χαροπός
Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt
English (LSJ)
χαροπή, χαροπόν, also ός, όν Arat.1152, epithet of dub. sense, perhaps
A fierce, λέοντες Od.11.611, h.Merc.569, IG42(1).131.12 (Epid.); λέων Hes.Th.321; κύνες h.Merc.194; κύνα, of Hecuba, Lyr.Adesp. 101; θῆρες S.Ph.1146 (lyr.); χαροποῖσι πιθήκοις (παρὰ προσδοκίαν for λέουσι, in an oracle alluding to the Spartans) Ar.Pax1065 (hex.); of serpents, AP10.22 (Bianor); grim, Ἄρης IG9(1).868.1 (Corc., vii/vi B. C., nisi leg. Χάροπος, gen. of Χάροψ); γένεια, of bears, Nonn. D. 5.363; κεραῖαι, of a bull, ib.40.52; γενειάδες, of dogs, ib.307. Adv. χαροπῶς Sch.Opp.C.3.510.
2 of eyes, flashing, bright, βλέποντος χαροποῖς τοῖς ὀφθαλμοῖς ὑπὸ τὴν κόρυν οἷον οἱ λέοντες ἐν ἀναβολῇ τοῦ ὁρμῆσαι Philostr.Her.12a.1; τὸ χ. αὐτοῦ καὶ γοργόν Id.Im.1.23; χ. βλέμματος ἀστεροπαί AP5.152 (Asclep.), cf. 155 (Mel.); ὄμματά μοι γλαυκᾶς χαροπώτερα πολλὸν Ἀθάνας Theoc.20.25; ὄμμα χ., typical of a brave man, Arist.Phgn.807b1; of persons, flashing-eyed, φοβερὰ καὶ χαροπὴ καὶ δεινῶς ἀνδρική (sc. ἡ Ἀθηνᾶ) Luc.DDeor.19.1: neut. as adverb, χαροπὸν βλέπειν Philostr.Im.1.28; χαροπὸν στράπτουσιν ὀπωπαί (of the hare) Opp.C.3.510 (regul. Adv. χαροπῶς Sch. ad loc.).
b glassy, glazed, dull, of the eyes of wine drinkers, Al.Ge.49.12 (χαροποιοὶ.. ὑπὲρ οἶνον, v.l. ἀπὸ οἴνου, LXX l.c., s. v.l.), Sm.Pr.23.29 (πελιοὶ LXX l.c.).
3 of one of the chief eye-colours in men and animals, perhaps bluish-grey, distinguished from μέλας, γλαυκός, and αἰγωπός, Arist.HA492a3, GA779b14; τὰ χ. ἢ μέλανα ὄμματα Luc.DMort.1.3; of persons, bluish-grey-eyed PPetr.1p.54, al. (iii B. C.), Theoc.12.35, cf. Philostr.Im.2.5, al.; of horses, Opp.C.1.310, 4.113; of dogs, X.Cyn.3.3, Arr.Cyn.5.1 (prob.), Gp.19.2.1; of rams, ib.18.1.3; of παρδάλεις, Eust. 1703.29; opp. μελανόφθαλμος, S.E.M.7.198; persons with this eyecolour are φθινώδεες acc. to Hp.Epid.3.14 (where Gal.17(1).726 thinks Hp. ought to have mentioned a different colour, γλαυκός). Adv. Comp. χαροπώτερον, μελαίνεσθαι (of the eyes) Hld.2.35.
4 of the sea, bluish-grey, grey, χαροποῖο θαλάσσης Orph.Fr.245.21, cf. A.272, [S.] Fr.1126.3, AP12.53 (Mel.), 9.36 (Secund.), Anacreont. 53.30, Nonn. D. 4.187, al.; of the dawn, χ. ἠώς A.R.1.1280; of the moon, Arat.1152, Q.S.10.337; πρὸς ἕω λαμβάνει [ἡ σελήνη] χρόαν κυανοειδῆ καὶ χαροπήν Plu.2.934d; of certain stars, χ. καὶ ἀναλδέες εἱλίσσονται Arat.394, cf. 594.
5 metaph., grey, ὑπὸ σὸν (sc. τῆς Νεμέσεως) τροχὸν ἄστατον ἀστιβῆ χαροπὰ μερόπων στρέφεται Τύχα Mesom.Nem.8.
