ἀγωνία
ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)
English (LSJ)
ἡ,
A contest, struggle for victory, ἀγὼν διὰ πάσης ἀγωνίης ἔχων Hdt.2.91; πολεμίων ἀ. E.Hec.314, cf. Tr.1003; especially in games, Pi.O.2.52, P.5.113:—also in Prose, ἐν δημοτικῇ ἀ. X.Cyr.2.3.15; ἅπασαν ἀ. ἐκτεἶναι [D.]60.30, etc.
2 gymnastic exercise, Hp.Art. 11, Pl.Men.94b, Lg.765c, etc.: generally, exercise, Id.Grg.456d sq., R.618b.
3 of the mind, agony, anguish, ἐν φόβῳ καὶ πολλῇ ἀ. D.18.33, cf. Men.534.12 (pl.), Arist.Pr.869b6; ἐν τοῖς τῆς ψυχῆς φόβοις, ἐλπίσιν, ἀγωνίαις Id.Spir.483a5; cf. Chrysipp.Stoic.2.248, al., Phld.Ir.p 56 W. (pl.), Nic.Dam.Vit. Caes.9.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Prosodia: [ᾰ-]
I 1concurso, competición ἀγῶνα ... τιθεῖσι διὰ πάσης ἀγωνίας ἔχοντα fundan juegos con todo tipo de competiciones Hdt.2.91, τὸ δὲ τυχεῖν πειρώμενον ἀγωνίας δυσφρονᾶν παραλύει Pi.O.2.52, ἀγωνίας ... σθένος vigor en las competiciones Pi.P.5.113, ἐν δημοτικῇ ἀγωνίᾳ X.Cyr.2.3.15.
2 combate πολεμίων ἀ. E.Hec.314
•δοριπετὴς ἀ. muerte producida por un dardo E.Tr.1003.
3 jur. vista de una causa, juicio οὐ ... τὴν ἀγωνίαν ὑπεισελθεῖν βουλομένοις Iust.Nou.49.1 proem.
II 1ejercicio o arte de la lucha τῇ ῥητορικῇ χρῆσθαι ὥσπερ τῇ ἄλλῃ πάσῃ ἀγωνίᾳ Pl.Grg.456c, cf. Pl.Men.94b.
2 ejercicio corporal op. γράμματα y μουσική Democr.B 179, cf. Hp.Art.11, Plb.4.56.4, Eu.Luc.22.44, LXX 2Ma.3.14, 16, εἰς ἀγωνίαν τὸν λίθον πίπτοντα Callistr.1.
III fig. preocupación, angustia ἔφησε τὴν ἀγωνίαν τοῦ λέγειν πέδην εἶναι Hyp.Fr.203, ἐν φόβῳ καὶ πολλῇ ἀγωνίᾳ D.18.33, διαβολὴ καὶ ἀ. Epicur.Fr.[20] 4, cf. 21, Arist.Pr.869b6, Men.Fr.844.12, Ach.Tat.5.27.1, ἐν ἀγωνίᾳ 'γεγόνειμεν οὐ μεικρᾷ, πολλῷ χρόνῳ μὴ κομισθέντων σου γραμμάτων POxy.3991.24 (II/III d.C.), cf. BGU 884.1.6 (II/III d.C.), PTeb.423.13 (III d.C.)
•duelo ἀ. περὶ ταφῆς Bio Bor.70
•ansiedad, miedo Plb.3.43.8.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 lutte dans les jeux ; exercice gymnastique, exercice en gén.
2 lutte en gén. ; fig. anxiété, angoisse;
NT: agonie.
Étymologie: ἀγών.
German (Pape)
ἡ,
1 Wettkampf, Her. 2.91; nach Poll. 3.142 ἀγωνίαι γυμνικαί edlerer Ausdruck; öfter Pind., auch att. Prosa, z.B. Xen. Cyr. 2.3.15; ἡ τῶν σωμάτων ἀγωνία Isocr. 15.302; vgl. 183 und Harp.; Übung, bes. gymnastische, Plat. Legg. 765c; allgemeiner, Gorg. 456d; wie ἀγών, Rechtsstreit, Dem. 61.23.
