ῥύπος

From LSJ

Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck

Menander, Monostichoi, 437
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥῠ́πος Medium diacritics: ῥύπος Low diacritics: ρύπος Capitals: ΡΥΠΟΣ
Transliteration A: rhýpos Transliteration B: rhypos Transliteration C: rypos Beta Code: r(u/pos

English (LSJ)

[ῠ], ὁ,
A dirt, filth, squalor, crud, rubbish, trash, garbage used by Hom. once in heterocl. pl., κάθηράν τε ῥύπα πάντα = cleansed them of all stains Od.6.93: later in sg., Semon.7.63, A.Fr.82 (cf. Ar. Fr.892), Pl.Prm.130c, Eup.252, Alex.197, etc.; ὁ ἐν τοῖς ὠσὶ ῥύπος = earwax, the accretions in the ears Arist. Pr.960b18, cf. Artem.1.24, PMag.Osl.1.332; ῥύπος ὁ ἀπὸ τῶν ἐν τοῖς γυμνασίοις ἀνδριάντων Gal.12.116; τὸν ἀπὸ τῶν ὀνύχων ῥύπον = the crud from under the nails, Suid. s.v. γρῦ; ἅπαν ῥύπον = all of it filth (acc.), Theoc.15.20; of a person, πρὸς τὸ μὴ λοῦσθαι ῥύπος = for hating washing he's a pig, Aristopho 10.4:—also ῥύπος, εος, τό, of cheese-parings, Hp.Mul.1.64.
2 metaph., sordidness, wretchedness, meanness, ὁ ῥύπος τοῦ χαμαὶ βίου = the mire of our earthly life M.Ant.7.47.
II sealing-wax, τοὺς ῥύπους ἀνασπάσαι Ar. Lys.1198.

German (Pape)

[Seite 852] τό, = ὀρός, Molken, Hippocr.; s. Lob. zu Phryn. 150.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
crasse, saleté ; fig. souillure;
NT: ce qui est immonde ; obscène.
Étymologie: DELG étym. inconnue.

Russian (Dvoretsky)

ῥύπος: (ῠ) ὁ
1 нечистота, грязь Aesch., Plat., Theocr., Polyb., Plut.;
2 восковая или сургучная печать (τοὺς ῥύπους ἀνασπάσαι Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

ῥύπος: [ῠ], ὁ, ἀκαθαρσία, ῥυπαρία, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῷ ἑτεροκλ. πληθ., κάθηράν τε ῥύπα πάντα Ὀδ. Ζ. 93· ὕστερον ἐν τῷ ἑνικ., Σιμων. Ἀμοργ. 6. 63, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 76, Πλάτ., κτλ.· ἅπαν ῥύπον, ὁλόκληρον τὸ πρᾶγμα ἀκάθαρτον.., Θεόκρ. 15. 20· ἐπὶ προσώπων, πρὸς τὸ μὴ λοῦσθαι ῥύπος Ἀριστοφῶν ἐν «Πυθαγοριστῇ» 1. 4· - ὡσαύτως ῥύπος, εος, τό, ὁ φλοιὸς ἢ τὸ ἀκάθαρτον μέρος τυροῦ, Ἱππ. 614. 54· πληθ. ῥύπη Γρηγ. Ναζ., Ἐπιφ.· - ἀλλ’ ἡ ὕπαρξις οὐδετέρου ἑνικοῦ ῥύπον δὲν εἶναι ἀποδεδειγμένη, ἴδε Λοβ. εἰς Φρύνιχ. 150. 2) μεταφορ., τὸ χαμερπές, «περισκοπεῖν ἄστρων δρόμους… καὶ τὰς τῶν στοιχείων εἰς ἄλληλα μεταβολὰς συνεχῶς ἐννοεῖν. Ἀποκαθαίρουσι γὰρ αἱ τούτων φαντασίαι τὸν ῥύπον τοῦ χαμαὶ βίου» Μ. Ἀντωνῖν. 7. 47. ΙΙ. κηρὸς πρὸς σφράγισιν, τοὺς ῥύπους ἀνασπάσαι Ἀριστοφ. Λυσ. 1200. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥύπον Ἀττικοὶ τὸν εἰς τὰς σφραγῖδας κηρὸν λέγουσι».

English (Autenrieth)

pl. ῥύπα: dirt, Od. 6.93†.

Spanish

suciedad

English (Strong)

of uncertain affinity; dirt, i.e. (morally) depravity: filth.

