ἄνωγα

Revision as of 13:00, 25 October 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "E.''Alc.''" to "E.''Alc.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

old Ep. pf. with pres. sense: ἄνωγα, -ας, -ε, without augm., Il. and Trag., Hdt.3.81; 1pl. ἄνωγμεν h.Ap.528: imper. ἄνώγε E.Or.119, more freq. ἄνωχθι Il.23.158, A.Ch.772, E.Alc.1044; 3sg. ἀνωγέτω Od.2.195, ἀνώχθω Il.11.189; 2pl. ἀνώγετε Od.23.132, ἄνωχθε 22.437, E.Rh.987; subj. ἀνώγῃ Il.7.74, Hdt.7.104, ἀνώγωμεν Herod.3.31; inf. ἀνωγέμεν Il.13.56; part. ἀνώγουσα Herod.7.101: plpf. withimpf. sense, 3sg. ἠνώγει Il.6.170, S.OC1598; withoutaugm. ἀνώγει Od.2.385; Ion. ἠνώγεα ib.9.44, 17.55:—but ἀνώγει in Il.6.439, 19.102, Od.5.139,357, Hes. Th.549, Hdt.7.104 is pres, in sense, and must be referred to pres. ἀνώγω (unless corrected to ἄνωγεν); also 2dual ἀνώγετον Il.4.287, and (later) 2sg. ἀνώγεις Q.S.13.238:—from this pres. are formed impf. ἤνωγον Il.9.578, Od.14.237, or ἄνωγον Il.5.805, Od.3.35, etc.; ἤνωγες Maiist.17; ἤνωγε h.Cer.297, Hes.Op.68; 3pl. ἄνωγον Inscr.Cypr.135 H.: fut. ἀνώξω Od.16.404: aor. ἤνωξα Hes.Sc.479; subj. ἀνώξομεν, Ep. for -ωμεν, Il.15.295; inf. ἀνῶξαι Od.10.531. Il.7.394, the impf. ἠνώγεον implies pres. ἀνωγέω:—Pass., ἄνωκται· κελεύεται, Hsch.:—poet. and Ion. Verb, also in Cypr., Inscr.Cypr. l.c., command, order, especially of kings and masters, Il.5.899, etc.; also of equals and inferiors, advise, urge, 16.8, Od.2.195, etc.: constr. c. acc. pers. et inf., σιωπᾶν λαὸν ἀνώγει bade the people keep silence, Il.2.280, cf. 4.287, etc.; πατὴρ ἄνωγέ σ'.. αὐδᾶν A.Pr.947, cf. 1037, etc.; πράσσειν ἄνωγας οὖν με.. τάδε; S.Tr. 1247; σιγᾶν ἄνωγα (sc. σε) Id.El.1458: in Hom. also c. dat. pers., Od.10.531, 20.139 sq., cf. A.R.1.693: c. acc. pers. only, θυμὸς ἄνωγέ με my spirit bids, prompts me, freq. in Hom.: abs., ἐποτρύνει καὶ ἀνώγει Il.15.43; κέλομαι καὶ ἄνωγα Od.3.317.

Spanish (DGE)

