δαψιλής

From LSJ

Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love.

Sophocles, Antigone, 523
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δαψιλής Medium diacritics: δαψιλής Low diacritics: δαψιλής Capitals: ΔΑΨΙΛΗΣ
Transliteration A: dapsilḗs Transliteration B: dapsilēs Transliteration C: dapsilis Beta Code: dayilh/s

English (LSJ)

δαψιλές,
A abundant, plentiful, ὕδωρ Hp.Acut.65; ποτόν Hdt. 2.121.δ'; δωρεή Id.3.130; τροφή Arist.GA774b26; τῷ ἁλὶ δαψιλεστέρῳ χρῆσθαι in too great quantity, Id.HA585a27; ἔπαινοι Phld.Lib.p.32O.; ἔργα Herod.7.84; πλῆθος σωμάτων Plb.4.38.4 (Sup.); πηγαι Plu. Num.15; χώρα ib.16 (Comp.); ἐβένου τάλαντον δαψιλές a full talent, BCH 35.286 (Delos, ii B.C.). Adv. δαψιλέως = in abundance, Theoc.7.145; δαψιλῶς τοὺς φαγόντας βρέχειν Antiph.286; παρέχεσθαι πάντα D.S.5.14, cf. 19.3: neut. as adverb δαψιλὲς ἠπείλησεν Call.Del.125: Comp. δαψιλέστερον J.BJ4.11.4; δαψιλεστέρως ib.8.3, Ptol.Tetr.56.
2 of space, ample, wide, ἐρημία Lyc.957.
II of persons, liberal, profuse.Arist. VV1280b25, Axiop.4.4; δ. χορηγός Plu.Per.16; so κακία δ. τοῖς πάθεσιν Id.2.500e. Adv. δαψιλῶς, ζῆν X.Mem.2.7.6: Sup. δαψιλέστατα, χρῆσθαι Id.Cyr.1.6.17, cf. Ph.Bel.101.4.

Spanish (DGE)

δαψιλές
• Morfología: [jón. gen. δαψιλέος Hp.Acut.65; plu. nom.-ac. neutr. δαψιλέα Arr.Ind.33.2; gen. δαψιλέων Herod.7.84]
I ref. a cosas y abstr.
1 indicando cantidad abundante, copioso, profuso ὕδωρ Hp.Acut.l.c., LXX Sap.11.7, Gal.15.706, 708, D.C.Epit.9.23.2, ποτόν Hdt.2.121δ, LXX 3Ma.5.2, Gal.15.703, νᾶμα Com.Adesp.40W., γάλα Erot.Fr.Pap.p.456, αἱμορραγίη Hp.Epid.1.15, τροφή Arist.GA 774b26, cf. D.S.5.34, Gp.18.3.1, ἁλὶ δαψιλεστέρῳ χρησαμένων (τῶν κυουσῶν) cuando (las embarazadas) toman bastante cantidad de sal Arist.HA 585a27, σάρξ Gal.2.681, μέλι I.BI 4.468, θοῖνα LXX 3Ma.5.31, cf. Posidon.53, Plu.Num.15, πηγαί Plu.Num.15, cf. Arr.l.c., δ. δωρεή espléndido presente Hdt.3.130, δαπάνη OGI 737.9 (Egipto II a.C.), δαπάνη δαψιλεστέρα Iust.Nou.8 praef., ὅπλων παράθεσις OGI 90.22 (Roseta II a.C.), χρῆμα D.Chr.12.64, πλοῦτος I.BI 1.420, ἔπαινοι Phld.Lib.fr.68.4, φιλοτιμίαι OGI 529.19 (Sebastópolis II d.C.), τὸ στεγύλλιον ... πέπληθε δαψιλέων τε καὶ καλῶν ἔργων Herod.l.c., σωμάτων πλῆθος ... δαψιλέστατον Plb.4.38.4, ἡ κακία πολύχυτος καὶ δ. οὖσα τοῖς πάθεσιν Plu.2.500e, cf. Vett.Val.386.25, ἐπίμετρον ποιεῖ δαψιλές produce un aumento considerable Plu.2.676b, τάλαντον δαψιλές = un talento completo, ID 1400.10, 11 (II a.C.)
neutr. adv. δαψιλὲς ἠπείλησεν (le) dirigió un cúmulo de amenazas Call.Del.125, cf. compar. I.AI 7.159.
2 indicando espacio amplio, vasto δ. σφραγὶς ... ἐν πλευραῖς la amplia señal en sus costados ref. a las señales de latigazos, Lyc.779, ἐρημία Lyc.957, χώρα Plu.Num.16.
II ref. a pers.
1 liberal, generoso en sent. posit. οὐδὲ γυναιξὶ δ. χορηγός Plu.Per.16, δ. καὶ μεγαλόφρων τὸν τρόπον generoso y magnánimo de carácter D.Chr.7.91, δ. δὲ ἐς τὸ τὰ προσήκοντα ἀφειδῶς ἀναλῶσαι D.C.44.39.1, cf. Epit.7.10.7, νυμφίος Cyr.H.Procatech.3, χείρ LXX 1Ma.3.30, cf. Amph.Seleuc.322
tb. en sent. neg. gastador, derrochador Epich.264.4
neutr. plu. sup. como adv. muy abundantemente οἷς ἂν λάβῃ δαψιλέστατα χρώμενα X.Cyr.1.6.17
neutr. subst. τὸ δαψιλές = generosidad, liberalidad Basil.M.29.264B, Cyr.H.Procatech.3.
2 que tiene en abundancia, rico ἄνθρωπος Babr.100.4, cf. 63.5.
III adv. δαψιλῶς, tb. jón. δαψιλέως
1 en abundancia, copiosamente, con profusión ἐκ ῥινῶν αἱμορραγῆσαι Hp.Epid.1.14, cf. 19, ζῆν δ. vivir en la abundancia X.Mem.2.7.6, φαγεῖν Antiph.279, δ. τῆς χώρας χορηγούσης τὰ πρὸς τὴν ἀπόλαυσιν D.S.5.19, cf. 14, Anaximen.Rh.1424a4, Phld.Hom.4.3, ἐπιθυμιάσειν Plu.2.179e, cf. Theoc.7.145, Ps.Hdt.Vit.Hom.5, Ph.Mech.101.4, Phryn.284, Orib.2.68.4, Iust.Nou.105 praef., Hippiatr.16.2, Eust.833.14
compar. δαψιλεστέρως I.BI 4.466.
2 con generosidad τά τ' εἰς τὰς ταφὰς ... καθήκοντα διδοὺς δ. καὶ ἐνδόξως OGI 90.32 (Roseta II a.C.), ποιήσασα δὲ καὶ τὰς ... σπονδὰς εὐσεβῶς καὶ δ. Didyma 353.15, cf. 382.6 (ambas II d.C.), IKeramos 36.7 (imper.), σειτωνήσαντα φιλοτείμως τε καὶ δ. IG 5(1).526 (imper.), δ. διανέμειν repartir pródigamente D.Chr.32.15, cf. I.BI 7.15, Vit.113.
• Etimología: Deriv. en -ιλ- sobre el tema de aor. (o fut. desid.) de la r. de δάπτω q.u.

