ἀμέρδω
Τὰ χρήματ' ἀνθρώποισιν εὑρίσκει φίλους → Invenit amicos hominibuspecunia → Was den Menschen Freunde findet, ist das Geld
English (LSJ)
[ᾰ], A fut. -σω Orph.L.169: aor. ἤμερσα, poet. ἄμ- (v. infr.):—Pass., aor. ἠμέρθην (v. infr.).—Ep., rarely in Trag., never in Att. Prose:—deprive, bereave one of something properly belonging to one, c. acc. pers. et gen. rei, ὀφθαλμῶν μὲν ἄμερσε Od.8.64 (v.l.); εὖτ' ἂν δὴ Κύκνον γλυκερῆς αἰῶνος ἀμέρσῃς Hes.Sc.331, cf. Simon.117; εἰ μὴ στάσις.. σ' ἄμερσε πάτρας Pi.O.12.16: also c. dupl. acc. pers. et rei, τιμὴν ἤμερσεν Ὀλύμπια δώματ' ἔχοντας h.Cer.312: also c. acc. et dat., ὀφθαλμῶν σέλας ἤμερσε βροτοῖσιν Man.6.550:—Pass., to be bereft of, φίλης αἰῶνος ἀμερθῇς Il.22.58; οὐδέ τι δαιτὸς ἀμέρδεαι Od.21.290; τὸ ἧπαρ τῆς ἐκροῆς ἀμερθέν Aret.CA2.6, cf. Hierocl.in CA24p.470M.: rarely c. acc. rei, ἂν.. καρπὸν ἀμερθῶσι Thphr. HP 9.8.2.
2 c. acc. pers. only, bereave of natural rights, τὸν ὁμοῖον ἀμέρσαι Il.16.53; ὄσσε δ' ἄμερδεν αὐγὴ χαλκείη blinded the eyes, ib.13.340, cf. Hes.Th.698; ἔντεα πατρὸς καλά, τὰ.. καπνὸς ἀμέρδει robs of their lustre, tarnishes, Od.19.18.
3 Act. in pass. sense, lose, βίον E.Hec.1027 (lyr.).
II later, = ἀμέργω, pluck, λειμώνιον ἄνθος ἀμέρσας (cj. Scalig.) AP7.657 (Leon.). (ἀ- euph., cf. μέρδει.)
Spanish (DGE)
• Prosodia: [ᾰ-]
1 dañar c. ac. ὄσσε δ' ἄμερδεν αὐγὴ χαλκείη Il.13.340, ὄσσε δ' ἄμερδε ... αὐγὴ ... κεραυνοῦ Hes.Th.698, ἔντεα ... καπνὸς ἀ. Od.19.18
•perjudicar, dañar ὁππότε δὴ τὸν ὁμοῖον ἀνὴρ ἐθέλῃσιν ἀμέρσαι Il.16.53
•abs. οἵγ' ἐθέλοντες ἀμέρσαι (op. οἱ μὲν ἀμυνόμενοι) A.R.1.749.
2 privar, quitar c. gen. o ac. neutr. de cosa ὀφθαλμῶν μὲν ἄμερσε, δίδου δ' ἡδεῖαν ἀοιδήν Od.8.64, οὐδέ τι δαιτὸς ἀ. Od.21.290, γλυκερῆς αἰῶνος ἀ. Simon.130.3D.
