διεξάγω
ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → root of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money
English (LSJ)
[ᾰ], Aeol. aor. 1 Pass.
A διεξάχθην Milet.3 No.152.25 (ii B. C.):—lead through, δύναμιν διὰ τειχῶν D.S.14.20.
b τροφὴ διεξάγουσα laxative diet, Aret.CA2.5.
2 bring to an end, settle, λόγῳ ἀμφισβήτησιν Plb.5.1.5, etc.; try a cause, GDI5040.69 (Crete):—Pass., PTeb.5.219 (ii B. C.), al., PSI2.173.15 (ii B. C.); τὸ δίκαιον διεξάγεται Plb.4.73.8.
3 arrange, manage, Chrysipp.Stoic.3.185; administer, conduct, ἀσφαλῶς τὰ κατὰ τὴν ἀρχήν Plb.1.9.6, cf. PLond.3.1221.2 (ii A. D.); ταμιείαν IG22.1326.38:—Pass., ὁ τῆς φύσεως νόμος καθ' ὃν διεξάγεται τὰ γιγνόμενα Plu.2.568d.
4 treat, τινὰς ἐν τῇ πάσῃ φιλανθρωπίᾳ Plb.3.77.4.
II διεξάγω τοὺς βίους ἀπό τινος support life, Id.1.71.1: abs., Plu.1090b.
Spanish (DGE)
• Morfología: [act. perf. ind. -αγείωχα IMylasa 102.13 (II/I a.C.), -αγέωχα IMylasa 140.7 (heleníst.), inf. -αγηγοχέναι IG 9(2).507.21 (II a.C.), -αγηοχέναι IG 7.4131.8 (II a.C.), part. -αγη[γο] χώς IG 4.1.19 (Egina II a.C.), διεξαγηοχώς IGLS 992.6 (Dafne II a.C.), pas. aor. inf. eol. διεξάχθην Milet 1(3).152.25 (II a.C.)]
I en sent. fís.
1 c. mov. ‘hacia donde’ conducir, hacer pasar a través de, hacer cruzar hasta superar o dejar atrás, c. διά y gen. διεξαγαγὼν ... διὰ τούτων (τῶν πυλῶν) τὴν δύναμιν conduciendo a su ejército a través de estas puertas D.S.14.20
•abs. τροφὴ διεξάγουσα alimento laxante Aret.CA 2.5.5.
2 c. mov. ‘desde donde’ extraer, sacar τοὺς ... βίους διεξαγαγόντες ἀπὸ τῶν ἐκ τῆς χώρας γεννημάτων sacando sus recursos de los productos del país Plb.1.71.1.
II fig., no direccional
1 c. ac. de pers. o de rel. y determ. modal. conducirse con, comportarse con, tratar τοὺς δὲ συμμάχους ... ἐν τῇ πάσῃ φιλανθρωπίᾳ διεξῆγεν Plb.3.77.4, τὰ πρὸς αὐτοὺς εἰρηνικῶς δ. LXX 2Ma.10.12, εὐσεβῶς ... τὰ ποτὶ τοὺς θεούς IG 92(1).583.57 (Acarnania III a.C.)
•sin ac. conducirse, comportarse καλῶς ... καὶ καταξίως τῶ θεῶ διεξάγοντες ICr.2.12.21.24 (Eleuterna III/II a.C.), πῶς δεῖ διὰ τῶν συμποσίων δ.; Aristeas 286, ἱλαρῶς δ. tener una estancia agradable, pasarlo bien Aristeas 182.
2 c. ac. llevar a término, completar, terminar ἐμ πᾶσιν ἀκερδῶς ... τὸν ἐνιαυτὸν διεξαγάγοντες IG 5(1).26.7 (Amiclas II/I a.C.), τοῦ κόσμου ... τὸν ἑαυτοῦ κύκλον διεξάγοντος Cleom.1.4.76, en v. pas. ὁ σπόρος PTeb.703.49 (III a.C.), ὅπως διὰ σοῦ ἕκαστα διεξαχθῇ PTeb.765.9 (II a.C.).
