner, retentir;
2 parler avec emphase : κ. μῦθον SOPH ou ὑψηλά SOPH prononcer des paroles orgueilleuses ; κ. γάμους ESCHL parler avec orgueil d'un mariage ; avec une prop. inf. vanter ce fait que EUR ; Pass. être vanté.
Étymologie: κόμπος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κομπέω [κόμπος] kletteren:. ὣς τῶν κόμπει χαλκὸς ἐπὶ στήθεσσι zo kletterde het brons rond hun borst Il. 12.151. pochen, opscheppen, met acc. v. h. inw. obj.:; τοσόνδ’ ἐκόμπει μῦθον zo’n opschepperig verhaal hield hij Soph. Ai. 770; οὕστινας κομπεῖς γάμους αὐδᾶν uit te spreken over welk huwelijk jij opschept Aeschl. PV 947; met inf.:; ἓν τῶν καλῶν κομποῦσι... εἶναι τόδε zij beweren vol trots dat dit een van de mooie dingen is Eur. El. 815; ook med.

Russian (Dvoretsky)

κομπέω:
1 звучать, звенеть, гудеть (κόμπει χαλκὸς ἐπὶ στήθεσσιν Hom.);
2 извлекать звук, стучать, ударять: χύτραν ὠνούμενοι κομποῦμεν Diog. L. покупая горшок, мы постукиваем (по нему);
3 хвастаться, высокомерно утверждать (ὡς σὺ κομπεῖς Eur.): τοσόνδε κ. μῦθον Soph. столь кичливо говорить; ὑψηλὰ κ. Soph. безмерно хвастаться; ὅσοιπερ κομποῦνται Thuc. (у сицилийцев нет стольких гоплитов), сколько хвастливо утверждается.

English (Autenrieth)

clash, Il. 12.151†.

English (Slater)

κομπέω vaunt τί κομπέω παρὰ καιρόν; (P. 10.4)

Greek Monotonic

κομπέω: (κόμπος),
I. 1. κάνω κρότο, αντηχώ, συγκρούομαι, κόμπει χαλκός, σε Ομήρ. Ιλ.
II. 1. μεταφ., όπως το κομπάζω, μιλώ μεγαλόστομα, καυχιέμαι, κομπάζω, σε Ηρόδ., Ευρ.· με σύστ. αντ., κ. μῦθον, βγάζω κομπαστικό λόγο, σε Σοφ.
2. με αιτ., καυχιέμαι για, σε Αισχύλ. — Παθ., γίνομαι αντικείμενο καυχησιολογίας, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

κομπέω: (κόμπος) κροτῶ, ἀντηχῶ, κόμπει χαλκὸς ἐπὶ στήθεσσι φαεινὸς Ἰλ. Μ. 151· ἐπὶ ἤχου κρουομένου σκεύους, κ. χύτραν, λοπάδα, κτυπῶ, ἐπικρούω πήλινον ἀγγεῖον, ὅπως ἴδω μήπως εἶναι βεβλαμμένον, Διογ. Λ. 6. 30 (κατὰ διόρθωσιν ἐκ τοῦ Εὐστ. 896. 61 ἀντὶ σκοποῦμεν), πρβλ. 2. 78· ― κόμπος. ΙΙ. μεταφ., ὡς τὸ κομπάζω, κομπορρημονῶ, ὁμιλῶ μετὰ κόμπου, μεγαληγορῶ, καυχῶμαι, Λατ. crepo, τί κομπέω παρὰ καιρόν; Πινδ. Π. 10. 4· κομπ. ἄλλως Ἡρόδ. 5. 41· ὡς σὺ κομπεῖς Εὐρ. Ὀρ. 571· μετὰ συστοίχ. αἰτ., κομπ. μῦθον, ὁμιλῶ λόγον πλήρη καυχήσεως, Σοφ. Αἴ. 770· ὑψήλ’ ἐκόμπεις αὐτόθι 1230. 2) μετ’ αἰτ., καυχῶμαι ἐπί τινι, κ. γάμους Αἰσχύλ. Πρ. 947. ― Παθ., ὁπλῖται, ὅσοιπερ κομποῦνται, περὶ ὅσων ὑπάρχει καύχησις, Θουκ. 6. 17. 3) μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., καυχῶμαι ὅτι..., Εὐρ. Ἠλ. 815· οὕτω, κ. ὅπως…, καυχῶμαι πῶς…, Σοφ. Ο. Κ. 1149. ― Ὡς τὸ κομπάζω, σπάνιον παρὰ πεζογράφοις.