•c. ac. de pers. y gen. de cosa θυσιῶν ἤμερσεν Ὀλύμπια δώματ' ἔχοντας h.Cer.312, εὖτ' ἂν δὴ Κύκνον γλυκερῆς αἰῶνος ἀμέρσῃς Hes.Sc.331, εἰ μὴ ... σ' ἄμερσε πάτρας Pi.O.12.16
•c. dat. de pers. y ac. de cosa ὀφθαλμῶν σέλας ἀμφοτέρων ἤμερσε βροτοῖσιν Man.6.550
•c. ac. neutr. y giro preposicional ἄμερσαν ... ἐκ χειρῶν γέρας B.11.36
•tb. c. dat. de pers. y ac. objeto de cosa μερόπεσσι ... ὄρθριον ὕπνον ἄμερσε ... χελιδών la golondrina privó a los hombres del sueño mañanero Nonn.D.3.13
•tb. c. ac. obj. βίοτον E.Hec.1027
•de ahí en v. pas. perder, ser privado de c. gen. μηδὲ ... φίλης αἰῶνος ἀμερθῇς y para que no pierdas tu vida, Il.22.58, ὀλβίου αἰῶνος ἀμερθείς Emp.B 158, τὸ ἧπαρ τῆς ἐκροῆς ἀμερθέν el hígado privado de su capacidad de secreción Aret.CA 2.6.1, c. ac. de rel. ὅταν ἀμερθῶσι τὸν καρπόν cuando (las plantas) son privadas de su fruto Thphr.HP 9.8.2
•tb. abs. ὡς δ' ὅτε τηκόμενος φλογερῷ πυρὶ κηρὸς ἀμερθῇ como cundo se pierde la cera derretida por el fuego brillante Apoll.Met.Ps.67.3 (pero cf. ἀμέλδειν).
• Etimología: Cf. ἀμέργω.
German (Pape)
[Seite 122] (ἀμείρω, μέρος, vgl. Buttm. Lexil. I, 137), untheilhaftig machen, berauben, Hom. sechsmal, Od. 8, 64 ὀφθαλμῶν μὲν ἄμερσε (verst. τὸν Δημόδοκον), Iliad. 16, 53 ὁππότε δὴ τὸν ὁμοῖον ἀνὴρ ἐθέλῃσιν ἀμέρσαι, 22, 58 αὐτὸς δὲ φίλης αἰῶνος ἀμερθῇς, Od. 21, 290 οὐδέ τι δαιτὸς ἀμέρδεαι, 19, 18 ἔντεα καλά, τά μοι ἀκηδέα καπνὸς ἀμέρδει, des Glanzes beraubt, blind macht; Iliad. 13, 340 ὄσσε δ' ἄμερδεν αὐγὴ χαλκείη κορύθων ἄπο λαμπομενάων κτἑ., blendete die Augen; – Hes. Th. 698 Sc. 331; Pind. πάτρας Ol. 12, 18; mit doppeltem acc. τιμὴν ἤμερσεν Ὀλύμπια δώματ' ἔχοντας H. h. Cer. 312; rauben, βίοτον Eur. Hec. 1080; beschädigen, Sp. D.; Nic. Ther. 686 ἄμερσεν = ἄμερξεν.
French (Bailly abrégé)
1f. ἀμέρσω, ao. ἥμερσα, pf. inus.
Pass. seul. ao. ἠμέρθην;
1 priver de sa part, priver : τινα dépouiller, spolier qqn;
2 être privé de, perdre : βίον EUR la vie.
Étymologie: R. Μερ avoir ou donner une part.
2impf. épq. ἄμερδον;
1 aveugler;
2 obscurcir, ternir.
Étymologie: ἀ, R. Μαρ briller.
Russian (Dvoretsky)
ἀμέρδω:
1 отнимать, лишать (τινά τι HH и τινά τινος Hes., Pind.): ὀφθαλμῶν ἀμέρσαι Hom. лишить зрения; ἀμέρσασθαι λαμπάδος φέγγος Anth. погасить светильник;