3 vivir, recorrer el camino de la vida κατὰ τὴν σεμνὴν νομοθεσίαν Aristeas 5, καθαρειότερα διεξάγων BGU 1881.4 (I a.C., cf. BL 8.49), πολλοὺς ... χρόνους τούτῳ τῷ βίῳ διεξαγαγόντας D.S.1.43, cf. 3.19, ἐν ἡσυχίᾳ καὶ ἀταραξίᾳ δ. τὸ λοιπὸν τοῦ βίου Arr.Epict.1.10.2, ψυχὴν ... ἄφοβον καὶ ἀκύμονα διεξαγαγεῖν Plu.2.1090b, μετὰ πλείστης φαντασίας Vett.Val.37.29, ἔστιν αὐτοῖς ᾗ πεφύκασιν ... δ. les es posible vivir su vida conforme a su naturaleza Plot.1.4.1.
III usos téc.
1 admin. o milit. llevar, ejercer, desempeñar cargos o magistraturas ἀσφαλῶς ἤδη τὰ κατὰ τὴν ἀρχὴν διεξῆγεν ejerció ya con seguridad el mando militar Plb.1.9.6, cf. IG 22.1006.85 (II a.C.), D.S.19.52, τὴν ταμίειαν IG 22.1326.38 (II a.C.), τὰ ... κατὰ τὰν δαμιουργίαν καλῶς καὶ φιλοδόξως Tit.Cam.110.41 (II a.C.), ἀνεγκλήτως τὴν κατὰ τὸ γυ[μνάσιο] ν ἀρχήν REG 109.1996.3 (Janto II a.C.), τὰ κατὰ τὴν στρατηγίαν PTeb.790.2 (II a.C.), cf. PXV Congr.13.5 (I d.C.), τὰ κατ[ὰ τ] ὴν ἐπισ(τατείαν) τ[ῆς κ] ώ(μης) PTeb.13.17 (II a.C.), τὰ κατὰ τὴν κωμογρ(αμματείαν) PHeid.298.1 (II d.C.), cf. POxy.3089.4 (II d.C.)
•administrar, encargarse de los recursos y tareas propios del cargo τὰ ἐγχειρισθέντα αὐτῷ ὡς ἦν προσῆκον IGLS l.c., ἐν ἀρχείοις ... γενόμενος διεξαγείωχεν πάντα μισοπονήρως IMylasa 102.13 (II/I a.C.), en v. pas. τὰς προσόδους τούτων (τῶν ἱερῶν) καὶ τἆλλα διεξάγεσθαι ὑπ' αὐτοῦ SEG 37.1010.39 (Misia III a.C.)
•gener. gobernar, dirigir νόμος ... καθ' ὃν διεξάγεται τὰ γινόμενα una ley ... que gobierna el curso de los acontecimientos Plu.2.568d, cf. D.L.7.149.
2 jur., polít. resolver, solventar, llevar a buen término conflictos o problemas jurídicos λόγῳ διεξάγειν τὴν ... ἀμφισβήτησιν resolver mediante negociaciones el litigio Plb.5.1.5, κόσμοι ... διεξαγόντων ταῦτα ... κατὰ τὸ δοχθὲν κοινᾷ σύμβολον ICr.3.3.4.70 (Hierapitna II a.C.), en v. pas. τὰ ἐνεστάκοντα παρ' ἑκατέρων ἐγκλήματα ... διεξάχθην ὄρθως Milet 1(3).152.25 (II a.C.), ἔρχεσθαι ἐπὶ τὸ κριτήριον μέχρι τὰ καθ' ἡμᾶς διεξαχθῆναι PTor.Choachiti 12.2.30 (II a.C.).
3 llevar a cabo, celebrar juicios, juzgar τάς τε δαμοσίας δίκας καὶ τὰς ἰδ[ι] ωτικάς Milet 1(3).153.8 (II a.C.), τὰς [κρ] ίσεις ἴσω[ς καὶ δικαίω] ς IG 9(2).507.21 (II a.C.), cf. 4.1.19 (Egina II a.C.), 7.4131.8 (II a.C.), en v. pas. τὰς ... κρίσεις ... διεξάγεσθαι ... κατὰ τοὺς τῆς χώρας νόμους COrd.Ptol.53.219 (II a.C.), ἵνα τό τε δίκαιον αὐτοῖς ἐπὶ τόπου διεξάγηται para que se les administre justicia en el lugar Plb.4.73.8, cf. IEphesos 7.2.8 (I a.C.)
