ἐπισύρω

From LSJ

παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπισύρω Medium diacritics: ἐπισύρω Low diacritics: επισύρω Capitals: ΕΠΙΣΥΡΩ
Transliteration A: episýrō Transliteration B: episyrō Transliteration C: episyro Beta Code: e)pisu/rw

English (LSJ)

[ῡ],
A drag or trail after one, τὼ πόδε D.L.1.81; χλαμύδα λαμπράν Posidon.36 J.:—Med., ποδήρεις χιτῶνας Luc.VH2.46; φελλούς ib.45; φόρτον Porph.VP25; γυναῖκας J.BJ4.1.10: —Pass., crawl or creep along, ἐπὶ τῆς γῆς X.Cyn.5.13, cf.Ael.NA2.23; to be drawn over, rub against, μήνιγγι Heliod. ap. Orib.46.19.2; to be trailed on the ground, Ph.2.148; to be protracted, Just.Nov.42.1.2.
2 draw gently, τὸ πνεῦμα Alciphr.3.12.
3 Med., draw over oneself, δέρμα αἰγός Longus3.24.
b draw up by friction, Steph.in Gal.1.326D.
4 Pass., to be impeded in movements, Aret.SD1.7.
II c. acc., do in a slovenly, careless way, slur over, evade intentionally, τὰ πράγματα Lys,26.3; τὰς πράξεις Plb.29.12.6; γραφήν D.H.1.7 (v.l. ὑπο-; βίον Jul.Gal.43b (Pass.): abs., ἐπισύροντες ἐροῦσι D.20.131; ἐπισύρων γέγραφα Jul.Ep.4; ἐ. ἐν ταῖς πράξεσι to be negligent, M.Ant. 8.51; καταφρονεῖν ὧν οὐκ οἶδεν καὶ ἐπισύρειν Porph.Abst.2.53: in this sense freq. in pf. part. Pass., slurred over, neglected, Plb.16.20.3; τὸ ἐπισυρομένον [τῶν λέξεων] Phld.Rh.1.49 S.; γράμματα ἐπισεσυρμένα slovenly, hastily written, Luc.DMeretr.10.3; φθέγγεσθαι ἐ. τι καὶ συνεχὲς καὶ ἐπίτροχον Id.Nav.2; χρέμπτεσθαι ἐ. Ps.-Luc.Philopatr.20; ἐ. καὶ ῥυπαρός slovenly and dirty, of a man, D.L.1.81; ἐ. ἤθη lax morals, Procl.in Prm.p.553S. Adv. ἐπισεσυρμένως carelessly, Epict.Ench.31, Sch.Ar.Ra.1545.

German (Pape)

[Seite 987] nachziehen, nachschleppen, τὼ πόδε D. L. 1, 81; so auch med., ποδήρεις τοὺς χιτῶνας ἐπισυρόμεναι, hinter sich her schleppend, Luc. V. H. 2, 46; – darüber hinziehen, τὸ πνεῦμα, darüber hinfahren lassen, Alciphr. 3, 12. – Übertr., flüchtig, nachlässig behandeln, darüber hinweghüpfen, τὰ πράγματα, neben διακλέπτειν τὴν κατηγορίαν, ohne gehörige Unterscheidung reden, um Andere zu verwirren, Lys. 26, 3; ἴσως έπισύροντες ἐροῦσιν Dem. Lept. 131; ἐπισεσυρμένα γράμματα, nachlässig hingeworfene Schrift, Luc. D. meretr. 10, 3; vgl. ἐφθέγγετο ἐπισεσυρμένον τε καὶ συνεχὲς καὶ ἐπίτροχον Navig. 2, was auch von tief herausgezogener, hohler Stimme erklärt wird, wie χρέμπτεσθαι, hohl husten, Philop. 20; übh. vernachlässigen, Gegensatz ἐπαινεῖσθαι, Pol. 16, 20, 2; ἐν ταῖς πράξεσιν, nachlässig sein, M. Anton. 8, 51. – Med., sich hinschleppen, kriechen, ἐπὶ τῆς γῆς Xen. Cyn. 5, 13; Ael. H. A. 2, 23; über sich wegziehen, δέρμα αἰγός Long. 3, 24; – τὸ ἐπισεσυρμένον λόγου, das Schleppende des Styls, Rhett. – S. ἐπισεσυρμένως.

