ἀγκυλιδωτός

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγκυλιδωτός Medium diacritics: ἀγκυλιδωτός Low diacritics: αγκυλιδωτός Capitals: ΑΓΚΥΛΙΔΩΤΟΣ
Transliteration A: ankylidōtós Transliteration B: ankylidōtos Transliteration C: agkylidotos Beta Code: a)gkulidwto/s

English (LSJ)

ἀγκυλιδωτόν, having a loop for a handle (ἀγκύλη II), Hp. ap. Gal.19.69.

Spanish (DGE)

-όν que es curvo o tiene forma convexa Hp. en Gal.19.69.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγκῠλιδωτός: -όν, ὁ ἔχων «θηλειὰν» διὰ λαβὴν (ἀγκύλη ΙΙΙ), Γαλην. ἀγκύλιον, τό, ὑποκορ. τοῦ ἀγκύλη, κρίκος ἁλύσεως, Α. Β. 329, Σουΐδ. ΙΙ. τὰ ἀγκύλια, τὰ παρὰ Ῥωμαίοις ancilia, Πλουτ. Νουμ. 13. ἀγκῠλίς, ίδος, ἡ, ἄγκιστρον, ἀκὶς ἀγκιστροειδής, Ὀππ. Κ. 1, 155. ἀγκυλιστής, ὁ, ἀκοντιστής· «οἱ δὲ καὶ ἀγκυλισταὶ ἀκοντισταὶ εἴρηνται», Ἡσύχ. ἀγκῠλοβλέφαρος, ὁ, ὡσαύτ. ον, τό, ἀγκύλωσις, πρόσφυσις τῶν βλεφάρων, Παῦλ. Αἰγ. 6. 15. ― ὡς ἐπίθ., παρὰ Κέλσ. 7. 7. ἀγκῠλόβουλος, ον, ἀγκυλομήτης, πανοῦργος, Τζέτζ. Ὅμ. 144, μεθ’ Ὅμ. 84. 630. ἀγκυλόγλωσσος, ον, ὁ ἔχων ἀγκύλην εἰς τὴν γλῶσσαν, (γλωσσοδέτην) ― ἀγκυλόγλωσσον, τό, πάθος τι τῆς γλώσσης, Ἀέτ. 6, 29. ἀγκυλο-γνώμων, ον, ονος, ὁ ἔχων τὴν γνώμην σκολιάν, δολερός, πανοῦργος, Ὀλυμπ. Α. 84Β. ἀγκῠλογλώχιν, ῖνος, ἐπὶ ἀλέκτορος ἔχοντος κυρτὰ κέντρα, πλῆκτρα. Βαβρ. 17. 3. ἀγκῠλόδειρος, ον, ὁ ἔχων κεκυρτωμένον αὐχένα, Ὀππ. Ἁλ. 4. 630. ἀγκῠλόδους, οντος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων κεκυρτωμένους ἤ σκολιοὺς ὀδόντας, ἐπὶ δρεπανοειδοῦς μαχαίρας, Κόϊντ. Σμυρ. 6. 218 ― ἀγκ. χαλινοί, ἐπὶ ἀγκυρῶν, Νόνν. Δ. 3. 50. ΙΙ. ὁ ἔχων ἀγκιστροειδεῖς ἀκίδας, Ἀνθ. Π. 6. 176. ἀγκύλλεσθαι, «κάμπτεσθαι», Ἡσύχ. ἀγκυλοειδής, ές, ὁ, φαραγγώδης, Σουΐδ. ἐν λέξει ἄγκη καὶ ἄγκεα. ἀγκῠλόεις, εσσα, εν, ποιητ. ἀντὶ ἀγκύλος, Νόνν. Δ. 6. 21. ἀγκυλοκοπέω, κόπτω τὰς ἰγνύας, παραλύω, Ἰω. Αἰγαιάτης ἐν Rev. Archéol. (1873) 26. 403· ἴδε Casaub. εἰς Ἀριστοφ. Ἱπ. 262. ἀγκῠλόκυκλος, ον, ὁ ἑλικοειδῶς κυρτός, περὶ τῆς οὐρᾶς δράκοντος, Νόνν. Δ. 35. 