Greek Monolingual

(I)
ο / ῥύπος, ΝΜΑ, και ετερόκλιτος τ. πληθ. ῥύπα, τὰ, Α
1. ακαθαρσία, βρομιά, λέρα (α. «κάθηράν τε ῥύπα πάντα», Ομ. Οδ.
β. «ὁ ἐν τοῖς ὠσὶ ῥύπος», Αριστοτ.)
2. μτφ. κηλίδα που σκιάζει το ήθος ενός ατόμου, που αμαυρώνει το καλό του όνομα, όνειδος, στίγμα
νεοελλ.
οικολ. κάθε ουσία, οργανική ή ανόργανη, που συντελεί στη. ρύπανση και την καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος («χημικοί ρύποι»)
αρχ.
(στούς Αττ.) το κερί με το οποίο σφράγιζαν τα έγγραφα, βουλοκέρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. ῥύπος ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα srup- της ΙΕ ρίζας sreup- «βρομιά, ακαθαρσία» (πρβλ. σλαβ. strup6, ρωσ. strup). Εξάλλου, παράλληλα προς τον τ. ῥύπος, υπάρχει το ζεύγος ῥυπαρός: ῥυπαίνω, που είτε πρόκειται για παλιότερο σχηματισμό είτε σχηματίστηκε μεταγενέστερα κατά το σχήμα μιαρός: μιαίνω.
(II)
-ους και ιων. τ. γεν. -εος, τὸ, Α
ο φλοιός, το ακάθαρτο επιφανειακό στρώμα του τυριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του ῥύπος () με αλλαγή γένους].

Greek Monotonic

ῥύπος: [ῠ], ὁ, βρωμιά, ρύπος, ακαθαρσία, μίασμα· στον Όμηρο, με ετερόκλ. πληθ. ῥύπα, στον Ομήρ. Οδ.· αλλά μεταγεν., σε ενικ., σε Πλάτ. κ.λπ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: filth, uncleanliness, a.o. in the ear (Semon., Att.), metaph. (popular -- contemptuous; v. Wilamowitz ad loc.) sealing wax (Ar. Lys. 1198); besides ῥύπα n. pl. filthy clothes, laundry (ζ 93), ῥύπος n. whey (Hp. Mul. 1, 64; after λίπος a.o.).
Compounds: Some compp., e.g. ῥυπο-κόνδυλος having filthy knuckles (com.), ἡμί-ρρυπος half dirty (Hp.).
Derivatives: 1. Adj.: ῥυπ-όεις dirty (Nic., AP), -ώδης id. (Dsc., Vett. Val.); on ῥυπαρός s. bel. 2. verbs: a) ῥυπ-άω (ep. length. -όω, -όωντα) to be dirty (Od., Ar. a.o.; because of the meaning hardly with Chantraine Gramm. hom. 1, 357 from ῥύπα; rather from ῥύπος w. anal. -άω); b) ῥυπ-όομαι (ῥερυπωμένος ζ 59), also w. κατα-, to be smudged (Hp., hell. inscr.), -όω to smudge (late); c) ρ᾽ύπτ-ομαι, , also w. ἀπο- a.o., to clean (oneself), to wash (oneself) (Ar., Antiph., Arist.) with ῥυπτ-ικός apt for washing (Pl. Ti., Arist. a.o.), -ήριον = καθαρτήριον (Suid.), ῥύψις (ἀπό-) f. cleaning, washing (Pl. Ti.); on the formation below. -- Besides ῥυπαρός dirty (IA.) with -ία f. filth, dirty convictions (Critias, late), -ότης f. id. (Ath.); ῥυπαίνω, also w. κατα- a.o., to besmudge, to dishonour (Att.) with ῥύπασμα n. filth (Apollon. Lex.) as μίασμα: μιαίνω.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: No convincing etymology. As example of ῥυπαρός : ῥυπαίνω the synonymous pair μιαρός : μιαίνω may have served. It remains uncertain whether it was an old r : n-stem (Benveniste Origines 19) or was built analog. to ῥύπος. Also the seemingly primary ῥύπτομαι, may have come secondarily to ῥύπος after τύπτω : τύπος a.o.; the synonymous νίπτομαι, may have influenced this. -- The quite uncertain comparison with a Slav. word for scab, itch, crust of a wound, e.g. OCS strupъ, Russ. strúp (IE *sroupo-s, evtl. *sreupos; since Solmsen KZ 37, 600f.) does not help. WP. 2, 703, Pok. 1004, Vasmer s.v. (with other hypotheses on the Slav. word).

Middle Liddell

ῥῠ́πος, ὁ,
dirt, filth, dirtiness, uncleanness, heterocl. pl. ῥύπα, Od.; in sg., Plat., etc.

