ἐρέφω
δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything
English (LSJ)
impf.
A ἤρεφον Ar.Fr.73, poet. ἔρεφω Pi.O.1.68, also ἐρέπτω (q.v.): fut. ἐρέψω Ar.Av.1110: aor. 1 ἤρεψα D.19.265 (nowhere else in Att. Prose), Ep. and Lyr. ἔρεψα Hom., Pi.O.13.32:—Med., fut. ἐρέψομαι E.Ba.323: aor. 1 ἠρεψάμην A.R.2.159, etc., (κατ-) Ar.V. 1294:—Pass., Corn.ND17: pf. ἤρεπται Philostr.VA1.25: (cf. ὄροφος, ἐρέπτω):—cover with a roof, καθύπερθεν ἔρεψαν..ὄροφον λειμωνόθεν ἀμήσαντες, i.e. they thatched [the hut] with reeds Il.24.450, cf. Od.23.193; τὰς..οἰκίας ἐρέψομεν πρὸς αἰετόν Ar.Av.1110, cf.Fr.73; ἤρεψε τὴν οἰκίαν ξύλοις D.l.c.:—Pass., τὰ βασίλεια χαλκῷ ἤρεπται Philostr.l.c.
2 cover with a crown, crown, δύο δ' αὐτὸν ἔρεψαν πλόκοι σελίνων Pi.O.13.32; (κρατήρων) κρᾶτ' ἔρεψον καὶ λαβάς S.OC 473:—Med., crown oneself, κισσῷ E.Ba.323; στεφάνῳ κόμαν B.8.24; δάφνῃ μέτωπα = one's forehead, A.R.2.159:—Pass., στεφάνοισι χαίταν ἐρεφθείς B.12.70.
3 wreathe as with garlands, ναὸν κρανίοις Pi.I. 4(3).54: generally, cover, λάχναι νιν μέλαν γένειον ἔρεφον Id.O.1.68.
German (Pape)
[Seite 1026] überdachen, mit einem Dache versehen, καθύπερθεν ἔρεψαν (κλισίην) Il. 24, 450; θάλαμον Od. 23, 193 (εἴποτέ τοι ἐπὶ νηὸν ἔρεψα s. unter ἐπερέφω); τὰς οἰκίας ἐρέψομεν πρὸς ἀετόν Ar. Av 1110; ναόν Pind. I. 3, 72; ἤρεψε τὴν οἰκίαν τοῖς ἐκ Μακεδονίας δοθεῖσι ξύλοις Dem. 19, 265. Übertr., λάχναι νιν μέλαν γένειον ἔρεφον Pind. Ol. 1, 68; umkränzen, schmücken, zieren, κρατῆρες, ὧν κρᾶτ' ἔρεψον καὶ λαβάς Soph. O. C. 473; νῆα ἀσπίσι Ap. Rh. 2, 1076. – Med. sich u mkränzen, schmücken, κισσῷ ἐρεψόμεσθα Eur. Bacch. 323; sp. D., wie Ap. Rh. 2, 159; ἐρεψάμενος Opp. C. 4, 200.
French (Bailly abrégé)
impf. ἤρεφον, f. ἐρέψω, ao. ἤρεψα, pf. inus.
1 couvrir d'un toit, d'un abri;
2 fig. entourer de guirlandes, couronner.
Étymologie: DELG rad. ancien mais sans rapprochements.