217. ἀγκῠλόκωλος, ον, ὁ ἔχων τὰ κῶλα, δηλ. τὰ μέλη, κυρτά, Κᾶρες, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθ. 320Α. ἀγκῠλο-μήλη, ἡ, κυρτὴ μήλη (χειρουργικὸν ἐργαλεῖον πρὸς ἐξέτασιν πληγῶν), Ἐρωτ., Γαλην. ἀγκῠλομήτης, ου, ὁ, ἡ, (μῆτις) ὁ σκολιὰ βουλευόμενος, ἐπώνυμ. τοῦ Κρόνου, Ἰλ. Β. 205, Ὀδ. Φ. 415, καὶ ἀλλ.· Ἡσ. Θ. 19· περὶ τοῦ Προμηθέως, αὐτ. 546, Ἔργ. καὶ Ἡμ. 48. ἀγκῠλόμητις, ιος, ὁ, ἡ, = τῷ προηγ., Νόνν., δι. γρ. παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ. ἀγκῠλόπους, ὁ, ἡ, -πουν, τό, γεν. ποδος, ὁ ἔχων κυρτοὺς πόδας· ἀγκυλόπ. δίφρος, = τῶ Ῥωμ. sella curulis, Πλουτ. Μαρ. 5. ἀγκῠλόρρινος, ον, ὁ ἔχων κεκυρτωμένην τὴν ῥῖνα, Μαλαλ. 106. 7. ἀγκυλορρόας, ὁ πολλὰς καμπὰς ποιῶν κατὰ τὸν ῥοῦν· «ἀγκυλορρόας Μαίανδρος», Ν. Χων. σ. 253, 25, ἔκδ. Β. ἀγκύλος, [ῠ], -η, -ον, (ἄγκος) κεκυρτωμένος, κυρτός, περιφερής, τόξα, Ἰλ. Ε. 209, Ὀδ. Φ. 264, κτλ.· ἅρμα, Ἰλ. Ζ. 39· περὶ ἀετοῦ, ἀγκύλον κάρα, ἡ ῥάμφος ἀγκύλον ἔχουσα κεφαλὴ αὐτοῦ, Πινδ. Π. 1. 15· ἐπὶ ἀγκιστροειδῶν ἢ ἁρπακτικῶν δακτύλων, ἀγκύλαις ταῖς χερσὶν ἁρπάζων φέρει, Ἀριστοφ. Ἱπ. 205: περὶ τῆς σκολιᾶς κινήσεως ὄφεως, ἀγκ. ἕρπων, Διον. Π. 123. ΙΙ. μεταφορ. 1) περὶ ὕφους, σκολιόν, περίπλοκον, Λουκ. Δὶς κατηγ. 21· ἐριστικὸς καὶ ἀγκ. τὴν γλῶσσαν, Ἀλκίφρ. 3. 64· ἀλλ’ ἐπὶ καλῆς σημασ. τετορνευμένος, μὲ τακτικὰς περιόδους συντεταγμένος, ὡς τὸ στρογγύλος, Διον. Ἁλ. περὶ Θουκυδ. 25· ― οὕτω καὶ ἐπίρρ. -λως, ὁ αὐτ. 31. 2) περὶ χαρακτῆρος ἀνθρώπου = πανοῦργος, σοφιστικός, Λυκόφρ. 344. ἀγκυλοτόμος, ον, (τέμνω), ὁ ἀγκύλως τέμνων, Παῦλ. Αἰγ. 156, τὸ ἀγκυλοτόμον, δηλ. ὄργανον, ἀγκύλον χειρουργικὸν ἐργαλεῖον. ἀγκῠλότοξος, ον, ὁ ἔχων κυρτὸν τόξον, Παίονες, Ἰλ. Β. 848, Κ. 428, ― Μήδειοι, Πινδ. Π. 1. 151. ἀγκῠλόφρων, ὁ, ἡ, = ἀγυλομήτης, Νικήτ. Εὐγ. 8. 194. ἀγκῠλοχείλης, ου, ὁ, (χεῖλος) ὁ ἔχων κυρτὸν χεῖλος, ῥάμφος, αἰετός, Ὀδ. Τ. 538· αἰγυπιοί, Ἰλ. Π. 428, Ἡσ. Ἀσπ. 405· ἴδε τὸ ἑπόμ. ἀγκῠλοχήλης, ου, ὁ, (χηλή), ὁ ἔχων κεκυρτωμένας χηλάς, Βατραχομ. 