• Morfología: [perf. ind. 2.a sg. ἀνώγεις Q.S.13.238, 3.a ἀνώγει Il.6.439, 19.102, Od.5.139, 357, Hes.Th.549, Hdt.7.104, ἄνωγεν Il.6.444, 1.a plu. ἄνωγμεν h.Ap.328, du. ἀνώγετον Il.4.287, imperat. ἄνωγε E.Or.119, más frec. ἄνωχθι Il.23.158, A.Ch.772, E.Alc.1044, ἀνωγέτω Od.2.195, ἀνώγετε Od.23.132, ἀνώχθω Il.11.189, ἄνωχθε Od.22.437, E.Rh.987, subj. ἀνώγῃ Il.9.101, Hdt.7.104, ἀνώγωμεν Herod.3.31, inf. ἀνωγέμεν Il.13.56, part. ἀνώγων Lyc.572, ἀνώγουσα Herod.7.101, plusperf. 1.a sg. ἤνωγον Il.9.578, Od.14.237, ἄνωγον Il.5.805, ἠνώγειν Il.6.170, S.OC 1598, ἠνώγεα Od.9.44, 17.55, 2.a sg. ἤνωγες Maiist.17, 3.a sg. ἤνωγε h.Cer.297, Hes.Op.68, ἠνώγει Il.6.170, 3.a plu. ἄνωγον Od.3.35, IChS 217.2 (Idalion V a.C.), ἠνώγεον Il.7.394, 2.a du. ἀνώγετον Il.4.287; fut. ἀνώξω Od.16.404; aor. ind. ἤνωξα Hes.Sc.479, inf. ἀνῶξαι Od.10.531; v. med. pres. ind. ἄνωκται Hsch.]
ordenar, exhortar, impulsar c. ac. e inf. Παιήον' ἀνώγειν ἰήσασθαι Il.5.899, λαοὺς δ' Ἀτρεΐδης ἀπολυμαίνεσθαι ἄνωγεν Il.1.313, δαίνυσθαί μιν ἄνωγον Il.5.805, σιωπᾶν λαὸν ἀνώγει Il.2.280, λαὸν ἀνώγετον ... μάχεσθαι Il.4.287, ἐς μὲν Μενέλαον ... ἄνωγα ἐλθεῖν Od.3.317, μητέρ' ἑὴν ... ἀνωγέτω ἀπονέεσθαι Od.2.195, μ' ἀνώγει θωρήσσεσθαι Od.12.227, ἅ σε φράζεσθαι ἄνωγα Hes.Op.367, 403, cf. Parm.B 6.2, A.R.1.693, ἄνωγε γάρ σε ἐρευνᾶν A.Pr.1037, πράσσειν ἄνωγας ... με ... τάδε; S.Tr.1247, πρευμενῆ δ' ἄνωγέ νιν ... γνώμην ἔχειν E.Or.119
c. dat. e inf. ἑτάροισιν ἐποτρῦναι καὶ ἀνῶξαι Od.10.531, ἄνωγεν ὑποστορέσαι δμῳῇσιν Od.20.139
c. inf. ἀνελέσθαι ἀνώγει Il.16.8, πιέειν ὅτε θυμὸς ἀνώγοι Il.4.263, σιγᾶν ἄνωγα S.El.1458, μίμνειν ἀνώγων Lyc.572
c. doble ac. τά με θυμὸς ... ἀνώγει Il.19.102
sólo c. ac. de pers. αὐτὸν θυμὸς ἐποτρύνει καὶ ἀνώγει Il.15.43, τῶν δ' ἄλλων ὅντινα κραδίη καὶ θυμὸς ἀνώγει Od.15.395.
• Etimología: Comp. de ἀνά y *ōg-, forma c. vocalismo /o/ de la raiz *eH1g- ‘decir’. Debe su timbre /o/ a la analogía de otros perf., cf. ai. āha. Las formas c. *ēg proceden foneticamente del grado pleno de *eH1g-, cf. gr. < *ēgt. Del grado ø *H1g- tenemos lat. aio, arm. asem.

German (Pape)