2 Anstrengung, Angst, Furcht, φόβος καὶ ἀγ., Dem. 18.33, und oft Sp.
Russian (Dvoretsky)
ἀγωνία: ион. ἀγωνίη ἡ
1 бой, битва (ἀ. δοριπετής, πολεμίων Eur.);
2 борьба, состязание Pind., Her., Xen., Isocr., Plat.;
3 спор, тяжба Dem.;
4 душевная борьба, смятение, тревога, тоска (ἐν φόβῳ καὶ ἀγωνίᾳ Dem.; αἱ τῆς ψυχῆς ἀγωνίαι Arst.; ἀ. καὶ σιγή Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀγωνία: ἡ, ἀγών, ἅμιλλα περὶ τῆς νίκης, ἀγὼν διὰ πάσης ἀγωνίης ἔχων, Ἡρόδ. 2. 91· πολεμίων ἀγ., Εὐρ. Ἑκ. 314, πρβλ. Τρῳ. 1003· ἴδε ἐν λ. ἀνδροκμής· μάλιστα ἡ ἐν τοῖς μεγάλοις πανεληνίοις ἀγῶσιν ἅμιλλα, Πινδ. Ο. 2. 94. Π. 5. 150· ὡσαύτως παρὰ πεζοῖς, ἐν δημοτικῇ ἀγ., Ξεν. Κύρ. 2. 3, 15· ἅπασαν ἀγ. ἐντεῖναι, Δημ. 1398. 20, κτλ. 2) γυμνασιακὴ ἄσκησις, πάλη καὶ τὰ ὅμοια, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 787, Πλάτ. Μένων. 94Β, Νόμ. 765C, κτλ.· καθόλου, ἄσκησις, γυμνασία, ὁ αὐτ. Γοργ. 4561), κἑξ., Πολ. 618Β. 3) ἐπὶ τῆς ψυχῆς, ἢ τῆς διανοίας, ἀγωνία, στενοχωρία, ἐν φόβῳ καὶ πολλῇ ἀγωνίᾳ, Δημ. 236· πρβλ. 19, Μενάνδρ. Ἄδηλ. 5, Ἀριστ. Προβλ. 2.26, 2· ἐν τοῖς τῆς ψυχῆς φόβοις, ἐλπίσιν, ἀγωνίαις, ὁ αὐτ. περὶ Πνεύματος, 4, 6.
English (Slater)
ᾰγωνία contesting, competition τὸ δὲ τυχεῖν πειρώμενον ἀγωνίας (O. 2.52) ἀγωνίας δ, ἕρκος οἷον, σθένος “his strength in competition” (P. 5.113) μάλα δ' ἐθέλοντι σύμπειρον ἀγωνίᾳ θυμὸν ἀμφέπειν (N. 7.10)
English (Abbott-Smith)
ἀγωνία, -ας, ἡ (< ἀγών), [in LXX: II Mac 3:14,16 15:19 *;]
1.a contest, wrestling (Eur., Xen.).
2.Of the mind, great fear, agony, anguish (Dem., Arist.): Lk 22:44 (cf . Field, Notes, 77 f.; Abbott, Essays, 101 f.; MM, VGT, s.v.). †
English (Strong)
from ἀγών; a struggle (properly, the state), i.e. (figuratively) anguish: agony.
English (Thayer)
(ας, ἡ;
1. equivalent to ἀγών, which see.
2. It is often used, from Demosthenes (on the Crown, p. 236,19 ἦν ὁ Φίλιππος ἐν φόβῳ καί πολλή ἀγωνία) down, of severe mental struggles and emotions, agony, anguish: L brackets WH reject the passage); (Josephus, Antiquities 11,8, 4 ὁ ἀρχιερεύς ἦν ἐν ἀγωνία καί δηι. (Cf. Field, Otium Norv. iii. on Luke, the passage cited.)
Greek Monotonic
ἀγωνία: Ιων. -ίη, ἡ (ἀγών),
1. αγώνας, άμιλλα, προσπάθεια, πάλη για τη νίκη· διὰ πάσης ἀγωνίης ἔχων, αγκαλιάζω, περικλείω, περιλαμβάνω κάθε είδους αγώνα, σε Ηρόδ.· πολεμίων ἀγωνία, σε Ευρ.· ἐν δημοτικῇ ἀγωνίᾳ, σε Ξεν.
2. γυμναστική άσκηση, πάλη, σε Πλάτ. κ.λπ.· γενικά, άσκηση, εξάσκηση, εκγύμναση, γύμνασμα, γυμναστική, στον ίδ.
3. λέγεται για το νου ή την ψυχή, αγωνία, αδημονία, στενοχώρια· ἐν φόβῳ καὶ πολλῇ ἀγωνίᾳ, σε Δημ.
Middle Liddell
ἀγών
1. a contest, struggle for victory, διὰ πάσης ἀγωνίης ἔχειν to embrace every kind of contest, Hdt.; πολεμίων ἀγωνία Eur.; ἐν δημοτικῇ ἀγ. Xen.
2. gymnastic exercise, wrestling, Plat., etc.: generally, exercise, Plat.
3. of the mind, agony, anguish, ἐν φόβῳ καὶ πολλῇ ἀγωνίᾳ Dem.
Chinese
原文音譯:¢gwn⋯a 阿哥你阿
詞類次數:名詞(1)
原文字根:競爭
字義溯源:競爭,極其傷痛,傷痛;源自(ἀγών)=聚集,競賽);而 (ἀγών)出自(ἄγω)*=帶領)。主耶穌在客西馬尼向父神的祈求,乃是極其傷痛,懇切的禱告( 路22:44)
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 傷痛(1) 路22:44
English (Woodhouse)
agitation, anxiety, conflict, contest, conflict of feeling, gymnastic exercises