Russian (Dvoretsky)
ἐρέφω: (fut. ἐρέψω и ἐρέψομαι, aor. ἤρεψα - эп. ἔρεψα и ἐρεψάμην)
1 крыть, покрывать кровлей (τὰς οἰκίας Arph.; ξύλοις οἰκίαν Dem., Plut.);
2 (в виде крыши), класть (καθύπερθεν ὄροφον Hom.);
3 покрывать: λάχναι γένειον ἔρεφον (impf. = ἤρεφον) Pind. подбородок покрылся пушком;
4 увенчивать, украшать (ναόν Pind.; κρατήρων κρᾶτα Soph.); med. увенчивать себя (κισσῷ Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐρέφω: παρατ. ἤρεφον Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 54, ποιητ. ἔρεφον Πινδ. Ο. 1. 110: μέλλ. ἐρέψω Ἀριστοφ. ἐν Ὄρν. 1110: ἀόρ. ἤρεψα Δημ. 426. 1 (οὐδαμοῦ ἄλλοθι ἐν τῷ πεζῷ Ἀττικῷ λόγῳ), Ἐπισκ. ἔρεψα Ὅμ. - Μέσ.: μέλλ. ἐρέψομαι Εὐρ. Βάκχ. 323: ἀόρ. ἠρεψάμην Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 159, κτλ., (κατ-) Ἀριστοφ. Σφ. 1294. - Παθ., πρκμ. ἤρεπται Φιλόστρ. 33. (Ἐντεῦθεν ὄροφος· πρβλ. ἐρέπτω καὶ περὶ τῆς ῥίζης ἴδε ὄρφνη). Καλύπτω διὰ στέγης, καθύπερθεν ἔρεψαν... ὄροφον λειμωνόθεν ἀμήσαντες, δηλ. ἐστέγασαν τὴν σκηνὴν διὰ καλάμων θερίσαντες αὐτοὺς ἐκ λειμῶνος (ἴδε Spitzner Exc. 36), Ἰλ. Ω. 450, πρβλ. Ὀδ. Ψ. 193, Ἰλ. Α. 39 (ἴδε ἐπερέφω)· τὰς γὰρ ὑμῶν οἰκίας ἐρέψομεν πρὸς ἀετὸν (ἴδε ἀετός ΙΙΙ), «στεγάσομεν πρὸς ἀέτωμα» (Ἡσύχ.). Ἀριστοφ. Ὄρν. 1110, πρβλ. Ἀποσπ. 54· ξύλοις ἤρεψε τὴν οἰκίαν Δημ. ἔνθ’ ἀνωτ. 2) καλύπτω διὰ στεφάνου, στέφω, ἐπιστέφω, Πινδ. Ο. 13. 46· ὧν (δηλ. τῶν κρατήρων) κρᾶτ’ ἔρεψον καὶ λαβὰς ἀμφιστόμους Σοφ. Ο. Κ. 473. - Μέσ., στέφω ἐμαυτόν, κισσῷ τ’ ἐρεψόμεσθα καὶ χορεύσομεν Εὐρ. Βάκχ. 323· ξανθὰ δ’ ἐρεψάμενοι δάφνῃ καθύπερθε μέτωπα Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 159: πρβλ. ἐρέπτω. 3) κοσμῶ ὡς διὰ στεφάνων ἀνθέων, ναὸν κρανίοις Πινδ. Ι. 4. 94 (3. 72): καθόλου, καλύπτω, λάχναι νιν μέλαν γένειον ἔρεφον ὁ αὐτ. Ο. 1. 110.
English (Autenrieth)
aor. ἔρεψα: roof over, Il. 24.450, Od. 23.193; specific for generic, ‘built,’ Il. 1.39.
English (Slater)
ἐρέφω (ἐρέφοντ(α): impf. ἤρεφε, ἔρεφον: aor. ἔρεψαν.)
a lit. cover, roof with c. acc. & dat. κρανίοις ὄφρα ξένων ναὸν Ποσειδάωνος ἐρέφοντα (sc. Ἀνταῖον) σχέθοι (sc. Ἡρακλέης) (I. 4.54)
b cover ὅτε λάχναι νιν μέλαν γένειον ἔρεφον (O. 1.68) and so crown, δύο δ' αὐτὸν ἔρεψαν πλόκοι σελίνων ἐν Ἰσθμιάδεσσιν φανέντα (O. 13.32) βοτάνα τέ νιν ποθ' ἁ λέοντος νικάσαντ ἤρεφε (Hermann: ἔρεψε codd.) (N. 6.43)
Greek Monolingual
ἐρέφω και ἐρέπτω (Α)
1. στεγάζω, καλύπτω με στέγη, σκεπάζω («ξύλοις ἤρεψεν τὴν οἰκίαν», Δημοσθ.)