[Seite 267] altes poet. perf. mit Präsens-Bdtg; bei Hom. finden sich folgende hierher gehörige Formen: ἄνωγα Od. 1. 269, ἄνωγας Iliad. 14, 262, ἄνωγεν 6, 444, plusqpft. ἠνώγεα Od. 9, 44. 10, 263. 17, 55 (v.l. ἤνωγσν), 3. pers. ἠνώγειν Od. 12, 160 Iliad. 7, 394, ἠνώγει 7, 386, ἀνώγει 2, 280 Od. 12, 158; daneben wie von ἀνώγω praes. ἀνώγει Iliad. 6, 439, ἀνώγετον 4, 287, impft. 3. plur. ἤνωγον 9, 578, 1. sing. ἄνωγον 5, 805, ἄνωγεν 1, 313, 3. plur. ἄνωγον Od. 3, 35; conj. ἀνώγῃ Iliad. 15, 148, optat. ἀνώγοιμι 19, 206, ἀνώγοι 4, 263, ἀνώγοιτε Od. 11, 356, imperat. ἄνωχθι Iliad. 11, 204, ἀνώχθω 11, 189, ἄνωχθε Od. 22, 437, ἀνωγέτω Od. 2, 195, ἀνώγετε 23, 132, infin. ἀνωγέμεν Iliad. 13, 56; fut. ἀνώξω Od. 16, 404, fut. oder conj. aor. ἀνώξομεν Iliad. 15, 295, inf. aor. ἀνῶξαι Od. 10, 531; 1 plur. pft. ἄνωγμεν Hom. h. Apoll. 528, imperat. ἄνωγε Eur. Or. 119, impft. ἤνωγε Hom. h. Cer. 298 Hes. O. 68, aor. ἤνωξε Hes. Sc. 479. Die Bedtg ist: ich befehle, treibe an; sowohl von Königen u. Gebietern, als auch von Freunden u. Untergeordneten, Einen auffordern etwas zu thun; häufig θυμὸς ἄνωγέ με, mein Gemüth treibt mich an, ich habe Lust etwas zu thun. Oft vrbdn mit ἐποτρύνω u. κέλομαι. Die gewöhnliche Constr. ist der accus. c. inf.; der dat. der Person findet sich Od. 10, 531. 20, 139 Ap. Rh. 1, 693. 4, 100. Die Tragg. haben stets den acc., Aesch. Prom. 949 u. öfter; Soph. Trach. 1243. In Att. Prosa kommt das Wort nicht vor; Her. 7, 104 ποιεῦσι γῶν τὰ ἂν ἐκεῖνος ἀνώγη· ανώγει δὲ τὠυτὸ αἰεί; 3, 81 ἐς τὸ πλῆθος ἄνωγε φέρειν τὸ κράτος. Die Ableitung ist dunkel, man hat an ἄνω, ἀνάσσω, ἄγχω gedacht; wahrscheinl. compos.

French (Bailly abrégé)

v. ἀνώγω.

Russian (Dvoretsky)

ἄνωγα: pf. praes. к ἀνώγω.

Greek (Liddell-Scott)