French (Bailly abrégé)
[ᾰ] ή, όν,
au regard brillant, d'où :
1. aux yeux clairs ou brillants, ép. de certains animaux (lions OD. 11.611, h.Merc. 569, h.Ven. 70; HÉS. Th. 321, etc. ; chiens h.Merc. 194 ; ironiq. singes AR. Pax 1030; animaux sauvages en général, SOPH. Phil. 1146); p. suite (comme les yeux clairs par excellence sont les yeux gris ou bleu) d'un bleu gris ou clair, d'une teinte azurée, ép. de la mer, SOPH. (CLÉM. 634, 8); ANACR. 57, 14; ORPH. Arg. 260; OPP. H. 4,312; Anth. 5,134; 9, 36, 643; 12, 53; distinct de γλαυκός (bleu vert, verdâtre) ARSTT. HA 1, 10;
2. joyeux, heureux, MÉSOMÈD. fr. 1.8;
Comp. -ώτερος, THCR. 20, 25, Sup. -ώτατος ARR. Cyn. 5.1.
Étymologie: χαίρω, ὤψ.
German (Pape)
auch 2 Endgn, eigtl. froh, freudig blickend, mit frohem, mutigem Blicke, hellblickend, helläugig; λέοντες Od. 11.611, H.h. Merc. 569, H.h. Ven. 70, Hes. Th. 321, Sc. 177; κύνες H.h. Merc. 194; vgl. Xen. Cyn. 3.3; θῆρες Soph. Phil. 1131; travestierend χαροποὶ πίθηκοι Ar. Pax 1030; auch von den Augen der Athene, dah. Theocr. 20.25 sagt ὄμματα χαροπώτερα Ἀθάνας (vgl. γλαυκῶπις); Luc. D.Mort. 1.3; Plut. Mar. 11 von den Augen der Germanen, die bei Tacit. truces et caerulei oculi heißen; vgl. Mel. 69 (V.156); βλέμματος ἀστεροπαί Asclpd. 15 (V.153); Ganymedes, Theocr. 12.33; χήν Antip.Sid. 88 (VII.423); ὄφιες Bian. (X.22); auch ἠώς, σελήνη, Ap.Rh. 1.1280. – Weil aber jene hellen Augen einen lichtblauen od. grauen Schimmer haben, wurde es späterhin von solchen Farben gebraucht, bläulich, graublau, meerblau; χρόα κυανοειδής καὶ χαροπή Plut. fac. orb. lun. 21 M.; χαροπὴ θάλασσα Opp. Hal. 4.312; Anacr. 54.11; πέλαγος Antip.Sid. 53 (IX.643), wie Mel. 80 (XI.53); κύματα Secund. 3 (IX.36); – Arist. H.A. 1.10, vgl. gen.an. 5.1, unterscheidet übrigens diese Farbe ausdrücklkch von γλαυκός, ohne daß wir den seinen Unterschied näher bestimmen können, vgl. Schneid. Orph. Arg. 459 und Jacobs AP p. 324. – Spätere Dichter nahmen das Wort überhaupt für »freudig«, »fröhlich«, χαροπὴ μερόπων τύχη Mesomed. 1.
Russian (Dvoretsky)
χᾰροπός:
1 со сверкающими глазами (λέοντες Hom., HH, Hes.; κύνες HH; θῆρες Soph.; πίθηκοι Arph.; ὄφιες Anth.);
2 светло-голубой (ὄμματα Ἀθάνας Theocr.; χρόα Plut.; πέλαγος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
χᾰροπός: -ή, -όν, ὡσαύτως ός, όν, Ἄρατ. 1152· (χαρά, ὤψ)· - ὁ ἔχων ὀφθαλμοὺς πλήρεις χαρᾶς· ἐντεῦθεν, ὁ ἔχων ἀπαστράπτοντας ὀφθαλμούς, χαροποὶ λέοντες Ὀδ. Λ. 614, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 569, Ἡσ. Θεογ. 321, κλπ.· οὕτως ἐπὶ τοῦ Αἴαντος, βλέποντος χαροποῖς τοῖς ὀφθαλμοῖς ὑπὸ τὴν κόρυν, οἵον οἱ λέοντες ἐν ἀναβολῇ τοῦ ὁρμῆσαι Φιλόστρ. 718 (ἴδε χάρων 1)· κύνες Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 194· θῆρες Σοφ. Φιλ. 1146· ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν τῆς Ἀθηνᾶς, Θεόκρ. 20. 24, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 19. 1· ἐπὶ πιθήκων (ἔνθα νοοῦνται οἱ Σπαρτιᾶται), Ἀριστοφ. Εἰρ. 1065· ἐπὶ ὅφεων, Ἀνθ. Παλατ. 