2. επιστέφω, στεφανώνω, καλύπτω με στεφάνι
3. διακοσμώ, στολίζω κάτι σαν με στεφάνι ή με άνθη («κρανίοις... ναόν... ἐρέφοντα», Πίνδ.)
4. καλύπτω, σκέπω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ερέφω, εμφανίζει επίθημα -ye / -yo (πρβλ. είρω Ι) και συνδέεται με το β’ συνθετικό του αρχ. άνω γερμ. hirnireba «κρανίο, κάλυμμα εγκεφάλου» —και έμμεσα με αρχ. άνω γερμ. rippa, rippi, αρχ. αγγλ. ribb, αρχ. ισλ. rif «πλευρά»— ανάγεται δε σε ΙE rebh-io- «καλύπτω από πάνω». Η ετεροιωμένη βαθμίδα του εμφανίζεται στο παράγωγο όροφος, το οποίο απαντά σε αρκετά υστερογενή σύνθετα ως β’ συνθετικό, ενώ ο τ. ερέφω ως β’ συνθετικό εμφανίζεται με τη μορφή -ερεφής (πιθ. < έρεφος < ερέφω) και -ηρεφής.
ΣΥΝΘ. (Β’ συνθετικό) αρχ. αμφιρεφής, ανηρεφής, διηρεφής, επηρεφής, κατηρεφής, κισσηρεφής, νυκτηρεφής, πετρηρεφής, συγκατηρεφής, συνηρεφής, υψερεφής, υψηρεφής].
Greek Monotonic
ἐρέφω: μέλ. ἐρέψω, αόρ. αʹ ἤρεψα, Επικ. ἔρεψα·
1. καλύπτω με στέγη, ἔρεψαν ὄροφον, έφτιαξαν στέγη, σε Ομήρ. Ιλ.· θάλαμον ἐρ., σε Ομήρ. Οδ.
2. καλύπτω με στεφάνι, στεφανώνω, ανακηρύσσω, σε Σοφ. — Μέσ., στεφανώνομαι, αυτοανακηρύσσομαι, σε Ευρ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: cover, give a roof (Pi., Ar.)
Other forms: ἐρέπτω (Pi., B., Cratin.), aor. ἐρέψαι (Il.), fut. ἐρέψω (A., E.),
Compounds: somet. with prefix ἀμφ-, ἐπ-, κατ-, - As 2. member e. g. in ὑψ-όροφος with high roof (Hom.); also ὑψ-ερεφής, -ηρεφής id. (Hom.), κατ-ηρεφής with a roof, vaulted (Il.), πετρ-ηρεφής vaulted with rocks (A., E.) a. o.; cf. Schwyzer-Debrunner 475, Strömberg Prefix Studies 140.
Derivatives: ἔρεψις roofing (Thphr.) with ἐρέψιμος (Pl.; vgl. Arbenz Die Adj. auf -ιμος 49); with ablaut ὄροφος m. cover, roof (Orac. ap. Hdt. 7, 140, A.), also thatsch for a roof (Ω 451), ὀροφή f. roof, esp. cover of a room (Ion.-Att., Od.) with ὀροφίας name of a snake (Ar. V. 206), = ὄφις τῶν κατ' οἰκίαν H.; cf. Georgakas Μνήμης χάριν 1, 126; ὀρόφινος covered with thatch (Aen. Tact.), ὀροφ-ιαῖος, -ιος, -ικός belonging to ὀροφή (ὄροφος) (Att., hell.); denomin. verb ὀροφόω roof (hell.) with ὀρόφωμα, ὀρόφωσις.
Origin: IE [Indo-European] [853] *h₁rebh- cover, roof
Etymology: The only agreements are the 2. member in OHG hirni-reba skull (prop. "brain-cover"), and the Germanic word for rib (as "roof of the breast"?) OHG rippa, rippi, OE ribb, OWNo. rif n., IE *h₁rebh-i̯o-, and also Russ. etc. rebró id. - Schrader KZ 30, 469f.; see Vasmer Russ. et. Wb. s. v. - Diff. Machek Listy filol. 68, 94ff. - The ὀ- ὀροφ- must be due to assimilation in *ἐροφ-.
