ὑποτείνω

From LSJ
Revision as of 14:49, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποτείνω Medium diacritics: ὑποτείνω Low diacritics: υποτείνω Capitals: ΥΠΟΤΕΙΝΩ
Transliteration A: hypoteínō Transliteration B: hypoteinō Transliteration C: ypoteino Beta Code: u(potei/nw

English (LSJ)

(A),
A stretch under, put under, ὀθόνιον Hp.VC14, Pl.Ti.74a; δοκίδα ὑπὸ τὴν κλίνην Hp.Fract.13; ἀντηρίδας... ὑπέτειναν πρὸς τοὺς τοίχους = fixed stay-beams to strengthen the ship's sides, Th.7.36:—Pass., ὑποτείνομαι to be extended beneath, Arist.PA695a2.
b intr., extend under, subtend, ὑπὸ τὴν μείζω γωνίαν ὑποτείνει τὴν τοῦ τριγώνου (sc. ἡ γραμμή) Id.Mete.376a13; ἡ τὴν ὀρθὴν γωνίαν ὑποτείνουσα (sc. γραμμή or πλευρά) the hypotenuse or line subtending the right angle, Apollod. ap. Ath.10.418f; so ἡ ὑποτείνουσα alone, Pl.Ti.54d, Arist.IA709a1, 20; of a chord, subtend an arc, Euc.3.29; ἡ τὴν ΜΝΞ περιφέρειαν ὑποτείνουσα εὐθεῖα Theodos. Tripol.Sphaer.2.33 Heiberg.
2 strain, pull hard, [τοὺς κάλως] Ar.Pax458: metaph., μεγάλας ὀδύνας ὑ. intensifies, S.Aj. 262 (anap.).
II hold out hopes, offer, c. inf., ὑ. τὰ ἐμπόρια συνελευθεροῦν Hdt.7.158, cf. Th.8.48; also ὑ. [τινὶ] μισθούς Ar.Ach.657; ἐλπίδας, ὑποσχέσεις, D.13.19, 23.14:—Med., D.C.38.31.
2 lay before or put before one, present, suggest, ὑ. τοῖς λόγοις μέμψιν Paus.7.9.4; ὑ. λόγους τινὶ τοιούτους λέγειν E.Or.915 (tm.); ἀπάτην Plu.Tim.10:—Med., Pl.Tht.179e; also, propose a question, Id.Grg.448e; τὸ προοίμιον δύο ταῦτα ὑποτείνεται = has as its subjects, Steph. in Gal.1.233 D.

(B), v. ὑποτίνω.

French (Bailly abrégé)

I. tendre dessous :
1 au propre τι πρός τι fixer fortement une chose contre une autre;
2 proposer, promettre, acc. ; avec un inf. : τὸν βασιλέα φίλον ποιῆσαι THC se faire fort de concilier (à son pays) l'amitié du grand roi;
3 proposer, suggérer, acc.;
II. tendre fortement ; fig. ὑπ. ὀδύνας SOPH causer une vive douleur.
Étymologie: ὑπό, τείνω.

German (Pape)

(τείνω),
1 darunterspannen, ausstrecken, ὑπέτεινεν οἷον στρόφιγγας Plat. Tim. 74a; ausgestreckt vorhalten, dah. übertragen = vorzeigen, versprechen, c. inf., Her. 7.158; Thuc. 8.48; μισθούς τινι Ar. Ach. 632; ἐλπίδας τινί Dem. 13.19 (vgl. Jacobs Ach.Tat. p. 989), Hoffnung erregen; ἀπάτην αὐτοῖς Plut. Timol. 10; – vorlegen, z.B. eine Frage, auch im med., Plat. Gorg. 448e, Theaet. 179d; – anspannen, steigern, ὀδύνας, Schmerzen anspannen, d.i. heftige Schmerzen erregen, Soph. Aj. 255.
2 intr., sich darunter hinerstrecken, darunter gespannt sein, αἱ ὑπὸ τὰς γωνίας ὑποτείνουσαι πλευραί, die unter den Winkeln sich erstreckende Seite, die Gegenseite der Winkel, Plat. Tim. 54d und Mathem., bes. unter dem rechten Winkel, die Hypotenuse.