Frisk Etymology German

ῥύπος: {rhúpos}
Grammar: m.
Meaning: ‘Schmutz, Unreinlichkeit, u.a. im Ohre’ (Semon., att.), übertr. (volkstümlich — verächtlich; v. Wilamowitz z.St.) Siegelwachs (Ar. Lys. 1198); daneben ῥύπα n. pl. schmutzige Kleider, Wäsche (ζ 93), ῥύπος n. Molken (Hp. Mul. 1, 64; nach λίπος u.a.).
Composita : Einige Kompp., z.B. ῥυποκόνδυλος mit schmutzigen Knöcheln (Kom.), ἡμίρρυπος halbschmutzig (Hp.).
Derivative: Ableitungen. 1. Adj.: ῥυπόεις schmutzig (Nik., AP), -ώδης ib. (Dsk., Vett. Val. u.a.); zu ῥυπαρός s. u. 2. Verba: a) ῥυπάω (ep. zerdehnt -όω, -όωντα) schmutzig sein (Od., Ar. u.a.; wegen der Bed. kaum mit Chantraine Gramm. hom. 1, 357 von ῥύπα; eher von ῥύπος m. anal. -άω); b) ῥυπόομαι (ῥερυπωμένος ζ 59), auch m. κατα-, beschmutzt werden (Hp., hell. Inschr. u.a.), -όω beschmutzen (sp.); c) ῤύπτομαι, -ω, auch m. ἀπο- u.a., ‘(sich) reinigen, (sich) waschen’ (Ar., Antiph., Arist. usw.) mit ῥυπτικός zum Reinigen geeignet (Pl. Ti., Arist. u.a.), -ήριον = καθαρτήριον (Suid.), ῥύψις (ἀπό-) f. das Reinigen, Waschen (Pl. Ti. u.a.); zur Bild. vgl. unten. — Daneben ῥυπαρός schmutzig (ion. att.) mit -ία f. Schmutz, schmutzige Gesinnung (Kritias, sp.), -ότης f. ib. (Ath.); ῥυπαίνω, auch m. κατα- u.a., beschmutzen, entehren (att. usw.) mit ῥύπασμα n. Schmutz (Apollon. Lex.) wie μίασμα: μιαίνω.
Etymology : Ohne überzeugende Etymologie. Als Vorbild von ῥυπαρός : ῥυπαίνω kann das synonyme Paar μιαρός : μιαίνω gedient haben. Es bleibt somit unentschieden, ob es einen alten r : n-Stamm reflektiert (Benveniste Origines 19) oder zu ῥύπος analogisch gebildet wurde. Auch das anscheinend primäre ῥύπτομαι, -ω kann sekundär zu ῥύπος nach τύπτω : τύπος u.a. getreten sein; dabei mag das synonyme νίπτομαι, -ω mitgewirkt haben. — Der ganz unsichere Vergleich mit einem slav. Wort für Schorf, Grind, Kruste einer Wunde, z.B. aksl. strupъ, russ. strúp (idg. *sroupo-s, evtl. *sreupos; seit Solmsen KZ 37, 600f.) hilft nicht weiter. WP. 2, 703, Pok. 1004, Vasmer s.v. (mit anderen Hypothesen zum slav. Wort).
Page 2,665-666

Chinese

原文音譯:?Úpoj 呂坡士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:污穢
字義溯源:污穢*,骯髒。參讀 (κάθαρμα / περικάθαρμα)同義字
同源字:1) (ῥυπαρία)污物 2) (ῥυπαρός)骯髒的 3) (ῥύπος)污穢 4) (ῥυπαίνω / ῥυπαρεύω / ῥυπόω)弄污
出現次數:總共(1);彼前(1)
譯字彙編
1) 污穢(1) 彼前3:21

English (Woodhouse)

dirt, squalor

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Léxico de magia

suciedad de unas puertas σφράγιζε τὸ στόμα τοῦ σκύφου ἀπὸ ῥύπου θυρῶν Ὀσίρεως sella la boca del cráneo con suciedad de las puertas de Osiris P IV 2129 de una sandalia λαβὼν ῥύπου ἀπὸ σανδαλίου σου καὶ ῥητίνης ... ἴσα ἰσῶν ἐπίθυε toma suciedad de tu sandalia y resina a partes iguales y haz la ofrenda P VII 484 de la oreja de una mula μῖξον δὲ καὶ ταῖς κριθαῖς καὶ ῥύπον ἀπὸ ὠτίου μούλας mezcla también con los granos de cebada suciedad de la oreja de una mula P XXXVI 332

Translations

Arabic: بُقْعَة‎, قَذَارَة‎; Armenian: կեղտ; Bikol Central: ati; Bulgarian: петно, мръсотия; Czech: špína; Finnish: lika, tahra; French: salissure, tache; German: Dreck, Schmutz, Fleck; Hebrew: לִכְלוּךְ‎; Hungarian: piszok; Italian: sporco; Kurdish Central Kurdish: چڵک‎; Lao: ສິງປະດິກູນ, ໄຄ, ຮອຽດ່າງ; Latvian: netīrumi; Mongolian: даг, хир; Norwegian: skitt, smuss, flekk; Persian: چرک‎; Polish: brud; Portuguese: sujeira; Romanian: mizerie, murdărie; Russian: грязь; Spanish: mugre, suciedad; Swahili: takataka; Swedish: smuts, lort; Tagalog: dumi; Telugu: మరక; Turkish: leke; Welsh: baw

dirtiness

Catalan: brutícia; French: saleté; Greek: ακαθαρσία, βρόμα, βρομιά, βρώμα; Ancient Greek: πινωδία, ῥυπαρία, ῥύπασμα, ῥύπον, ῥύπος, τὸ πιναρόν; Italian: sporcizia; Latvian: netīrība, nespodrība; Portuguese: sujidade; Romagnol: cacaréra; Spanish: suciedad; Turkish: kirlilik