ἄνωγα: παλαιὸς Ἐπ. πρκμ. μετὰ σημασ. ἐνεστ., ἔχων σφόδρα ἀνωμάλους σχηματισμούς: ἄνωγα, ας, ε, ἄνευ αὐξήσ., Ἰλ. καὶ Τραγ., Ἡρόδ. 3. 81· α΄ πληθ. ἄνωγμεν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλ. 528· προστ. ἄνωγε Εὐρ. Ὀρ. 119, ἀλλὰ πλεονάκις ἄνωχθι Ἰλ. Ψ. 158, Αἰσχύλ. Χο. 772, Εὐρ.· γ΄ ἑν. ἀνωγέτω Ὀδ. Β. 195, ἀνώχθω Ἰλ. Λ. 189· β΄ πληθ. ἀνώγετε Ὀδ. Ψ. 132, ἄνωχθε Χ. 437, Εὐρ. Ρῆσ. 987· ὑποτακτ. ἀνώγῃ Ὅμ., Ἡρόδ. 7. 104· ἀπαρ. ἀνωγέμεν Ἰλ. Ν. 56: - ὑπερσυντ. μετὰ σημασ. παρατ., γ΄ ἑν. ἠνώγει Ζ. 170, Σοφ.· καὶ ἄνευ αὐξήσ. ἀνώγει Ἰλ. Σ. 176· Ἰων. ἠνώγεα Ὀδ. Ι. 44, Ρ. 55: ἀλλ’ ὁ τύπος ἀνώγει ἐν Ἰλ. Ζ. 439, Η. 74, Τ. 102, Ὀδ. Ε. 139, 357, Ἡσ. Θ. 549, Ἡρόδ. 7. 104 εἶναι κατ’ ἀνάγκην ἐνεστὼς κατὰ σημασίαν, καὶ διὰ τοῦτο πρέπει νὰ ἀναχθῇ εἰς ἐνεστῶτα ἀνώγω (ἂν καὶ ἐν ἅπασι τούτοις τοῖς χωρίοις ἠδύνατο νὰ ἀναγνωσθῇ ἄνωγεν)· ἔχομεν ὡσαύτως β΄ δυϊκὸν ἀνώγετον Ἰλ. Δ. 287, καὶ (μεταγ.) β΄ ἑν. ἀνώγεις Κόϊντ. Σμ. 13. 238: - Ἐκ τούτου πάλιν τοῦ ἐνεστῶτος σχηματίζονται ὁ παρατ. ἤνωγον Ἰλ. Ι. 578, Ὀδ. Ξ. 239, ἢ ἄνωγον Ἰλ. Ε. 805, Ὀδ. Γ. 35, κτλ.· ἤνωγε Ὕμν. εἰς Δήμ. 298, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 68: μέλλ. ἀνώξω Ὀδ. Π. 404· ἀόρ. ἤνωξα Ἡσ. Ἀσπ. 479, ἀπαρ. ἀνῶξαι Ὀδ. Κ. 531· ἀόρ. ὑποτ. ἀνώξομεν, Ἐπ. ἀντὶ -ωμεν, Ἰλ. Ο. 295: - Ἐν Ἰλ. Η. 394, ὁ παρατ. ἠνώγεον ὑποτίθησιν ἕτερον ἐνεστῶτα ἀνωγέω, ἐκτὸς ἂν (μετὰ τοῦ Spitzn.) ἀναγνώσωμεν ἠνώγειν. Ποιητ. ῥῆμα (ἀπαντῶν δὶς παρ’ Ἡροδ.), κελεύω, παραγγέλω, διατάττω, Λατ. jubeo, ἰδίως ἐπὶ βασιλέων καὶ δεσποτῶν, Ἰλ. Ε. 899, κτλ.· ἀλλ’ ὡσαύτως καὶ ἐπὶ ἴσων καὶ κατωτέρων, συμβουλεύω, παρακινῶ, προτρέπω, Π. 8, Ὀδ. Β. 195, κτλ.: - Ἡ πλήρης σύνταξις εἶναι μετὰ αἰτ. προσ. καὶ ἀπαρ., σιωπᾶν λαὸν ἀνώγει, ἐκέλευσε τὸν λαὸν νὰ σιωπήσῃ, Ἰλ. Β. 280, πρβλ. Δ. 287, κτλ.· πατήρ σ’ ἄνωγε… αὐδᾶν Αἰσχύλ. Πρ. 947, πρβλ. 1037, κτλ.· πράσσειν ἄνωγας οὖν με τάδε; Σοφ. Τρ. 1247· σιγᾶν ἄνωγα (ἐνν. σε) ὁ αὐτ. Ἠλ. 1458: - παρ’ Ὁμ. ὡσαύτως μετά δοτ. προσ., Ὀδ. Κ. 531, Υ. 139, κἐξ., πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 693: - μετ’ αἰτ. προσ. μόνον, αὐτὸν θυμός… ἀνώγει, ἡ ψυχὴ του τὸν παρακινεῖ, τὸν προτρέπει, τὸν ἀναγκάζει., Ἰλ. Ο. 43· κέλομαι καὶ ἄνωγα Ὀδ. Γ. 317, κτλ.

English (Autenrieth)

perf. w. pres. meaning, imp. ἄνωχθι, -ώχθω and -ωγείτω, -ωχθε and -ώχετε, inf. -ωγέμεν, plup. ἠνώγεα, ἠνώγει and -ειν, ἀνώγει (also forms that may be referred to ἀνώγω as pres. and ipf.), ἀνώγει, -ετον, subj. ἀνώγῃ, opt. ἀνώγοιμι, ipf. ἤνωγον, ἄνωγον, fut. ἀνώξω, aor. ἤνωξα: bid, command; foll. by acc. and inf., ἄνωχθι δέ μιν γαμέεσθαι, Od. 2.113; very seldom w. dat. of person, δέμνἰ ἄνωγεν ὑποστορέσαι δμωῇσιν, Od. 20.139; freq. joined with ἐπο- τρύνω, κέλομαι, and esp. w. θῦμός, (two accusatives) τά με θῦμὸς ἀνώγει, Il. 19.102.

Greek Monolingual

ἄνωγα (πρκμ. επικ. με σημασία ενεστ.) (Α)
1. (για βασιλείς και άρχοντες) παραγγέλλω, διατάσσω
2. (μεταξύ ίσων και για κατώτερους) συμβουλεύω, παρακινώ, προτρέπω
3. φρ. «αὐτὸν θυμὸς ἀνώγει» — η ψυχή του τον προτρέπει, τον αναγκάζει (Όμηρος).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α)- + (θ. πρκμ.) ωγ - < ōg -, που συνδέεται με το (< ἦκ -τ < ēg-t) «έλεγε», το γ' εν. πρόσ. παρατατικού του ημί. Πρβλ. επίσης λατ. aiō (< ăĝ -iō) «λέγω, ισχυρίζομαι, απαντώ καταφατικά» και ădăgio «παροιμία», αρμ., ar-ac «παροιμία» και ενεστ. asem «λέγω» αντί acem, με υστερογενές -s- από IE. -k -].

