προτάσσω
ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws
English (LSJ)
Att. προτάττω, 2 aor. Pass. προετάγην [ᾰ] A.D.Synt.306.16:—
A place in front or post in front, σφᾶς αὐτοὺς π. πρὸ τῶν Ἑλλήνων put themselves in front of them, so as to defend them, And.1.107; π. σφῶν αὐτῶν Ἀστύμαχον put him at their head, as speaker, Th.3.52:—Med., προετάξαντο τῆς φάλαγγος τοὺς ἱππέας posted the horse in front of it, X.HG6.4.10:—Pass., stand before one, so as to protect, ἄναξ, προτάσσου A.Supp.835 (lyr.); τὸ προταχθέν = the front rank, van, X.Cyr. 5.3.37; οἱ προτεταγμένοι Id.HG2.4.15, Ar.Pax1340; προταχθέντες ὑπὲρ ἁπάντων Isoc.4.99; also in documents, ὁ προτεταγμένος the aforesaid, POxy.1112.18 (ii A.D.), etc.
2 class as prior, Plot.6.1.25; prefer, τί τινος Sch.Ar.Ra.546.
3 Gramm., prefix, D.T.631.7 (Pass.), etc.; προτάσσεται τῷ ῥήματι καὶ ὑποτάσσεται A.D.Pron. 116.6.
II appoint beforehand or determine beforehand, χρόνον S.Tr.164; ἆθλον Arist.Pr.956b17, 20 (Act. and Pass.):—Pass., προτεταγμένοι Aen.Tact.1.5.
III Med., set before oneself, take as an example, Pl.Sph.218e; propose to oneself, ἐκ τούτου τὸ ζῆν ib.224d.
German (Pape)
[Seite 790] att. -ττω, vorn od. voran ordnen, in das erste Glied stellen, Sp.; zum Schutz vorstellen, σφᾶς αὐτοὺς προτάξαντες πρὸ τῶν Ἑλλήνων, Andoc. 1, 107; gew. med. sich vorstellen zum Schutz, schützen, ἄναξ προτάσσου, Aesch. Suppl. 815; προταχθέντες ὑπὲρἁπάντων, Gegensatz ἀκολουθεῖν, Isocr. 4, 99; sich vorsetzen, εἴ τις ἐκ τούτου τὸ ζῆν προὐτάξατο, Plat. Soph. 224 d, sich eine Lebensart vor andern wählen; προτακτέον, Xen. Mem. 3, 1, 10; – vorher festsetzen, bestimmen, χρόνον, Soph. Trach. 163, u. Sp.
French (Bailly abrégé)
1 ranger en avant, placer au premier rang : σφῶν αὐτῶν τινα THC placer qqn à leur tête (pour parler en leur nom) ; οἱ προτεταγμένοι XÉN les combattants du premier rang;
2 fixer d'avance, acc.;
Moy. προτάσσομαι ranger en avant (des troupes à soi) : τῆς φάλαγγος τοὺς ἱππέας XÉN ranger sa cavalerie en avant de la troupe.
Étymologie: πρό, τάσσω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προτάττω, Ion. προτάσσω met acc. vooraan plaatsen, voor... plaatsen: met prep. bep. of gen..; σφᾶς αὐτοὺς προτάξαντες πρὸ τῶν Ἑλλήνων ἁπάντων zichzelf aan het hoofd van alle Grieken stellend And. 1.107; pass..; προταχθέντες ὑπὲρ ἁπάντων aan het hoofd gesteld ter bescherming van allen Isocr. 4.99; ook med..; προετάξαντο... τῆς ἑαυτῶν φάλαγγος... τοὺς ἱππέας zij stelden de cavalerie voor hun eigen slaglinie op Xen. Hell. 6.4.10; voorop plaatsen ptc. perf. pass. subst..; οἱ προτεταγμένοι = de voorhoede Xen. Hell. 2.4.15 = τὸ προταχθέν Xen. Cyr. 5.3.37; ook med.. τί δῆτα προταξαίμεθ’ ἂν; wat zullen we dan op de eerste plaats zetten? Plat. Sph. 218e. van tevoren bepalen:; χρόνον προτάξας na tevoren een tijd vastgesteld te hebben Soph. Tr. 164; med. zich voornemen:. ἐκ τούτου τὸ ζῆν προυτάξατο hij heeft zich voorgenomen hiermee in zijn levensonderhoud te voorzien Plat. Sph. 224d. med. dir. refl. zich ter verdediging opstellen:. προτάσσου neem onze verdediging op je Aeschl. Suppl. 835.
Russian (Dvoretsky)
προτάσσω: атт. προτάττω тж. med.