German (Pape)

[Seite 525] ές (δάπτω), überflüssig, reichlich, δωρεά Her. 3, 130; δεῖπνον Plut. Cat. mai. 25; πηγαί, παρασκευή, Num. 15; ergiebig, χώρα 16; üppig wachsend, D. Sic. 5, 13. – Von Menschen, viel aufwendend, freigebig, Epicharm. Stob. fl. 69, 17; χορηγός Plut. Pericl. 16. – Adv., δαψιλέως Theocr. 7, 145; δαψιλῶς ζῆν Xen. Mem. 2, 7, 6; δαψιλέστατα ζῆν Cyr. 1, 6, 14, mit großem Aufwand; δαψιλὲς ἠπείλησεν Callim. Del. 125.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 libéral, généreux;
2 fourni en abondance, abondant ; magnifique (présent).
Étymologie: δάπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δαψιλής -ές [~ δάπτω] vrijgevig. overvloedig.

Russian (Dvoretsky)

δαψῐλής:
1 обильный (δωρεά Her.; τροφή Arst.; δεῖπνον, πηγαί, χώρα Plut.; μέλι Diod.);
2 щедрый, не жалеющий средств (χορηγός Plut.).

Greek Monolingual

-ές και δαψιλός, δαψιλή, δαψιλό (AM δαψιλής, -ές και δαψιλός, δαψιλή, δαψιλόν)
Ι. 1. άφθονος, πλουσιοπάροχος
2. (για πρόσωπα) γενναιόδωρος, σπάταλος
αρχ.-μσν.
επίρρ. δαψιλῶς
με αφθονία, γενναιόδωρα, σπάταλα
αρχ.
(για τόπους) εκτεταμένος, αχανής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δαψιλός < θ. αορ. έδαψα του ρ. δάπτω + (επίθημα) -ιλος, χωρίς να αποκλείεται και η επίδραση της λ. ψιλός (αν και το -ι- είναι μακρό). Ο τ. δαψιλής, σχηματισμένος κατά τα ένσιγμα επίθετα, είναι πιο εύχρηστος από το δαψιλός και συχνός στη μεταγενέστερη Ελληνική. Με τις λ. δαψιλής, δαψιλώς, δαψίλεια εκφράζεται κάπως περιορισμένα η έννοια της γενναιοδωρίας (στο μέτρο μιας απλής παροχής), ενώ με τις λ. άφθονος, αφθόνως, αφθονία εξαίρεται η ίδια έννοια].