Middle Liddell
1. to cover with a roof, ἔρεψαν ὄροφον made a roof, Il.: θάλαμον ἐρ. Od.
2. to cover with a crown, to crown, Soph.: —Mid. to crown oneself, Eur.
Frisk Etymology German
ἐρέφω: (Pi., Ar.),
{eréphō}
Forms: ἐρέπτω (Pi., B., Kratin.), Aor. ἐρέψαι (seit Il.), Fut. ἐρέψω (A., E.),
Grammar: v.
Meaning: überdecken, überdachen.
Composita: vereinzelt mit Präfix ἀμφ-, ἐπ-, κατ-, — Als Hinterglied z. B. in ὑψόροφος mit hohem Dach (Hom.)· daneben ὑψερεφής, -ηρεφής hochgedeckt, mit hohem Dach (Hom. usw.), κατηρεφής überdacht, überwölbt, gewölbt (seit Il.), πετρηρεφής mit Felsen überwölbt (A., E.) u. a. m.; neben ἐρέφω (mit σ-Stammflexion; vgl. Schwyzer 513) als Hinterglied ein Nomen *ἔρεφος anzunehmen, ist jedenfalls nicht notwendig; vgl. Schwyzer-Debrunner 475, Strömberg Prefix Studies 140.
Derivative: Davon ἔρεψις Bedachung (Thphr., Plu. u. a.) mit ἐρέψιμος (Pl., Thphr.; vgl. Arbenz Die Adj. auf -ιμος 49); mit altem Ablaut ὄροφοςm. Bedeckung, Dach (Orac. ap. Hdt. 7, 140, A., Th., Pl. u. a.), auch ‘(Dach)schilf’ (Ω 451), ὀροφή f. Dach, insbes. Zimmerdecke (ion. att. seit Od.) mit ὀροφίας Ben. einer Schlange (Ar. V. 206), = ὄφις τῶν κατ’ οἰκίαν H.; dazu Georgakas Μνήμης χάριν 1, 126; ὀρόφινος mit Schilf gedeckt (Aen. Tact.), ὀροφιαῖος, -ιος, -ικός ‘zu ὀροφή (ὄροφος) gehörig’ (att., hell.); denominatives Verb ὀροφόω überdachen (hell. und spät) mit ὀρόφωμα, ὀρόφωσις.
Etymology: Die einzigen Anknüpfungen, die sich für dieses ohne Zweifel altererbte Wort bisher geboten haben, sind teils das Hinterglied in ahd. hirni-reba Schädel (eig. "Hirnbedeckung"), teils das germanische Wort für Rippe (als "Dach der Brusthöhle"?) ahd. rippa, rippi, ags. ribb, awno. rif n., idg. *rebh-i̯o-, wozu noch russ. usw. rebró ib. — Schrader KZ 30, 469f.; weitere Einzelheiten bei WP. 2, 371, Pok. 857, Vasmer Russ. et. Wb. s. v. Zur griech. Vokalprothese noch Harl KZ 63, 18. — Anders über ἐρέφω Machek Listy filol. 68, 94ff.
Page 1,556
Mantoulidis Etymological
ἤ ἐρέπτω (=στεγάζω). Ρίζα ρεφ- ἤ ρεπ+ προθεματικό ε + ω ἐρέφ-ω καί ἐρέπτ-ω.
Παράγωγα: ὀροφή (=στέγη σπιτιοῦ), ὄροφος (=στέγη), (τά σύνθετα τοῦ ὄροφος γράφονται μέ ω, ὅταν ἡ προηγουμένη συλλαβή εἶναι βραχεία, ἐνῶ ὅταν εἶναι μακρά γράφονται μέ ο), διώροφος, ὑψόροφος, χρυσόροφος, ὑψηρεφής (μέ ψηλή στέγη), κατηρεφής, τριώροφος.