1 ставить впереди, выдвигать вперед: προτάξαντες σφῶν αὐτῶν Ἀστύμαχον Thuc. выслав вперед (для переговоров) Астимаха; οἱ προτεταγμένοι и τὸ προταχθέν Xen. передовые ряды; προτάσσου Aesch. стань впереди, т. е. защити (нас);
2 заранее устанавливать, наперед определять (χρόνον Soph.);
3 брать в виде примера (τί δῆτα προταξαίμεθ᾽ ἄν; Plat.);
4 ставить целью: ἔκ τινος τὸ ζῆν προτάξασθαι Plat. стремиться извлечь из чего-л. средства к существованию;
5 учреждать, устраивать (ἆθλόν τι Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
προτάσσω: Ἀττ.-ττω· μέλλ. -ξω, θέτω, τοποθετῶ ἔμπροσθεν, πρ. σφᾶς αὐτοὺς πρὸ τῶν Ἑλλήνων, προτάσσουσιν ἑαυτοὺς πρὸ τῶν Ἑλλ., ὥστε νὰ ὑπερασπίσωσιν αὐτούς, Ἀνδοκ. 14. 31· ὡσαύτως, πρ. σφῶν αὐτῶν Ἀστύμαχον Θουκ. 3. 52. ― Μέσ., προετάξατο τῆς φάλαγγος τοὺς ἱππέας, ἐτοποθέτησε τοὺς ἱππεῖς πρὸ τῆς φάλ., Ξεν. Ἑλλ. 6. 4, 10. ― Παθ., ἵσταμαι ἔμπροσθέν τινος ἵνα ὑπερασπίσω αὐτόν, ἄναξ, προτάσσου Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 835· τὸ προταχθέν, οἱ προτεταγμένοι Ξεν. Κύρ. 5. 3, 37, Ἑλλ. 2. 4, 15, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1340· προταχθέντες ὑπὲρ ἁπάντων Ἰσοκρ. 61C. 2) προτιμῶ, τί τινος Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 546· πρβλ. προτακτέον. ΙΙ. καθόλου, ὁρίζω ἐκ τῶν προτέρων, χρόνον Σοφ. Τρ. 164· ἆθλον Ἀριστ. Προβλ. 30. 11. ― Μέσ., τάσσω πρὸ ἐμοῦ, λαμβάνω ὡς παράδειγμα, Πλάτ. Σοφιστ. 218Ε· προτείνω εἰς ἐμαυτόν, σκοπεύω, τι αὐτόθι 224D. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 313.
English (Strong)
from πρό and τάσσω; to pre-arrange, i.e. prescribe: before appoint.
English (Thayer)
perfect passive participle προτεταγμενος;
1. to place before.
2. to appoint before, define beforehand: χρόνον, Sophocles Trach. 164; καιρούς, passive, (see προστάσσω, 2); νόμους, passive, 2 Maccabees 8:36.
Greek Monolingual
ΝΑ, και αττ. τ. προτάττω Α τάσσω
1. θέτω, τοποθετώ μπροστά, προτείνω (α. «προτάξαμε τα στήθη μας» β. «προετάξαντο τῆς φάλαγγος τοὺς ἱππέας» — τοποθέτησαν τους ιππείς μπροστά από τη φάλαγγα, Ξεν.)
2. τάσσω κάτι στην αρχή, πριν από κάτι άλλο (α. «το επίθετο προτάσσεται του ουσιαστικού» β. «προτάσσεται τῷ ῥήματι καὶ ὑποτάσσεται», Διον. θρ.
γ. «προτάσσονται τὰ εὔκολα καὶ ἐπιτάσσονται τὰ δυσκολώτερα», Απολλ. Δύσκ.)
νεοελλ.
μτφ. προβάλλω («θα προτάξουμε σθεναρή αντίσταση»)
αρχ.
1. τοποθετώ ως πρώτο
2. προτιμώ
3. ορίζω εκ τών προτέρων («χρόνον προτάξας ὡς τρίμηνον», Σοφ.)
4. μέσ. προτάσσομαι
α) στέκομαι μπροστά από κάποιον ή κάτι για προφύλαξη ή υπεράσπισή του («ἀλλ' ἀράμενοι φέρωμεν oἱ προτεταγμένοι τὸν νυμφίον», Αριστοφ.)
β) θέτω ως παράδειγμα («τί δῆτα προταξαίμεθ' ἄν εὔγνωστον μὲν καὶ σμικρόν», Πλάτ.)
γ) θέτω ως σκοπό μου («πωλῶν ἐκ τούτου τὸ ζῆν προυτάξατο», Πλάτ.).
Greek Monotonic
προτάσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω,
I. τοποθετώ ή βάζω μπροστά, προτάσσω σφῶν αὐτῶν Ἀστύμαχον, τον τοποθετώ πριν από τους άλλους, ως ομιλητή, σε Θουκ. — Μέσ., προετάξατο τῆς φάλαγγος τοὺς ἱππέας, τοποθέτησε τους ιππείς μπροστά από αυτή, σε Ξεν. — Παθ., στέκομαι μπροστά από κάποιον έτσι ώστε να τον προστατεύω, να τον προασπιστώ, σε Αισχύλ.· τὸ προταχθέν, οἱ προτεταγμένοι, οι μπροστινές σειρές, προφυλακή, εμπροσθοφυλακή, σε Ξεν.
II. γενικά, ορίζω ή καθορίζω εκ των προτέρων, χρόνον, σε Σοφ.
Middle Liddell
Attic -ττω fut. ξω
I. to place or post in front, πρ. σφῶν αὐτῶν Ἀστύμαχον put him at their head, as speaker, Thuc.:—Mid., προετάξατο τῆς φάλαγγος τοὺς ἱππέας he posted his horse in front of it, Xen.:— Pass. to stand before one, so as to protect, Aesch.; τὸ προταχθέν, οἱ προτεταγμένοι the front ranks, van, Xen.
II. generally, to appoint or determine beforehand, χρόνον Soph.
Chinese
原文音譯:prot£ssw 普羅-他所
詞類次數:動詞(1)
原文字根:先-規定
字義溯源:預先安排,指派;由(πρό)*=前)與(τάσσω)*=處理,安排)組成
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 預先安排(1) 徒17:26
Lexicon Thucydideum
a fronte collocare, to station in front, 3.112.4, 6.100.1,
causam orandam committere, to entrust the pleading of a case to, 3.52.5 (de Plataeensibus concerning the Plataeans).