σύλλογος
English (LSJ)
ὁ,
A assembly, concourse, meeting of persons, whether legal or riotous, σύλλογος ἐγίνετο Hdt.8.74; Ἀχαιῶν σύλλογος, name of a play by Sophocles; ξ. γυναικοπληθεῖς E.Alc.951; σύλλογος στρατεύματος Id.IA514, cf. 825; ἐν θεοῖς σ. σοῦ πέρι ἔσται Id.Hel.878; σύλλογον ποιῆσαι Th.1.67, 4.114 (cf. ἐκκλησία); σύλλογον ποιέεσθαι Hdt.7.8 init., 8.24, cf. E.Heracl.335; σύλλογον διαλύειν Hdt.7.10.δ'; of the people, διαλύεσθαι ἐκ τοῦ συλλόγου Id.3.73; σύλλογοι σχολαστικοί Arist.Pol.1313b3; συμπόσια καὶ ἄλλοι σύλλογοι Phld.Mus. p.110K.; ὁ σύλλογος ὁ Ἁλικαρνασσέων SIG45.1 (Halic., v B.C.), cf. 278.3 (Priene, iv B.C.), al.; at Athens, of any special public meeting or assembly, opp. the common ἐκκλησία, Th.2.22, Pl.Lg.764a; ἐκκλησίᾳ καὶ ἄλλῳ σ. παντί, ὅστις ἂν πολιτικὸς σύλλογος γένηται Id.Grg.452e, cf. X.An.5.7.2, D.19.122; freq. of a muster of forces, X.Cyr.6.2.11, al.; so σύλλογος νεῶν And.3.38; σύλλογος θεραπηΐης a medical consultation, Hp. Praec.13.
II metaph., collectedness, presence of mind, σύλλογον ψυχῆς λαβέ E.HF626.
German (Pape)
[Seite 976] ὁ, wie συλλογή, Sammlung, Versammlung, Zusammenkunft, ἅπας Ἀχαιῶν σύλλογος στρατεύματος, Eur. I. A. 514; ἀστῶν σύλλογον ποιήσομαι, = συλλέξομαι, Heracl. 336; auch übtr., σύλλογον ψυ χῆς λάβε, Herc. F. 626, sich sammeln, fassen, bes. von Menschen, σύλλογον ποιεῖσθαι, versammeln, Her. oft, Gegensatz σύλλογον διαλύειν, 7, 10, 4, u. διαλύεσθαι ἐκ τοῦ συλλόγου, 3, 73; Thuc. oft, Plat. u. Folgde, wie Xen. An. 5, 6, 22, auch der Ort, wo sich die Soldaten versammeln, 1, 1, 2.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 rassemblement, réunion;
2 réunion de troupes.
Étymologie: συλλέγω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύλλογος -ου, ὁ, Att. ook ξύλλογος [συλλέγω] verzameling; bijeenkomst, vergadering; samenscholing:; ξύλλογον ποιῆσαι een vergadering beleggen Thuc.; σύλλογον διαλύειν een vergadering ontbinden Hdt. 7.10.δ 1; διαλύεσθαι ἐκ τοῦ συλλόγου uit elkaar gaan uit de vergadering Hdt. 3.73.3; overdr..; σύλλογον ψυχῆς λαβέ raap je geest bijeen, ‘kom tot jezelf’ Eur. HF 626; milit..; σ. τῶν νεῶν verzameling van de schepen And. 3.38; geneesk..; θεραπείης σ. consult Hp.; in Athene van een publieke bijeenkomst of vergadering buiten de ἐκκλησία.
Russian (Dvoretsky)
σύλλογος: ὁ
1 собрание, сборище, сходка, Her., Arst.: ξύλλογοι γυναικοπληθεῖς Eur. многолюдные женские собрания; ἅπας σ. στρατεύματος Eur. полный сбор войска; καὶ ἐν ἐκκλησίᾳ καὶ ἐν ἄλλῳ ξυλλόγῳ, ὅστις ἂν πολιτικὸς σ. γίγνηται Plat. и в народном собрании, и во всяком другом собрании, если оно только посвящено политическим вопросам;
2 сборный пункт Xen.;
3 присутствие духа, бодрость (σύλλογον ψυχῆς λαβεῖν Eur.).
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
νεοελλ.
1. οργανωμένη ομάδα ανθρώπων με κοινούς στόχους (α. «σύλλογος εκπαιδευτικών» β. «εξωραϊστικός σύλλογος» γ. «εμπορικός σύλλογος»)
2. φρ. «σύλλογος τών καθηγητών [ή τών δασκάλων]» — το σύνολο τών εκπαιδευτικών που υπηρετούν σε ένα σχολείο όταν συνεδριάζει για να αποφασίσει για θέματα που έχουν καθοριστεί από την υπηρεσία
μσν.-αρχ.