295· (ἔνθα αἱ ἄρισται ἐκδόσεις ἔχουσιν ἀγκυλοχεῖλαι)· ἐν Ἀριστοφ. Ἱπ. 197 ὁ Κλέων ἀποκαλεῖται βυρσαίετος ἀγκυλοχείλης· ἀλλ’ ἡ ἑρμηνεία τοῦ Σχολιαστοῦ, ὁ ἐπικαμπεῖς τὰς χεῖρας ἔχων, δεικνύει ὅτι οὗτος ἀνεγίνωσκε γραφὴν -χήλης· ὁ Γ. Δινδόρφιος ἐν τῇ ἐκδόσει αὐτοῦ ἔχει ἀγκυλοχήλης. ἀγκυλόχειλος, ον, ὁ, ἡ = ἀγκυλοχείλης, Ψ. Διονύσ. 137Λ. Achmet. 133. ἀγκῠλόω, μέλλ. ώσω, κυρτώνω, κάμπτω τὴν χεῖρα, οἷαν ῥιπτομένου τοῦ κοττάβου, ἀγκυλοῦντα δεῖ σφόδρα τὴν χεῖρα πέμπειν εὐρύθμως τὸν κότταβον, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Διὶ κακουμένῳ», ΙΙΙ. πρβλ. Meineke 5. σ. 44. ― Παθ., ὄνυχας ἠγκυλωμένος, ἔχων τοὺς ὄνυχας ἀγκύλους, δηλ. ἑτοίμους πρὸς μάχην, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1180. ἀγκῠλῶνυξ, υχος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων γαμψούς, ἐπικύρτους ὄνυχας, Νικ. Εὐγ. 5. 214. ἀγκύλωσις, ἡ, ἰατρικὸς ὅρος, κύρτωσις, σκλήρυνσις τῶν ἄρθρων τοῦ σώματος, Παῦλ. Αἰγ. 4. 55: σύμφυσις καὶ τράχυνσις τῶν βλεφάρων, Γαλην. 14. 772. ἀγκυλωτός, ή, όν, ῥηματ. ἐπίθ., ἐπὶ ἀκοντίων ἐχόντων ἀγκύλην (σημασ. ΙΙ, 2) καὶ ἑτοίμων πρὸς ἐξακόντισιν, στοχάσματα, Εὐρ. Βάκχ. 1205. ἄγκῡρα, ἡ, Λατ. ancο˘ ra, ἡ ἄγκυρα, κατὰ πρῶτον εὕρηται παρ’ Ἀλκαίῳ 18. 9, Θεόγν. 459· ἐπειδὴ παρ’ Ὁμ. ἀναφέρονται μόνον εὐναί· ἄγκυραν βάλλεσθαι, καθιέναι, μεθιέναι, ἀφιέναι, ῥίπτω ἄγκυραν, ἀγκυροβολῶ, Πινδ. Ἴσθμ. 5. 18, Ἡρόδ. 7. 36, Αἰσχύλ. Χο. 662, Ξεν. Ἀνάβ. 3. 5, 10· ἄγκ. αἴρειν, αἴρεσθαι, σύρω ἄγκυραν, Πλουτ. Πομπ. 50, 80· ἀναιρεῖσθαι, Ἀνθ. Π. 10, 1· ἐπ’ ἀγκυρέων ἔχειν τὰς νέας, Ἡρόδ. 6. 12· ὁρμίζειν, Θουκ. 7. 59· ἐπ’ ἀγκύρας ὁρμεῖσθαι, ἀποσαλεύειν, μένω ἀγκυροβολήσας, Ἡρόδ. 7. 188, Δη. 1213. 24, πρβλ. Εὐρ. Ἑλ. 1071· παροιμ., ἀγαθαὶ πέλοντ’... δύ, ἄγκυραι, «ἀγαθοὶ οἱ δύο ὑπὲρ τὸν ἕνα», Πινδ. Ο. 6. 173· οὕτως, ἐπὶ δυοῖν ἀγκύραιν ὁρμεῖν αὐτοὺς ἐᾶται, Δημ. 1295. ἐν τέλ. ἄγκυρα δ’ ἥ μου τὰς τύχας ὤχει μόνη, Εὐρ. Ἑλ. 277, πρβλ. ὀχέω, Ι. 1· ἐπὶ τῆς αὐτῆς (δηλ. ἀγκύρας) ὁρμεῖν τοῖς πολλοῖς, ὅ ἐ. (εὑρίσκεσθαι ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ πλοίου μετὰ τῶν πολλῶν, Δημ. 319. 8· ἐπίσης, ἐπὶ σμικροῖς ὁρμεῖν (Reisig. σμικρᾶς), Σοφ. Ο. Τ. 148, πρβλ. Πλουτ. Σόλ. 19· εἰσὶ μητρὶ παῖδες ἄγκυραι βίου, Σοφ. Ἀποσπ. 