διαδρομή
Φιλόπονος ἴσθι καὶ βίον κτήσῃ καλόν → Si non laboris te piget, vives bene → Sei arbeitsam, dann hast du reichlich Lebensgut
English (LSJ)
ἡ, (διαδραμεῖν)
A running to and fro through a city, A.Th. 351 (pl.), cf. Hp.Epid.7.122, Plb.15.30.2; αἱ διαδρομαὶ τῶν ἀστέρων shooting, Arist.Mete.341a33, al.; διαδρομὰς ὀξείας ἔχειν spread rapidly, of disease, Plu.2.825d.
2 running across, Antipho 3.4.4; passage through, σπιλάδος Plu.2.476a.
3 race (perhaps team-race) or parade, OGI 339.36 (Sestos), 764.24 (Pergam.), SIG694.56 (Elaea, ii B. C.).
4 a cavalry manoeuvre, Anon. ap. Suid.
5 Medic.,
5 Medic., διαδρομὴ πνευμάτων = βορβορυγμός, Dsc.5.45; sensation, διαδρομὴ νυγματώδης, διαδρομὴ φρικώδης, Sor.2.17, Philum.Ven.17.1.
6 course, ἡμέρα δωδεκάωρος διαδρομή Secund.Sent.4.
II place for running through, passage, X.Cyn.10.8; of fish-ponds, δ. ἰχθυοτρόφοι Plu.Luc.39.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
• Morfología: [dór. plu. gen. διαδρομᾶν A.Th.351]
I como n. de acción
1 carrera εὐνοῦχος ἐκ κυνηγεσίης καὶ διαδρομῆς ὑδραγωγὸς γίνεται Hp.Epid.7.122, τῆς διαδρομῆς αἰτίας (θανάτου) ... γενομένης Antipho 3.4.4, πλήρης ἦν ἡ πόλις θορύβου καὶ φώτων καὶ διαδρομῆς Plb.15.30.2, cf. D.S.20.15, Plu.Cor.30, Ages.31, Pel.12, ref. una maniobra de caballería, Sud.
•heleníst., como ejercicio de entrenamiento milit. para jóvenes y efebos διαδρομὰς ἐτίθει τοῖς τε ἐφήβοις καὶ τοῖς νέοις ISestos 1.36, cf. 69 (II a.C.), SIG 694.56, OGI 764.48 (ambas Pérgamo II a.C.), Milet 1(9).368.18 (II/I a.C.), ἐνόπλιοι διαδρομαί Sud.
•fuga ἁρπαγαὶ δέ, διαδρομᾶν ὁμαίμονες A.l.c.
•διαδρομὴ ... σπιλάδος ráfaga de viento Plu.2.476a
•astr. αἱ διαδρομαὶ τῶν ἀστέρων = las estrellas fugaces Arist.Mete.341a33, Ptol.Tetr.2.14.10
•medic. πνευμάτων διαδρομαί gases, borborigmo Dsc.5.45
•como síntoma φρικώδης διαδρομή = escalofrío Philum.Ven.17.1, νυγματώδης Sor.105.15, 114.10.
2 de una enfermedad difusión, propagación, contagio ἐν σώματι προσκρουμάτων διαδρομὰς ὀξείας ἐχόντων Plu.2.825d.
3 lapso de tiempo τί ἡμέρα; ... δωδεκάωρος διαδρομή Secund.Sent.4, μετὰ τὴν τοῦ εἰρημένου χρόνου διαδρομήν Cod.Iust.1.3.45.1b.
II concr.
1 paso de un jabalí ὅπως ἂν ᾖ αὐτῷ ἱκανὴ διαδρομή X.Cyn.10.8
•anat. conducto τὰς διαδρομὰς τῶν πόρων ὀνομάζει στενωπούς Longin.32.5.
2 estanque usado como vivero de peces ἰχθυοτρόφος Plu.Luc.39.