Middle Liddell

κομπέω, κόμπος
I. to ring, clash, κόμπει χαλκός Il.
II. metaph., like κομπάζω, to speak big, boast, brag, vaunt, Hdt., Eur.; c. acc. cogn., κ. μῦθον to speak a boastful speech, Soph.
2. c. acc. to boast of, Aesch.:—Pass., to be boasted of, Thuc.

Translations

brag

Arabic: تَبَاهَى‎; Azerbaijani: öyünmək, güvənmək, lovğalanmaq, maxtanmaq; Bulgarian: хваля се, перча се; Catalan: gallejar, fer el gallet, vantar-se, presumir; Chinese Mandarin: 吹牛, 吹噓, 吹嘘, 自誇, 自夸; Czech: chvástat se; Danish: prale, blære sig; Dutch: opscheppen; Finnish: kerskailla, kerskua, rehennellä, leuhkia; French: fanfaronner, se vanter; German: angeben, prahlen; Ancient Greek: ἀλαζονεύομαι, ἀπειλέω, ἀπειλῶ, ἀποϝηλέω, αὐχέω, αὐχῶ, βρυάζω, γαυριάω, διακομπάζω, ἐγκαλλωπίζομαι, ἐγκαυχάομαι, ἐγκομπάζω, ἐκκαυχάομαι, ἐκκαυχῶμαι, ἐκκομπάζω, ἐμπερπερεύομαι, ἐναβρύνομαι, ἐναλαζονεύομαι, ἐναυχέω, ἐναυχῶ, ἐξαυχέω, ἐξαυχῶ, ἐξεπεύχομαι, ἐπαλαζονεύομαι, ἐπεύχομαι, ἐπικομπάζω, ἐπικομπέω, ἐπικομπῶ, εὐχετάομαι, εὐχετῶμαι, εὔχομαι, καλλωπίζομαι, κατακαυχάομαι, κατακαυχῶμαι, κατακομπολακυθέω, κατακομπολακυθῶ, καταλαζονεύομαι, καταπερπερεύομαι, κατεύχομαι, καυχάομαι, καυχητιάω, καυχητιῶ, καυχῶμαι, κομπάζομαι, κομπάζω, κομπέω, κομπῶ, κρημνοκοπέω, κρημνοκοπῶ, κυδάνω, λαβρηγορέω, λαβρηγορῶ, μεγαλαυχέω, μεγαλαυχῶ, μεγαληγορέω, μεγαληγορῶ, μεγαλύνω, περπερεύομαι, ῥαχίζω, σαλακίζομαι, σαλακωνεύομαι, σαλακωνίζω, σεμνοκομπέω, σεμνοκομπῶ, στομφόω, στομφῶ, ὑπερηφανεύομαι; Hungarian: dicsekszik, henceg, nagyzol, kérkedik, hetvenkedik, felvág, hivalkodik; Irish: braigeáil; Italian: vantarsi; Japanese: 自慢する, 力む; Korean: 자랑하다, 나대다; Latin: glorior; Malayalam: പൊങ്ങച്ചം പറയുക, വീമ്പ് പറയുക; Maori: whakatāwāhi, whakameremere; Norwegian Bokmål: skryte; Old English: ġielpan; Persian: لافیدن‎; Polish: przechwalać się, chełpić się; Portuguese: gabar-se, vangloriar-se; Romanian: lăuda; Russian: хвастаться, хвалиться; Serbo-Croatian Cyrillic: хвалити се, хвалисати се, хвастати се; Roman: hvaliti se, hvalisati se, hvastati se; Sicilian: spacchiàrisi, fari u sbregs, fari u sbrècchisi; Slovak: vychvaľovať sa, chvastať sa; Spanish: fanfarronear, presumir, jactarse, echarse flores; Swedish: skryta; Telugu: గప్పాలు; Turkish: böbürlenmek, iftihar etmek, övünmek; Westrobothnian: brega

