ευ

From LSJ

Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab

Menander, Monostichoi, 452

Greek Monolingual

(I)
εὖ, επικ. τ. ἐΰ (Α)
επίρρ.
1. καλά, ορθά, σωστά, όπως πρέπει (α. «εὖ καὶ ἐπισταμένως» — καλά και έμπειρα, Ομ. Ιλ.
«εὖ γὰρ σαφῶς τόδ' ἴστε», Αισχύλ.)
2. κατ' ευχήν, ευτυχής («ἐΰ οἴκαδ' ἱκέσθαι» Ομ. Ιλ.)
3. (και με την ηθική έννοια) ευνοϊκά, φιλικά, ευάρεστα, αίσια
4. (με επίθ. ή μτχ.) πολύ (α. «ἐΰ πάντες» — απαξάπαντες, Ομ. Οδ.
β. «κάρτα εὖ» — υπερβολικά, Ηρόδ.
5. ως ουσ. τo εὖ
α) το ορθό, το σωστό, το δίκαιο («τὸ δ' εὖ νικάτω» — ας υπερισχύσει το δίκαιο, Αισχύλ.)
β) παροιμ. φρ. «οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ» — το καλό δεν βρίσκεται στο πολύ, αλλά το πολύ στο καλό
γ) (στην τέχνη) η καλλιτεχνική αρτιότητα, η τελειότητα
6. (ως επιφών.) μπράβο, εύγε
7. φρ. α) «τὸ εὖ ζῆν» — η ενάρετη ζωή
β) «εὖ ἔχω ή εὖ ἥκω» — είμαι καλά, υγιαίνω
γ) «εὖ πράττω» — ευτυχώ
δ) «εὖ ποιῶ» — ευεργετώ
ε) «εὖ πάσχω» — ευεργετούμαι
στ) «εὖ λέγω» — επαινώ
ζ) «εὖ ἀκούω» — επαινούμαι
η) «εὖ ἠγμένος» — ο καλοαναθρεμμένος
θ) «εὖ γεγονώς» — ο καλής καταγωγής
8. εν συνθέσει ως α' συνθετικό επίθ. της Αρχαίας και της Νέας σημαίνει κυρίως καλή ιδιότητα αυτού που σημαίνει το β' συνθετικό (συνών. του καλο-) ή ευκολία ως προς τη δυνατότητα πραγματοποιήσεως αυτού που σημαίνει το β' συνθετικό (συνών. του ευκολο-) π.χ. ευανάγνωστος, ευκατάστατος κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουδέτερο του επιθ. ἐὺς, που χρησιμοποιήθηκε ως επίρρ. («καλώς») και απαντά σε αρκετές εκφράσεις (πρβλ. ευ οίδα, ευ πάσχω) καθώς και σε πλήθος συνθέτων (είτε με τη μορφή ευ- είτε ως ηυ-, με μετρική έκταση) από τα οποία πολλά σώζονται μέχρι σήμερα. Το εύ εξάλλου ως α' συνθετικό έχει άλλοτε τη σημασία «εύκολος» (πρβλ. ευανάγνωστος) και άλλοτε τη σημασία «καλός» (πρβλ. εύηχος).
ΣΥΝΘ. (κατ' επιλογή) ευάγγελος, ευαγής, ευανάγνωστος, ευαπόδεικτος, ευάρεστος, ευημερία, εύηχος, εύκαιρος, ευκατάστατος, ευκίνητος
αρχ.
εύειλος, ευεπίτακτος, ευήρετμος, ευκάρδιος, εύκρηνος, εύμαχος, ευφεγγής, εύωρος, ευώψ, ηΰκομος
αρχ.-μσν.
ευάγκαλος, εύεικτος, εύεργος, εύκριτος, εύυδρος
μσν.
ευαύξητος, ευαύχην, ευδιάμετρος, εύζωδος εύκτιστος, ευμέθυστος
μσν.- νεοελλ.
ευλύγιστος, ευσύνοπτος, ευσχήμων, ευυπόληπτος
νεοελλ.
ευαίσθητος, ευαρέσκεια, ευδιάθετος, ευεξήγητος, ευεπίφορος, ευοίωνος, ευπρόσβλητος, εύσπλαγχνος, εύστοχος, ευσυνείδητος, εύσωμος, ευφάνταστος].
(II)
εὗ, εγκλιτ. εὑ (Α)
ιων. και επικ. τ. 1. αντί οὗ (οὑ), γεν. της αυτοπαθούς αντωνυμίας του γ' προσ.
2. αντί ἑαυτοῦ, αὑτοῦ
3. εγκλιτικώς αντί αὐτοῦ.