•tb. en cont. agonístico, llevar a cabo, celebrar en v. pas. διεξαγομένων τῶν τε ἀγώνων καὶ τᾶς παναγύριος κατὰ τὰ πάτρια IG 92(1).583.25 (Acarnania III a.C.).
German (Pape)
[Seite 619] (s. ἄγω), durch- u. zu Ende führen; βίον ἀπό τινος, wovon leben, Pol. 1, 71, 1; τὰ κατὰ τὴν ἀρχήν 1, 4. 6; so διεξάγεται πάντα τὰ γεγενημένα Plut. fat. 1. Bes. τὸ δίκαιον, τὴν ἀμφισβήτησιν u. ä., Streit beilegen, Pol. 4, 73, 8. 5, 1, 5. Auch τοὺς ξυμμάχους φιλανθρωπίᾳ, regieren, behandeln, Pol. 3, 77, 4, u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ao.2 διεξήγαγον, etc.
1 conduire jusqu'au bout, mener à bonne fin;
2 gouverner, diriger : τὰ γινόμενα PLUT les événements.
Étymologie: διά, ἐξάγω.
Russian (Dvoretsky)
διεξάγω: (aor. 2 διεξήγαγον)
1 проводить, вести: βίους ἀπὸ τῶν ἐκ τῆς χώρας γεννημάτων δ. Polyb. извлекать средства к жизни из произведений (своей) страны;
2 устраивать, управлять (τὰ κατὰ τὴν ἀρχήν Polyb.; νόμος, καθ᾽ ὃν διεξάγεται τὰ γινόμενα Plut.): τὸ δίκαιον δ. Polyb. вершить суд, творить правосудие; ἐν τῇ πάσῃ φιλανθρωπίᾳ δ. τινά Polyb. обращаться с кем-л. с величайшей благожелательностью;
3 улаживать (ἀμφισβήτησιν Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
διεξάγω: φέρω εἰς πέρας, Πολύβ. 5. 1, 5, κτλ.· διευθύνω, κυβερνῶ, ὁδηγῶ, ὁ αὐτ. 1. 9, 6, κτλ.· μεταχειρίζομαί τινα κατά τινα τρόπον, ὁ αὐτ. 3. 77, 4. ΙΙ. δ. βίον, ὑποστηρίζω τὸν βίον μου, διατηρῶ τὴν ζωήν μου, ὁ αὐτ. 1. 71, 1· καὶ οὕτως ἀπολ., Πλούτ. 1090Β.
Greek Monolingual
(AM διεξάγω) εξάγω
διενεργώ, φέρω εις πέρας μια υπόθεση
μσν.
φρ. «διεξάγω τὴν τοῦ παιδὸς ἡλικίαν» — περνώ την παιδική ηλικία
αρχ.
1. οδηγώ προς τα έξω περνώντας μέσα από κάτι ή από κάπου
2. κατευθύνομαι
3. εξετάζω, ερευνώ για εκδίκηση
4. διευθετώ, τακτοποιώ
5. συμπεριφέρομαι, μεταχειρίζομαι κάποιον
6. φανερώνω, υποδηλώνω
7. παρατείνω προθεσμία
8. (για άρχοντες) κυβερνώ, διοικώ
9. (για νόμο, θεό, μοίρα κ.λπ.) διευθύνω
10. (απολ.) ζω
11. μέσ. (για μάχη) επιτίθεμαι
12. παθ. διαιωνίζομαι
13. φρ. α) (για τροφή) «τροφὴ διεξάγουσα» — δίαιτα καθαρτική
β) «διεξάγω τὸν βίον» — περνώ τη ζωή
γ) «τὸ δίκαιον διεξάγεται» — απονέμεται δικαιοσύνη.