Russian (Dvoretsky)

ὑποτείνω:
1 натягивать снизу (τι περί τι Plat.): ὑ. ἀντήριδας πρὸς τοὺς τοίχους Thuc. укреплять борты балками;
2 подтягивать канатами (sc. τοῖς κάλῳς Arph.);
3 возбуждать, вызывать, причинять (μεγάλας ὀδύνας Soph.);
4 протягивать, перен. предлагать, обещать: ὑ. μισθούς Arph. предлагать вознаграждение, т. е. действовать подкупом; ὑ. ποιεῖν τι Her., Thuc. обещать сделать что-л.; ὑ. τὰς ὑποσχέσεις Dem. давать обещания;
5 внушать (τὰς ἐλπίδας τινί Dem.; τινὶ λόγους τοιούτους λέγειν Eur. - in tmesi);
6 med. ставить вопрос: σκεπτέον, ὥσπερ αὐτοὶ ὑποτείνονται Plat. необходимо рассмотреть, как они ставят вопрос;
7 мат. протягиваться: ὑπὸ τὴν μείζω γωνίαν ὑ. τοῦ τριγώνου Arst. противолежать большему углу треугольника; ἡ ὑποτείνουσα (sc. γραμμή или πλευρά) Plat., Arst. гипотенуза.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποτείνω: μέλλ. -τενῶ, ἐκτείνω ὑποκάτω, θέτω ὑποκάτω, Ἱππ. π. τῶν ἐν Κεφ. Τρωμ. 908, Πλάτ. Τίμ. 74Α· τι ὑπό τι Ἱππ. π. Ἀγμ. 761· ἀντηρίδας... ὑπ. πρὸς τοὺς τοίχους, ἐνέπηξε δοκοὺς ἐγκαρσίους ὅπους στηρίξῃ τὰς πλευρὰς τοῦ πλοίου, Θουκ. 7. 36 - παθ., ἐκτείνομαι ὑποκάτω, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 12, 30. β) ἀμεταβ., ὑπὸ τὴν μείζονα γωνίαν ὑπ. τὴν τοῦ τριγώνου (ἐξυπ. ἡ γραμμὴ) Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 5, 6· ἡ τὴν ὀρθὴν γωνίαν ὑποτείνουσα (ἐξυπ. γραμμὴ ἢ πλευρὰ) Ἀπολλόδωρος ὁ ἀριθμητικὸς παρ’ Ἀθην. 418F· οὕτω μόνον ἡ ὑποτείνουσα Πλάτ. Τίμ. 54D, Ἀριστ. π. Ζ. Πορ. 9. 3 καὶ 7· ὡσαύτως ἡ νευρὰ τόξου. Μαθηματ. 2) ἐντείνω, τεντώνω ἰσχυρῶς., [τοὺς κάλως] Ἀριστοφ. Εἰρ. 458· - μεταφ., μεγάλας ὀδύνας ὑποτείνει, ὑφαπλώνει ἢ προξενεῖ εἰς τὴν ψυχήν, Σοφ. Αἴ. 262. ΙΙ. προτείνω ἣ ὑπισχνοῦμαι νά, μετ’ ἀπαρ. ὑποτείνοντές τε τὰ ἐμπόρια ἐλευθεροῦν Ἡρόδ. 7. 158, πρβλ. Θουκ. 8. 48· - μεταφ., ὑπ. τινὶ μισθοὺς Ἀριστοφ. Ἀχ. 657· ἐλπίδας, ὑποσχέσεις Δημ. 121. 24., 625. 6· - οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Δίων Κάσσ. 38. 31. 2) προβάλλω ἐνώπιόν τινος, προσφέρω, προτείνω, ὑπ. τοῖς λόγοις μέμψιν Παυσ. 7. 9, 4· ὑπ. τινὶ λόγους τοιούτους λέγειν Εὐρ. Ὀρ. 905· ἀπάτην Πλουτ. Τιμολ. 10· - οὕτως ἐν τῷ μέσ., Πλάτ. Θεαίτ. 179Ε· ἀλλ’ ὡσαύτως προτείνω ἐρώτημα, ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 448Ε.

