αἰδοῖον
Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Bane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus
English (LSJ)
τό, freq. in plural αἰδοῖα, τά,
A genital organs, privy parts, pudenda, both of men and women, Il.13.568, Hes.Op.733, Heraclit.15, Tyrt.10.25, Hp. Aër. 9, Pl.Ti.91b, etc.: sg., Hdt.2.30,48, etc., freq. in Arist., HA 493a25, al.
II αἰδοῖον θαλάσσιον a sea animal, perhaps pennatula, Nic.Fr.139, cf. Arist.HA532b23.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
parties honteuses.
Étymologie: αἰδοῖος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
αἰδοῖον -ου, τό αἰδοῖος geslachtsdeel; vaak plur. schaamdelen.
Russian (Dvoretsky)
αἰδοῖον: τό тж. pl. половой орган Hom., Hes., Her., Arst.
Middle Liddell
αἴδομαι
mostly in plural αἰδοῖα, τά, the genitals, pudenda, Il., etc.
Greek Monotonic
αἰδοῖον: τό, κυρίως στον πληθ. αἰδοῖα, τά (αἴδομαι), γεννητικά όργανα, τα έξω γεννητικά μόρια, το αιδοίο, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.
Greek Monolingual
το (Α αἰδοῖον)
νεοελλ.
το σύνολο τών εξωτερικών γεννητικών οργάνων της γυναίκας
αρχ.
1. συν. στον πληθ. τὰ αἰδοῖα
τα γεννητικά όργανα του άνδρα ή της γυναίκας
2. αἰδοῖον θαλάσσιον
είδος θαλάσσιου ζώου, πιθ. το λατ. pennatula.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ουδ. του επιθ. αἰδοῖος που χρησιμοποιήθηκε ως ουσ.
ΠΑΡ. αιδοιικός, αρχ. αἰδοιώδης, νεοελλ. αιδοιίτιδα.
ΣΥΝΘ. αρχ. αἰδοιολείκτης
νεοελλ.
αιδοιογραφία, αιδοιοδυνία, αιδοιοκολπικός, αιδοιολογία].
Greek (Liddell-Scott)
αἰδοῖον: τό, συχνάκις πληθ. αἰδοῖα, τά, τὰ ἀπόκρυφα μέρη, pudenda, ἀνδρῶν τε καὶ γυναικῶν, Ἰλ. Ν. 568, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 731, Ἱππ. Ἀφ. 1253, Πλάτ., κτλ.· οὕτω καὶ καθ’ ἑνικόν, Ἡρόδ. 2. 30, 48· καὶ πρὸ πάντων παρ’ Ἀριστ. ΙΙ. Αἰδοῖον θαλάσσιον, θαλάσσιον ζῷον, ἴσως τὸ Λατ. pennatula, Νίκανδρος παρ’ Ἀθήν. 105C. πρβλ. Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 4. 7, 14.
Lexicon Thucydideum
PLUR pudenda, shameful parts, 1.6.5, 2.49.4.
Translations
female genitals
Afrikaans: vagina; Albanian: vaginë, vagjinë; Amharic: እምስ; Arabic: مَهْبَل, مَهْبِل, فَرْج; Egyptian Arabic: ڤاچاينا; Aragonese: vachina; Armenian: հեշտոց, պուց; Asturian: vaxina; Azerbaijani: vagina, vajina, uşaqlıq yolu, am; Bavarian: fud; Belarusian: по́хва, вагі́на, пізда́; Bengali: যোনি; Breton: gouhin; Bulgarian: ваги́на, влага́лище, пу́тка; Burmese: ယောနိ, သားအိမ်လမ်းကြောင်း; Catalan: vagina; Cebuano: bilat; Chamicuro: shaki; Cherokee: ᎤᎴᏍᏓᎸᎢ; Chinese Cantonese: 陰道, 阴道; Mandarin: 陰道, 阴道; Min Nan: 陰道, 阴道; Cornish: kons; Czech: pochva, vagína; Danish: vagina, skede; Dutch: vagina, schede; Esperanto: vagino; Estonian: tupp, vagiina; Faroese: skeið; Finnish: emätin, vagina; French: vagin; Galician: vaxina; Georgian: ვაგინა, საშო; German: Scheide, Vagina; Greek: κόλπος, κολεός; Ancient Greek: αἰδοῖον, βάμβαλον, βαρύκα, βύττος, γλωσσοκομεῖον, γυναικεῖον αἰδοῖον, δελφάκιον, δέλφαξ, δορίαλλος, Εὐρώτας, ἡδονοθήκη, ἱπποκλείδης, καῦκος, κέλης, κῆπος, κνέωρον, κνέωρος, κόκκος, κολεός, κόλπος, κτείς, κύσθος, λειμών, μηριόνης, Μηριόνης, μηριόνης, μυλλός, μύρτον, μυχή, νέμος, παιδοπόρος γένεσις, παραφάσιες, πεδίον, πλατίστακος, ῥόδον, σαβαρίχις, σάραβος, σαμαρίχη, σαβαρίχη, σάβυττα, σάβυττος, σάκανδρος, σάραβον, σάραβος, σέλινον, σπατάγγης, σῦκον, ταῦρος, τρύπημα, ὕειον, ὕσσακος, ὕσσαξ, χελιδών, χίδρυ, χοῖρος; Greenlandic: naalungiarsuup aqqutaa; Guaraní: rako, tako; Guerrero Amuzgo: jne; Gujarati: યોનિ, યોની; Hawaiian: kohe; Hebrew: נַרְתִּיק; Hindi: योनि, बुर, चूत; Hungarian: hüvely, vagina; Icelandic: leggöng, skeið, slíður; Ido: vagino; Indonesian: vagina, puki, farji; Irish: faighin; Italian: vagina; Japanese: 膣, ワギナ, バギナ; Kannada: ತುಲ್ಲು, ಯೋನಿ; Kazakh: қынап, влагалище; Khmer: យោនី; Korean: 보지, 질), 바기나; Kurdish Northern Kurdish: quz, vajîna; Kyrgyz: влагалище, ийин, жыныс коңулу; Lao: ຊ່ອງຄອດ, ຫີ, ໂຍນີ; Latin: vas muliebre, pudendum muliebre, pudenda muliebria; Latvian: vagīna, maksts; Lithuanian: makštis; Macedonian: родница, ваги́на, пичка; Malay: faraj, vagina, liang peranakan; Malayalam: യോനി; Maltese: vaġina; Mandinka: bee; Manx: fine; Marathi: योनी; Mongolian Cyrillic: эм бэлэг эрхтэн, үтрээ; Uyghurjin: ᠦᠲᠦᠷᠦᠭᠡ; Navajo: ajóózh; Nepali: पुति, योनीमार्ग; Norwegian Bokmål: vagina, skjede; Nynorsk: vagina, skjede; Okinawan: 陰目; Pashto: مهبل, فرج; Persian: واژن, مهبل, فرج; Polish: pochwa; Portuguese: vagina; Romani: mizh; Romanian: vagin; Russian: влагалище, женский половой орган, вагина, пизда; Sami Inari: iämádâh; Northern: cinˈná, viigá; Skolt: njuõckkčoodd; Sanskrit: योनिः, योनि, स्त्रीन्द्रिय; Scottish Gaelic: faighean, truiteag, geobag, duillef; Serbo-Croatian Cyrillic: ваги́на, ро̏дница; Roman: vagína, rȍdnica; Sinhalese: යෝනි; Slovak: pošva, vagína; Slovene: vagína, nóžnica; Spanish: vagina; Swahili: kuma; Swedish: slida, vagina; Tagalog: puki, kiki, pekpek, daang-bata; Tajik: маҳбал, фарҷ; Tamil: யோனி, பெண்குறி, புண்டை; Tatar: дымлык; Telugu: యోని; Thai: ช่องคลอด, โยนี; Tibetan: སྟུ, མོ་མཚན, གསོལ་སྟུ; Tigrinya: ጉሕጓሕ; Tocharian B: strīndri; Turkish: vajina, am; Turkmen: wlagalişe, am; Ukrainian: пі́хва, вагі́на, пизда́; Urdu: چوت, پھدی, فرج, وجائنا; Uyghur: جىنسىي يول; Uzbek: qin, diloq, vagina; Vietnamese: âm đạo, lồn; Volapük: vagin; Welsh: gwain; West Frisian: fagina, skie; Wiradhuri: binij; Yiddish: שייד, וואַגינע, מוטערשייד