French (Bailly abrégé)

1 traîner péniblement : fig. φθέγγεσθαι ἐπισεσυρμένον LUC parler en traînant la voix ; χρέμπτεσθαι ἐπισεσυρμένον LUC avoir une crise de toux prolongée;
2 traîner en longueur, différer, acc. ; être négligent, nonchalant : τὸ ἐπισεσυρμένον λόγου CIC style traînant, languissant;
Moy. ἐπισύρομαι;
1 tr. traîner derrière soi, acc.;
2 intr. se traîner péniblement.
Étymologie: ἐπί, σύρω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπισύρω: (ῡ)
1 тж. med. (с трудом) тащить, волочить (τὼ πόδε Diog. L.); pass. волочиться (ἐπὶ τῆς γῆς Xen.): ποδήρεις χιτῶνας ἐπισυρόμενοι Luc. одетые в длинные платья;
2 перен. растягивать, затягивать: χρέμπτεσθαι ἐπισεσυομένον Luc. кашлять затяжным кашлем;
3 перен. небрежно делать или произносить: φθέγγεσθαι ἐπισεσυρμένον Luc. говорить невнятно; ἴσως ἐπισύροντες ἐροῦσιν, ὡς … Dem. они, может быть, пробормочут, что …; γράμματα ἐπισεσυρμένα Luc. небрежный почерк; ἐ. τὰ πράγματα Lys. комкать, излагать неполно факты; ἐπισεσυρμένος καὶ ῥυπαρός Diog. L. небрежный и грязный.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισύρω: ῡ, σύρω νωχελῶς, διὰ τὸ πλατύπουν εἶναι καὶ ἐπισύρειν τὼ πόδε Διογ. Λ. 1. 81· οὕτως ἐν τῷ Μέσῳ, ποδήρεις χιτῶνας ἐπισύρεσθαι Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 46· φελλοὺς αὐτόθι 45· οἰκέτας Βασίλ. ‒ Παθ., σύρομαι κατὰ γῆς, ἕρπω, ἐπὶ τῆς γῆς Ξεν. Κυν. 5. 13, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 2, 23. ΙΙ. πράττω τι νωχελῶς, ἀμελῶ τινος ἐπίτηδες, ἀποφεύγω σκοπίμως, τὰ πράγματα Λυσ. 175. 18· καὶ ἀπολ., ἐπισύροντες ἐροῦσι, θὰ εἴπωσι συγκεχυμένως ὅπως μὴ ὦσι καταληπτοί, Δημ. Λεπτ. 496. 23, ἔνθα ἴδε Wolf.· μή τι ἐν ταῖς πράξεσιν ἐπισύρειν, εἶναι βραδύν, ἀμελῆ, Μ. Ἀντών. 8. 51: ‒ ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας συχν. κατὰ μετοχ. παθ. πρκμ., παρημελημένος, Πολύβ. 16. 20, 3· γράμματα ἐπισεσυρμένα, ἀμελῶς ἢ ἐσπευσμένως γεγραμμένα, τὰ γράμματα οὐ πάνυ σαφῆ, ἀλλὰ ἐπισεσυρμένα δηλοῦντα ἔπειξίν τινα τοῦ γεγραφότος Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 10, 3· φθέγγεσθαι ἐπισεσ. τι καὶ συνεχὲς καὶ ἐπίτροχον ὁ αὐτ. ἐν Πλοίῳ ἢ Εὐχ. 2· χρέμπτεσθαι ἐπισεσ. ὁ αὐτ. ἐν Φιλοπάτρ. 20· ἐπισεσ. καὶ ῥυπαρός, ἠμελημένος καὶ ἀκάθαρτος, ἐπὶ ἀνθρώπου, Διογ. Λ. 1. 81. ‒ Ἐπίρρ. ἐπισεσυρμένως, νωχελῶς, ἀμελῶς, Ἐπικτ. Ἐγχειρ. 38, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 1545.

Greek Monolingual

(AM ἐπισύρω) σύρω
σέρνω προς το μέρος μου, προκαλώ («επέσυρε τον θαυμασμό, την αγανάκτηση»)
μσν.
1. παρασύρω
2. μέσ. ἐπισύρομαι
φέρνω προς το μέρος μου, αποκτώ
αρχ.
1. σέρνω πάνω στο έδαφος, καταγής
2. αργοπορώ σκόπιμα να διεκπεραιώσω κάτι
3. δείχνω διάθεση να παρεμποδίσω ή να περιπλέξω τα πράγματα
4. παθ. (για ομιλία) εκφέρομαι αργά και σε χαμηλό τόνο.

Greek Monotonic

ἐπισύρω: [ῡ],
I. σύρω ή σέρνω κάτι πίσω μου, στη Μέσ., σε Λουκ. — Παθ., έρπω, σέρνομαι κατά γης, σε Ξεν.
II. κάνω οτιδήποτε με απροσεξία, με αμελή τρόπο, αποφεύγω, σε Λυσ.· ἐπισύροντες, ταραγμένα, συγκεχυμένα, σε Δημ.· συχνά, σε μτχ. Παθ. παρακ., αμελής, απερίσκεπτος, σε Λουκ.

Middle Liddell

I. to drag or trail after one, in Mid., Luc.: —Pass. to crawl along, Xen.
II. to do anything in a slovenly way, to slur over, Lys.; ἐπισύροντες confusedly, Dem.; often in part. perf. pass. slovenly, careless, Luc.