boast

Albanian: lëvdohem; Arabic: تَبَاهَى‎; Armenian: պարծենալ, գլուխ գովալ; Azerbaijani: öyünmək, lovğalanmaq, maxtanmaq; Belarusian: хвалі́цца, пахваляцца, выхваляцца, хістацца; Bulgarian: хваля се, похвалвам се, похваля се; Burmese: ဝါ, ကြွား, ဝင့်, အကြွား; Catalan: vanar-se, vantar-se, presumir; Cebuano: hambug; Chinese Mandarin: 吹牛, 吹噓, 吹嘘, 自誇, 自夸, 自詡; Czech: chlubit se, vychloubat se, chválit se; Danish: prale; Dutch: opscheppen; Estonian: praalima, hooplema, kiitlema; Ewe: ƒo aɖegbe; Esperanto: fieri, fanfaroni; Finnish: kerskailla, kerskua, rehennellä, leuhkia, lesottaa; French: se vanter; Galician: chufar, gabar; German: angeben, prahlen; Greek: κομπάζω, υπερηφανεύομαι; Ancient Greek: ἀπειλέω, ἀπειλῶ, ἀποϝηλέω, αὐχέω, αὐχῶ, ἐγκαλλωπίζομαι, ἐμπερπερεύομαι, ἐναβρύνομαι, ἐναυχέω, ἐναυχῶ, ἐξεύχομαι, ἐπαινέω, ἐπαίνημι, ἐπαινίω, ἐπαινῶ, ἐπεύχομαι, ἐπικομπάζω, εὐχετάομαι, εὔχομαι, θρασύνω, καλλωπίζομαι, καταλαζονεύομαι, καταπερπερεύομαι, κατεύχομαι, καυχάομαι, καυχῶμαι, κομπάζω, κομπέω, κομπῶ, κρημνοκοπέω, κρημνοκοπῶ, κυδάνω, λαβρηγορέω, λαβρηγορῶ, μεγαλαυχέω, μεγαληγορέω, μεγαληγορῶ, μεγαλορρημονέω, μεγαλορρημονῶ, μεγαλύνω, περπερεύομαι, ῥαχίζω, σαλακίζομαι, σαλακωνεύομαι, σαλακωνίζω, σεμνοκομπέω, σεμνοκομπῶ, στομφόω, στομφῶ; Hebrew: התרברב‎, הִתְפָּאֵר‎; Hindi: डींग मारना; Hungarian: dicsekszik, henceg, nagyzol, kérkedik, hetvenkedik, felvág, hivalkodik; Irish Old Irish: ar·báigi; Italian: vantarsi; Japanese: 自慢する, 力む; Khmer: បញ្ចើ, អួត, បង្អួត, បំផ្លើស; Korean: 자랑하다, 자만하다, 뽐내다; Lao: ເວົ້າອາດ, ຄຸຍໂມ້, ຄຸຍໂຕ; Latin: glorior; Latvian: lielīties, dižoties, plātīties; Lithuanian: didžiuotis; Macedonian: се фали; Malayalam: വീമ്പടിക്കുക; Maori: whakamānunu, whakatāwāhi, tamarahi, whakanuka; Norwegian Bokmål: skryte; Occitan: se bragar, se vantar, se conflejar; Old English: ġielpan; Polish: przechwalać się, szczycić się, chlubić się, chwalić się; Portuguese: ostentar, exibir-se, gabar; Romanian: a se lăuda; Russian: хвастаться, хвастать, бахвалиться, хвалиться; Serbo-Croatian Cyrillic: хвалити се; Roman: hvaliti se; Slovak: chvastať sa, vychvaľovať sa, pýšiť sa, vystatovať sa, vyťahovať sa, chváliť sa; Slovene: hvaliti se, bahati se; Spanish: presumir, alardear, fanfarronear, vanagloriarse de, ostentar, jactarse de, ufanarse, fardar; Swedish: skryta, skrävla; Telugu: గప్పాలు; Thai: โม้, คุยโว, โอ้อวด; Turkish: böbürlenmek, iftihar etmek, övünmek; Ukrainian: хизуватися, хвалитися, хвастатися; Vietnamese: khoe khoang, khoác lác, nói khoác; Welsh: brolio; Westrobothnian: brega