10. 22· χ. βλέπειν ὁ αὐτ. 805. - Ἡ λέξις ἐν ἀρχῆ δὲν ἐσήμαινεν ὡρισμένον τι χρῶμα ἀλλ’ ἐδήλου τὴν ἀπαστράπτουσαν λάμψιν τῶν ὀφθαλμῶν τῶν ἀρπακτικῶν ζῴων· - ὕστερον ὅμως ἐσήμαινε χρῶμα ἀνοικτὸν κυανοῦν ἢ ὑπόφαιον, σχεδὸν ὠς τὸ γλαυκός, πρὸς τὸ ὁποῖον καὶ ταυτίζεται παρ’ Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ γ΄ 1090· τὸ αὐτὸ δὲ συνάγεται καὶ ἐκ τῆς χρήσεως τοῦ ἐπιθέτου τούτου ἐπὶ τῆς Ἀθηνᾶς (ἴδε ἀνωτ.), καὶ μάλιστα ἐπὶ τοῦ στίχου, ὄμματά μοι γλαυκᾶς χαροπώτερα πολλόν Ἀθάνας Θεόκρ. 20. 25· οὕτω καὶ ἐπὶ τῶν Γερμανῶν, ἴδε χαροπότης. Ἀλλὰ διαστέλλεται τοῦ γλαυκὸς ὐπὸ τοῦ Ἀριστ. ἐν τῷ π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1, 10, 1, π. Ζ. Γεν. 5. 1, 20. - Μεταγενέστεροι ποιηταὶ ἑπόμενοι τῇ κατ’ ἐτυμολογίαν σημασίᾳ τῆς λέξεως ποιοῦνται χρῆσιν αὐτῆς ἐπὶ τῶν ἐχόντων φλογεροὺς ὀφθαλμοὺς νέων, ἀκτινοβολῶν ἐκ χαρᾶς, φαιδρός, ἀπαστράπτων, «μὲ χαρούμενα μάτια», Θεόκρ. 12, 35· ἐπὶ τῆς λάμψεως τῶν βλεμμάτων, χαροπαὶ .. βλέμματος ἀστεροπαὶ Ἀνθ. Παλατ. 5, 153, 156· οὕτω χ. ἠώς, χ. σελήνη, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1280, Κόϊντ. Σμυρ. 10. 337· ἐν ᾧ ἕτεροι ποιοῦνται χρῆσιν τῆς λέξ. μόνον ἐπὶ χρῶματος, μάλιστα τῆς θαλάσσης, Ἀνθ. Παλατ. 12. 53, πρβλ. 9. 36, Ὀρφ. Ἀργον. 260, Ἀνακρεόντ. 57. 11· οὕτω, χαροπώτερον μελαίνεσθαι, ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν, Ἠλιόδ. 2. 36. Ἴδε Lucas Qu. Lexil. § 24 κἑξ.
English (Autenrieth)
with glaring eyes, Od. 11.611†.
Spanish
Greek Monolingual
-ή, -όν, θηλ. και -ός, ΜΑ
βλ. χαρωπός.
Greek Monotonic
χᾰροπός: -ή, -όν (χαρά, ὤψ)·
1. αυτός που έχει χαρούμενα μάτια, λαμπερά μάτια, χαροποὶ λέοντες, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.· θῆρες, σε Σοφ.· έπειτα, ανοιχτό μπλε ή γκρίζο χρώμα, ὄμματά μοι γλαυκᾶς χαροπώτερα πολλὸν Ἀθάνας, σε Θεόκρ.· επίσης στους Γερμανούς, βλ. χαροπότης.
2. λέγεται για τα μάτια των νέων, που ακτινοβολούν από χαρά, χαρούμενος, ευχάριστος, σε Θεόκρ., Ανθ.
Middle Liddell
χᾰρ-οπός, ή, όν χαρά, ὤψ]
1. glad-eyed, bright-eyed, χαροποὶ λέοντες Od., Hes.; θῆρες Soph.:—later, it denoted light-blue or grayish colour, ὄμματά μοι γλαυκᾶς χαροπώτερα πολλὸν Ἀθάνας Theocr.; also of the Germans, v. χαροπότης.
2. of the eyes of youths, sparkling with joy, joyous, gladsome, Theocr., Anth.
Frisk Etymology German
χαροπός: {kharopós}
See also: s. χαίρω.
Page 2,1075
Mantoulidis Etymological
καί χαρωπός (=αὐτός πού ἔχει ἀστραφτερά μάτια, γεμάτα χαρά). Ἀπό τό χαρά + ὄψ -ὀπός καί ὤψ-ὠπός τοῦ ὁράω -ῶ. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στά ρήμ. ὁράω -ῶ καί χαίρω.
Léxico de magia
-όν de aspecto feroz de Selene ἐνεύχομαί σοι, δαιδάλη καἰπή, θοή, ... χαροπή a ti te suplico, astuta y arrogante, rápida, de aspecto feroz P IV 2277 de los toros que la acompañan ἐλθέ μοι, ὦ δέσποινα φίλη, τριπρόσωπε Σελήνη, ... ἡ χαροποῖς ταύροισιν ἐφεζομένη ven a mí, oh amada señora, Selene de tres rostros, que te sientas sobre fieros toros P IV 2790