2 обездоливать, ограблять (τινά Hom.);
3 поражать, ослеплять (ὄσσε Hom.);
4 лишать блеска, делать тусклым, покрывать копотью (ἔντεα ἀκηδέα Hom.);
5 срывать (ἄνθος Anth.);
6 похищать (βίον Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμέρδω: [ᾰ]: μέλλ. -σω, Ὀρφ.: ἀόρ. ἤμερσα, Ἐπ. ἄμ-: ― Μέσ. ἀόρ. μετοχ. ἀμερσάμενος: ― Παθ., ἀόρ. ἠμέρθην: ― Ἐπ. ῥῆμα, σπανίως εὑρισκόμενον παρὰ Τραγ., οὐδέποτε ἐν τῷ Ἀττ. πεζῷ λόγῳ (πρβλ. ἀπαμείρω) = ἀποστερῶ τινά τινος, ἀφαιρῶ τινός τι, ζημιῶ τινα, ἀείποτε δὲ ἐπὶ πράγματος ἀνήκοντος κυρίως εἴς τινα, μετ’ αἰτ. προσ. καὶ γεν. πράγ., ὀφθαλμῶν μὲν ἄμερσε Ὀδ. Θ. 64· εὖτ’ ἂν δὴ Κύκνον γλυκερῆς αἰῶνος ἀμέρσῃς Ἡσ. Ἀσπ. 331, πρβλ. Σιμων. 115· (ἴδε κατωτέρω)· εἰ μὴ στάσις… σ’ ἄμερσε πάτρας Πινδ. Ο. 12. 24· ὡσαύτως μὲ διπλ. αἰτιατ. προσώπ. καὶ πράγμ., τιμὴν ἤμερσεν Ὀλύμπια δώματ’ ἔχοντας Ὕμ. Ὁμ. εἰς Δήμ. 312: ― Παθ. στερίσκομαι πράγματός τινος, φίλης αἰῶνος ἀμερθῇς Ἰλ. Χ. 58· οὐδὲ τι δαιτὸς ἀμέρδεαι Ὀδ. Φ. 290· τὸ ἦπαρ τῆς ἐκροῆς ἀμερθὲν Ἀρετ. περὶ Ὀξ. Παθ. 2. 6: ― σπάν. μετ’ αἰτ. πράγ. ἄν… καρπὸν ἀμερθῶσι (ἄλλη γρ. ἀμέρσωσι, ἴδε κατωτ. 2) Θεοφρ. Ἱ. Φ. 9. 8, 2. 2) μετ’ αἰτ. προσ. μόνον, στερῶ τῶν φυσικῶν δικαίων, τὸν ὁμοῖον ἀμέρσαι Ἰλ. Π. 53: οὕτω καί, ὄσσε δ’ ἄμερδεν αὐγὴ χαλκείη, ἡ τοῦ χαλκοῦ λάμψις ἠμαύρου, ἐθάμβωνε τοὺς ὀφθαλμούς, Ἰλ. Ν. 340· πρβλ. Ἡσ. Θ. 698· ἔντεα πατρὸς καλὰ τά… καπνὸς ἀμέρδει, ἀφαιρεῖ τὴν στιλπνότητα αὐτῶν, τὰ ἀμαυροῖ, τὰ μαυρίζει, Ὀδ. Τ. 18· οὕτω καὶ μέσως, φέγγος ἀμερσάμενος, ἀποσβέσας αὐτό, Ἀνθ. Π. 15, 32. 3) ἅπαξ τὸ ἐνεργ. φαίνεται ἔχων τὴν ἔννοιαν τοῦ παθ., στεροῦμαι, ἀμέρσας βίον Εὐρ. Ἑκ. 1029 (λυρ.)· τινὲς ὅμως ἑρμηνεύουσιν ἀφανίσας καὶ ἀναφέρουσιν αὐτὸ εἰς τὸν φόνον τοῦ Πολυδώρου ὑπὸ τοῦ Πολυμήστορος. ΙΙ. παρὰ μεταγ. ποιητ. ἐν χρήσει ὡς τὸ ἀμέργω, δρέπω, λειμώνιον ἄνθος ἀμέρσας (ἐκτὸς ἂν πρέπῃ νὰ ἀναγνωσθῇ ἀμέρξας) Ἀνθ. Π. 7. 657. (Ἐκ √ΜΕΡ (μείρομαι) μετὰ προθεματ. α. Ὁ Πίνδ. μεταχειρίζεται τὸν τύπον ἀμείρω).
English (Autenrieth)
(1) (μέρος), aor. ἤμερσα, ἄμερσα, inf. ἀμέρσαι, pass. pres. ἀμέρδεαι, aor. subj. ἀμερθῇς: deprive of one's share, deprive, Od. 8.64; pass., be deprived of, forfeit, τινός, Χ, Od. 21.290.
(2) (μάρμαρος), only pres. and ipf.: dazzle, blind by excess of light, Il. 13.340; similarly, make lustreless, tarnish, ἔντεα κάπνος ἀμέρδει, Od. 19.18.