German (Pape)
[Seite 577] ἡ, 1) das Hinlaufen u. Herlaufen, Aesch. Spt. 351; Pol. 15, 30 u. a. Sp.; διαδρομὴν ἔχειν, von einer Krankheit, sich verbreiten, Plut. reip. ger. pr. g. E. – 2) die Stelle, wo man durchlaufen kann, Durchgang, Xen. Cyn. 10, 8. – Bei Plut. Lucull. 39 = Wassergraben.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
I. 1 (διά de côté et d'autre) diffusion, propagation d'une maladie;
2 (διά à travers) litt. course à travers ; allées et venues;
II. espace libre pour une course ; espace où peuvent s'ébattre les poissons, particul. vivier.
Étymologie: διαδραμεῖν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διαδρομή -ῆς, ἡ [διατρέχω] Dor. gen. plur. -ᾶν heen en weer geloop, paniek:. ἁρπαγαὶ δὲ διαδρομᾶν ὁμαίμονες plunderingen die gepaard gaan met paniek Aeschl. Sept. 351; διαδρομαὶ γυναικῶν heen en weer geloop van vrouwen Plut. Cor. 30; πολλῆς... διαδρομῆς δεῖ het vereist veel heen en weer lopen Luc. 36.10. bewegingsruimte kweekvijver:. διαδρομαὶ ἰχθυοτρόφοι kweekvijvers voor vissen Plut. Luc. 39.2.
Russian (Dvoretsky)
διαδρομή: ἡ тж. pl.
1 бегание взад и вперед, беготня, суматоха (ἁρπαγαὶ διαδρομᾶν ὁμαίμονες Aesch., θόρυβος καὶ δ. Polyb.: κραυγαὶ καὶ διαδρομαί Plut.);
2 распространение: προοκρού(σ)ματα διαδρομὰς ὀξείας ἔχοντα Plut. быстро распространяющиеся недуги;
3 движение, течение (διαδρομαὶ τῶν ἀστέρων Arst.);
4 свободный проход, дорожка (ἱκανὴ δ. τινι Xen.);
5 бассейн: διαδρομαὶ ἰχθυοτρόφοι Plut. рыбные садки.
Greek Monolingual
η (AM διαδρομή)
1. το να διατρέχει κανείς ή κάτι, ορισμένο τοπικό ή χρονικό διάστημα
2. το μεταξύ δύο σημείων τοπικό ή χρονικό διάστημα
νεοελλ.
1. σύντομο ταξίδι αναψυχής με πλοίο
2. ο χρόνος που διατέθηκε γι' αυτό το ταξίδι αναψυχής
αρχ.
1. μετάβαση από τόπου σε τόπο
2. η δίοδος
3. ο χώρος που προσφέρεται για διέλευση
4. «διαδρομαί πνευμάτων» — οι βορβορυγμοί
5. η βιαστική μετάβαση απέναντι
6. υδραγωγείο
7. αίσθηση που διατρέχει το σώμα.
Greek Monotonic
διαδρομή: ἡ (διαδραμεῖν),
I. 1. περιπλάνηση από το ένα μέρος μιας πόλης στο άλλο, σε Αισχύλ.
2. επιδρομή, λεηλασία, σε Πλούτ.
II. δίοδος, πέρασμα, σε Ξεν.· υδραγωγείο, υδραγωγός, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
διαδρομή: ἡ, (διαδραμεῖν) τὸ διατρέχειν, Αἰσχύλ. Θήβ. 351, πρβλ. Ἱππ. 1240C. Πολύβ. 15. 30, 2· αἱ διαδρομαὶ τῶν ἀστέρων (πρβλ. διαθέω, διαΐσσω) Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 3, 33, κ. ἀλλ. διαδρομαὶ πνευμάτων, βορβορυγμοί, Διοσκ. 5. 55· δ. ἔχειν, διαδίδομαι, ἐξαπλοῦμαι, ἐπὶ νόσου, Πλούτ. 2. 825D. 2) τὸ τρέχειν διὰ μέσου, μεταβαίνειν ἐν σπουδῇ ἀπέναντι, Ἀντιφῶν 124. 22. ΙΙ. μέρος δι’ οὗ δύναται νὰ δράμῃ τις, δίοδος, Ξεν. Κυν. 10, 8· ὑδραγωγεῖον, Πλούτ. Λουκούλ. 39.
Middle Liddell
διαδρομή, ἡ, διαδραμεῖν
I. a running about through a city, Aesch.
2. a foray, Plut.
II. a passage through, Xen.: an aqueduct, Plut.