σύναξη, συνάθροιση, συγκέντρωση (α. «τῶν Προφητῶν ὁ σύλλογος», Μηναί.
β. «ἔξωθεν δὲ με γάμοι τ' ἐλῶσι Θεσσαλῶν καὶ ξύλλογοι γυναικοπληθεῖς, Ευρ.
γ. «σύλλογός τε δὴ ἐγίνετο», Ηρόδ.)
αρχ.
1. έκτακτη συνέλευση του λαού στην αρχαία Αθήνα
2. στρατολογία, συγκέντρωση στρατιωτών
3. φρ. α) «σύλλογον ποιοῦμαι» — συλλέγω (Ηρόδ.)
β) «σύλλογον διαλύω» — λύω την συνέλευση (Ηρόδ.)
γ) «σύλλογος νεῶν» — στόλος (Ανδοκ.)
δ) «σύλλογος θεραπείας» — ιατρικό συμβούλιο (Ιπποκρ.)
ε) «σύλλογον ψυχῆς λαμβάνω» — συνέρχομαι, έρχομαι στα συγκαλά μου, ανακτώ τις δυνάμεις μου (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -λόγος].
Greek Monotonic
σύλλογος: ὁ (λέγω),
I. συγκέντρωση, συνάθροιση, συνέλευση, σύναξη, σε Ηρόδ., Αττ.· σύλλογον ποιεῖσθαι, συγκαλώ συνέλευση, αντίθ. προς το διαλύειν, σε Ηρόδ. κ.λπ.· στρατολόγηση στρατού, σε Ξεν.
II. μεταφ., προσήλωση του νου σε κάτι, σύνεση, φρόνηση, αγχίνοια, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
σύλλογος: ὁ, συνέλευσις, συνάθροισις ἀνθρώπων εἴτε νόμιμος εἴτε ὀχλαγωγική, στασιώδης, σ. ἐγένετο Ἡρόδ. 8. 74· Ἀχαιῶν ξ., ὄνομα δράματος τοῦ Σοφοκλ.· ξ. γυναικοπληθεῖς Εὐρ. Ἄλκ. 951· σ. στρατεύματος ὁ αὐτ. ἐν Ι. Α. 514, πρβλ. 825· σ. ἐστι περί τινος ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 878· σ. ποιεῖν Θουκ. 1. 67., 4. 114 (πρβλ. ἐκκλησία)· σ. ποιήσασθαι, ἀντίθετον τῷ διαλύειν, Ἡρόδ. 7. 10, 4, πρβλ. 7. 8 ἐν ἀρχ., 8. 24, Εὐρ. Ἡρακλ. 335, κτλ.· ἐπὶ τοῦ λαοῦ, διαλύεσθαι ἐκ τοῦ σ. Ἡρόδ. 3. 73· ― παρ’ Ἀττ., ἐπὶ πάσης ἐκτάκτου τοῦ λαοῦ συνελεύσεως, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν συνήθη συνέλευσιν ἢ ἐκκλησίαν, Θουκ. 2. 22, Πλάτ. Νόμ. 704Α· ἐκκλησίᾳ καὶ ἄλλῳ ξ., ὅστις ἂν πολιτικὸς ξ. γένηται ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 452Ε, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 5. 7, 2, Δημ. 378. 24· ― συχνάκις ἐπὶ συλλογῆς στρατευμάτων ἢ στρατολογίας, Ξεν. Κύρ. 6. 2, 11, κ. ἀλλ.· οὕτω, σ. νεῶν Ἀνδοκ. 28. 17· ― σ. θεραπείης, συμβούλιον ἰατρικόν, Ἱππ. 28. 28. ΙΙ. μεταφορ., σύ τ’, ὦ γύναι μοι, σύλλογον ψυχῆς λάβε, ἀναθάρρει, λάβε θάρρος, ἔλα εἰς τὸν ἑαυτόν σου καὶ λάβε θάρρος, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 626.
Middle Liddell
σύλ-λογος, ὁ, λέγω
I. an assembly, Hdt., Attic; σύλλογον ποιεῖσθαι to convene an assembly, opp. to διαλύειν, Hdt., etc.:— a muster of forces, Xen.
II. metaph. collectedness, presence of mind, Eur.
English (Woodhouse)
assembly, band, collection, company, crowd, muster, collection of people, division of an army, knot of people, people assembled, public meeting
Lexicon Thucydideum
coetus, assembly, gathering, 1.67.3, 2.12.1, 2.22.1, 2.59.3, 3.27.3, 4.114.3, 4.120.3, 5.30.5, 6.41.5, 6.75.4,
collectio, gathering together, 7.31.5.