Greek Monotonic

ἄνωγα: παρακ. με ενεστ. σημασία, αʹ πληθ. ἄνωγμεν· προστ. ἄνωγε ή ἄνωχθι, γʹ ενικ. ἀνωγέτω ή ἀνώχθω· βʹ πληθ. ἀνώγετε ή ἄνωχθε· γʹ ενικ. υποτ. ἀνώγῃ· απαρ. ἀνωγέμεν· υπερσ. με σημ. παρατ. ἠνώγειν και χωρίς αύξ. ἀνώγειν, Ιων. ἠνώγεα· αλλά στον Όμηρ. παρουσιάζεται στα περισσότερα σημεία ο τύπος ἀνώγει, από το ἀνώγω, από το οποίο προήλθε επίσης ο βʹ δυϊκός ἀνώγετον, παρατ. ἤνωγον ή ἄνωγον, μέλ. ἀνώξω, αόρ. αʹ ἤνωξα, υποτ. ἀνώζομεν, Επικ. αντί -ωμεν· τέλος ο παρατ. ἠνώγεον υποδηλώνει άλλον ενεστ. ἀνωγέω· προστάζω, διατάζω, επίσης συμβουλεύω, επιθυμώ, ωθώ, παροτρύνω· με αιτ. προσ. και απαρ., σιωπᾶν λαὸν ἀνώγει, πρόσταξε το λαό να σωπάσει, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης με δοτ. προσ., σε Ομήρ. Οδ.· με αιτ. προσ. χωρίς απαρ., θυμὸς ἄνωγέ με, η ψυχή μου με παρακινεί, σε Όμηρ. (αμφίβ. προέλ.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: command, order (Il.),
Other forms: perf. with present meaning, ppf. ἠνώγεα; sec. pres. ἀνώγω, aor. -ξα (Schwyzer 767d: α).
Dialectal forms: Achaean, s. Ruijgh Élém. ach. 128ff.
Origin: IE [Indo-European] [290] *h₁eǵ- say, *h₂eǵ-?
Etymology: From ἄν-ωγα proclaim loudly (< *-h₁e-h₁og-́) ablauting with he said ( *h₁e-h₁eǵ-t). Further Lat. aio (< *aǵ-i̯ō, prob. from *h₁ǵ-, but the development remains difficult; Schrijver Larr. Lat. index), adagio proverbium; Arm. ar-ac proverbium, pres. asem say (s < ); Arm. a- < h₁- before cons. would be regular. Cf. ἠμί. Hackstein, Unters. 332-4, assumes h₂- because of Toch. B akṣäṃ (but connection with ἄζω is improbable).

Middle Liddell

[deriv. uncertain].] [The verb ἄνωγα is a perfect form with present sense. The pluperfect is used with imperfect sense.]
to command, order, also to advise, desire, urge:— c. acc. pers. et inf., σιωπᾶν λαὸν ἀνώγει bade the people keep silence, Il.; also c. dat. pers., Od.; c. acc. pers., without inf., θυμὸς ἄνωγέ με my spirit bids me, Hom.

Frisk Etymology German

ἄνωγα: {ánōga}
Forms: Perf. mit Präsensbed.sekundäres Präsens ἀνώγω (vgl. Schwyzer 767d: α).
Grammar: v.
Meaning: befehlen (ep. ion. poet.),
Derivative: Ableitung ἀνωγή Befehl (A. R., Argos).
Etymology: Aus ἄνωγα laut aussagen, mit ἦ er sprach (aus *ēĝ-t) ablautend; eine dritte Ablautform im Lateinischen und Armenischen: lat. aio (aus *ăĝ-i̯ō), adagio proverbium; arm. aṙ-ac proverbium, Präs. asem sagen (mit sekundärem s aus idg. ). Vgl. ἠμί. Einzelheiten bei WP. 1, 114, Pok. 290f., W.-Hofmann s. aio.
Page 1,115