English (Slater)
ᾰμέρδω deprive c. acc. & gen. εἰ μὴ στάσι ἀντιάνειρα Κνωσίας σ' ἄμερσε πάτρας (O. 12.16)
Greek Monolingual
ἀμέρδω (Α)
1. αφαιρώ από κάποιον κάτι που του ανήκει, στερώ, αποστερώ
2. αποστερώ κάποιον από τα φυσικά του δικαιώματα
3. (για τα μάτια) θαμπώνω, τυφλώνω
4. (το ενεργητικό όπως και το μέσο με παθητική σημασία) στερούμαι, χάνω
5. ό,τι και το αμέργω, δρέπω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθ. συνδέεται ετυμολογικά με το αρχ. ινδ. mŗdnāti, mardati «συνθλίβω, κονιοποιώ» (πρβλ. και μαραίνω) ή σύμφωνα με άλλη άποψη συνάπτεται προς το βραδύς (< μραδύς).
ΠΑΡ. μσν. ἄμερσις.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀμερσίγαμος.
Greek Monotonic
ἀμέρδω: [ᾰ], μέλ. -σω, αόρ. αʹ ἤμερσα, Επικ. ἄμερσα — Μέσ. αόρ. αʹ μτχ. ἀμερσάμενος — Παθ. αόρ. αʹ ἠμέρθην· (α ευφωνικό, μείρομαι),
1. αποστερώ, αφαιρώ από κάτι, με γεν., σε Ησίοδ., Ομήρ. Οδ. — Παθ., στερούμαι κάποιου πράγματος, γλυκερῆς αἰῶνος ἀμέρσῃς, οὐδέ τι δαιτός ἀμέρδεαι, σε Όμηρ.
2. με αιτ. προσ. μόνο, αποστερώ των φυσικών δικαιωμάτων του, ληστεύω, σε Ομήρ. Ιλ.· ὄσσεδ' ἄμερδεν αὐγή, η λάμψη θάμπωσε τα μάτια, τα τύφλωσε, στο ίδ.· ἔντεα καπνὸς ἀμέρδει, ο καπνός αφαιρεί τη στιλπνότητά τους, τα μαυρίζει, σε Ομήρ. Οδ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: deprive of something properly belonging to somebody (Il.); cf. Fraenkel Phil. 97, 172f.
Other forms: μέρδει· κωλύει, βλάπτει H.; μερθεῖσα· στερηθεῖσα H.
Origin: IE [Indo-European] [736] *h₂merd- cause injury
Etymology: If the form without the initial vowel is secondary, the root may have been *h₂merd-, which will be that found in Skt. mr̥dnāti, mardati zerreiben, zerdrücken (cf. μαραίνω), OAv. morǝndat, Lat. mordeo, OE smeortan cause pain (with s- of Germanic origin). - Perhaps here ἀμείρω.
Middle Liddell
μείρομαι, 1. to deprive of, bereave of, a thing, c. gen., Hes., Od.:—Pass. to be bereft of a thing, αἰῶνος, δαιτός Hom.
2. c. acc. pers. only, to bereave of his rights, to rob, Il.; ὄσσε δ' ἄμερδεν αὐγή the glare bereft the eyes of power, blinded them, Il.; ἔντεα καπνὸς ἀμέρδει the smoke robs the arms of lustre, tarnishes them, Od.
Frisk Etymology German
ἀμέρδω: {amérdō}
Forms: Eine kürzere Form bei H.: μέρδει· κωλύει, βλάπτει, μερθεῖσα· στερηθεῖσα.
Grammar: v.
Meaning: berauben (ep. poet.); zur Bedeutung (auch verletzen, schädigen oder sogar blenden?) Persson Beitr. 219f., Fraenkel Phil. 97, 172f.
Derivative: Davon nach Strömberg Pflanzennamen 65 ἀμερσίνη (Dsk.).
Etymology: Sichere Verwandte fehlen: Anschluß an aind. mr̥ḍnā́ti, mardati zerreiben, zerdrücken (vgl. μαραίνω und WP. 2, 278 m. Lit.) scheint allenfalls möglich. Bechtel Lex. 38 zieht auch βραδύς langsam (aus *μραδύς) hierher.
Page 1,92