612· οἴκων ἄγκυρα περὶ υἱοῦ, Εὐρ. Ἑκ. 80· περὶ τῆς φράσεως ἱερὰ ἄγκυρα (ἡ ἐσχάτη ἐλπίς), ἴδε ἱερός, IV. 1. ΙΙ. καθόλου, δρέπανον, ἤ κλαδευτήριον, Θεοφρ. Αἰτ. Φυσ. 3. 2. 2. ΙΙΙ. = αἰδοῖον, Ἐπίχ. παρ’ Ἡσύχ.· «ἀγκύρα (παροξυτόνως), τὸ αἰδοῖον, παρὰ Ἐπιχάρμῳ, Κύπριοι δὲ τὸ τριώβολον, καὶ τὸ ναυτικὸν σκεῦος, καὶ τὴν ἀσφάλειαν.» (Περὶ τῆς ῥίζης ὅρα ἄγκος). ’ ἀγκύρειος, α, ον, ὁ, ὁ ἀνήκων εἰς ἄγκυραν· «πείσματα, τὰ ἀγκύρεια σχοινία», Σουΐδ. ἐν λέξ. πείσματα. Ἀλλ’ ἡ ὀρθὴ γραφὴ εἶναι ἀγκύρια, ἴδε ἀγκύριον. ἀγκῡρηβόλιον, τό, ἴδε ἀγκυροβόλιον. ἀγκῡρίζω, μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, (ἄγκυρα) ἐν Ἀριστοφ. Ἱπ. 262, διαλαβὼν ἠγκύρισας, λαβὼν αὐτὸν ἀπὸ τῆς ὀσφύος τὸν ἔρριψας ἀγκυρίσας, δηλ. ὑποσκελίσας, ὅ ἐ. περικάμψας τὸν πόδα σου περὶ τὴν ἰγνὺν τοῦ γόνατος αὐτοῦ· οὕτως, ἀγκυρίσας ἔρρηξεν, Εὔπολ. ἐν «Ταξιάρχοις», 6· ὅμοιόν τι παλαιστικὸν ἀγώνισμα περιγράφεται ἐν Ἰλ. Ψ. 731· ― ἐντεῦθεν ἀγκύρισμα, τό, Σχολ. Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἡσύχ. ἀγκύριον, τό, ὑποκορ. τοῦ ἄγκῡρα, Λουκ. Κατάπλ. 1. ΙΙ. ἀγκύρια (δηλ. πείσματα), τά, καλῴδια τῆς ἀγκύρας, Διόδ. 14. 73. ἀγκυρίττει, «μεταμέλεται», Ἡσύχ. ἀγκῡροβολέω, ἐξασφαλίζω δι’ ἀγκύρας· καθόλου, σκαλώνω δυνατά, στερεώνω ἀσφαλῶς, ἠγκυροβόληται, Ἱππ. 279. 53. ἀγκῡροβόλιον, τό, μέρος ἔνθα δύναταί τις νὰ ἀγκυροβολήσῃ, ὅρμος, Στράβ. 159, Δημόκρ. παρὰ Πλουτ. 2. 317Δ, καὶ μετ’ ἄλλης γραφῆς ἀγκυρηβόλιον. ἀγκυρόβολον, τό, «ἀγκυροβόλῳ δείπνῳ· ἀγκυρόβολα Φοίνικες τὰ δεῖπνα, ἅ παρεσκεύαζον τοῖς τελώναις ἐκτὸς τῶν λιμένων· ἔστι δὲ καὶ μισθός· ἔπρασσον γὰρ ἐν τοῖς λιμέσιν ἐνόρμιον καὶ ἐνλιμένιον», Ἡσύχ. ἀγκῡροειδής, ές, ὁ ἔχων τὸ σχῆμα ἀγκύρας, Διοσκ. 3. 166, Γαλην. ἀγκυροειδῶς, ἐπίρρ. «ῥυβδοειδέα τρόπον, ἀντὶ τοῦ ἀγκυροειδῶς», Ἐρωτιαν. 320. ἀγκῡρο-μήλη, ἡ, εἶδος χειρουργικοῦ ἐργαλείου, δοκιμαστῆρος, Ἱππ. παρὰ Φαβωρ. ἀγκῡρουχία, ἡ, (ἔχω) τὸ διὰ τῆς ἀγκύρας στερέωμα, ἐξασφάλισις, ἐν ἀγκυρουχίαις, ἐνῷ εἶναί τις ἠγκυροβολημένος. ἐν ἀσφαλείᾳ, Αἰσχύλ. Ἱκ. 766.