Greek Monotonic

δαψῐλής: δαψιλές (δάπτω),
I. πλουσιοπάροχος, άφθονος, πληθωρικός, σε Ηρόδ.· επίρρ. δαψιλέως, σε αφθονία, πλουσιοπάροχα, σε Θεόκρ.
II. λέγεται για πρόσωπα, γενναιόδωρος, απλοχέρης, σπάταλος, σε Πλούτ.· υπερθ. επίρρ., δαψιλέστατα ζῆν, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

δαψῐλής: δαψιλές, (δάπτω) ἄφθονος, πολύς, ὕδωρ Ἱππ. Ὀξ. 395· ποτὸν Ἡρόδ. 2. 121, 4· δωρεὰ ὁ αὐτ. 3. 130· τροφὴ Ἀριστ. Γεν. Ζ. 4. 6, 5· τῷ ἁλὶ δαψιλεστέρῳ χρῆσθαι, εἰς μεγαλειτέραν ποσότητα, ὁ αὐτ. Ἱ. Ζ. 7. 4, ἐν τέλ. - Ἐπίρρ. δαψιλῶς (ποιητ. έως), ἐν ἀφθονίᾳ, Θεόκρ. 7. 145· δ. παρέχεσθαι πάντα Διόδ. 5. 14, πρβλ. 19. 3. 2) ἐπὶ τόπου = ἀχανής, μέγας, ἐκτεταμένος, ἐρημία Λυκόφρ. 957· καὶ οὕτως ἐν ἑτέρῳ τύπῳ, δαψιλός αἰθήρ Ἐμπεδ. 180. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ἐλευθέριος, δαπανηρός, ἄσωτος, Ἐπίχ. 139 Ahr.· δ. χορηγὸς Πλούτ. Περικλ. 16· οὕτω, κακία δ. τοῖς πάθεσιν ὁ αὐτ. 2. 500Ε·- ὑπερθ. ἐπίρρ. δαψιλέστατα ζῆν, χρῆσθαι Ξεν. Ἀπομν. 2. 7, 6, Κύρ. 1. 6, 17.

Frisk Etymological English

See also: s. δάπτω.

Middle Liddell

δάπτω
I. abundant, plentiful, Hdt.:— adv. δαψιλέως, in abundance, Theocr.
II. of persons, liberal, profuse, Plut.:—Sup. adv., δαψιλέστατα ζῆν Xen.

Frisk Etymology German

δαψιλής: {dapsilḗs}
See also: s. δάπτω.
Page 1,353

Translations

abundant

Arabic: وافِر‎; Moroccan Arabic: وافْر‎; Armenian: առատ; Azerbaijani: bol; Belarusian: багаты; Bengali: বহুল; Bulgarian: обилен, изобилен; Catalan: abundant; Chamicuro: icheeki; Chinese Mandarin: 豐富, 丰富; Cornish: pals; Czech: hojný; Danish: rigelig; Dutch: overvloedig, rijkelijk voorhanden, abondant; Esperanto: abunda; Finnish: runsas, yltäkylläinen; French: abondant; Galician: abundante, abondoso; Georgian: უხვი, სავსე, დოვლათიანი; German: reichlich, wohlhabend; Gothic: 𐌲𐌰𐌽𐍉𐌷𐍃; Ancient Greek: ἀβύρβηλος, ἁδινός, ἁδρός, ἀμφιλαφής, ἀνθηρός, ἁπαλοτρεφής, ἀπειρόδωρος, ἄπλετος, ἀφειδής, ἄφθονος, ἀφνειός, ἀφυσγετός, ἀφύσγετος, ἀχύνετος, βαρύς, βύβος, γενναῖος, δασύς, δαψιλής, δαψιλός, διαβριθής, δολιχός, ἔκπλεως, ἐκτενής, ἐπίρρυτος, περιπληθής, περιττός, πλούσιος, πολύμετρος; Hungarian: bőséges, kiadós; Ido: abundanta; Interlingua: abundante; Irish: líonmhar, raidhsiúil, fairsing; Italian: abbondante; Japanese: 豊か, 量の多い; Latin: abundans, amplus, largus; Latvian: bagatīgs; Lithuanian: gausus; Maori: ranea, makuru; Norwegian Bokmål: rikelig, rik; Plautdietsch: riew; Polish: obfity; Portuguese: abundante; Quechua: yupa; Romanian: abundent; Russian: обильный, изобилующий; Sanskrit: बहु; Scots: roch; Scottish Gaelic: pailt; Spanish: abundante, copioso, cuantioso; Swedish: riklig, ymnig; Telugu: మిక్కిలి; Tocharian B: īte; Turkish: bol; Ukrainian: багатий; Vietnamese: dồi dào; Volapük: bundanik; Welsh: helaeth; Zazaki: zaf