Greek Monolingual

(I)
ὑποτείνω, ΝΜΑ τείνω
(το θηλ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) βλ. υποτείνουσα
αρχ.
1. τοποθετώ τεντωμένο κάτι κάτω από κάτι άλλο («ὑποτείνειν δοκίδα ὑπὸ τὴν κλίνην», Ιπποκρ.)
2. τεντώνω με δύναμη («ὑπότεινε δὴ πᾶς καὶ κάταγε τοῖσιν κάλῳς», Αριστοφ.)
3. επιτείνω, αυξάνω («μεγάλας ὀδύνας ὑποτείνει», Σοφ.)
4. προτείνω, υπόσχομαι (α. «ὑποτείνοντός τε τὰ ἐμπόρια συνελευθεροῦν», Ηρόδ.
β. «πολλὰ ἀγαθὰ τοῖς ἄλλοις ἀνθρώποις ύπετείνατο», Δίων Κάσσ.)
5. προτείνω, προβάλλω κάτι ενώπιον κάποιου («ταῦτα δ' ύπέτεινεν αὐτοῖς άπάτην τεχνάζων», Πλούτ.)
6. εκτείνομαι αποκάτω ή απέναντι από κάποιο σημείο («ὑπὸ τὴν μείζονα γωνίαν ὑποτείνει τὴν τοῦ τριγώνου [ενν. ἡ γραμμή», Αριστοτ.)
7. μέσ. ὑποτείνομαι
προτείνω ερώτημα ή ζήτημαὥσπερ τὰ ἔμπροσθέν σοι ὑπετείνατο Χαιρεφῶν καὶ αὐτῷ καλῶς καὶ διὰ βραχέων ἀπεκρίνω», Πλάτ.).
(II)
A
βλ. υποτίνω.

Greek Monotonic

ὑποτείνω: μέλ. -τενῶ,
I. 1. εκτείνω, τεντώνω από κάτω, βάζω, θέτω από κάτω, ἀντηρίδας ὑποτείνω πρὸς τοὺς τοίχους, μπήγω εγκαρσίως δοκάρια, έτσι ώστε να ενισχύσω, να στρίξω τις πλευρές του πλοίου, σε Θουκ.
2. τεντώνω ισχυρά, σε Αριστοφ.· μεταφ., ενισχύω την ένταση, επιτείνω, αυξάνω πολλαπλασιάζω, σε Σοφ.
II. 1. υπόσχομαι, προτείνω να κάνω κάτι, με απαρ., σε Ηρόδ., Θουκ.· επίσης, ὑποτείνω τινὶ μισθούς, σε Αριστοφ.· ἐλπίδας, σε Δημ.
2. προτείνω, ὑποτείνω τινὶ λέγειν, σε Ευρ.

Middle Liddell

fut. -τενῶ
I. to stretch under, put under, ἀντηρίδας ὑπ. πρὸς τοὺς τοίχους to fix stay-beams so as to strengthen the ship's sides, Thuc.
2. to strain tight, Ar.: metaph. to intensify, Soph.
II. to hold out hopes, to offer to do a thing, c. inf., Hdt., Thuc.:—also, ὑπ. τινὶ μισθούς Ar.; ἐλπίδας Dem.
2. to suggest, ὑπ. τινὶ λέγειν Eur.

Lexicon Thucydideum

subtendere, to stretch underneath, 7.36.2,
promittere, to promise, 8.48.1.