ἐπιπίπτω: Difference between revisions

From LSJ

κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)

Source
(T21)
(13)
Line 24: Line 24:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=2nd aorist ἐπέπεσον, 3rd [[person]] plural ἐπέπεσαν, L T Tr WH (cf. [[ἀπέρχομαι]] at the [[beginning]]); [[perfect]] participle ἐπιπεπτωκως; ([[see]] [[πίπτω]]); the Sept. for נָפַל; to [[fall]] [[upon]]; to [[rush]] or [[press]] [[upon]];<br /><b class="num">a.</b> [[properly]]: τίνι, [[upon]] [[one]], to [[lie]] [[upon]] [[one]], [[ἐπί]] [[τόν]] τράχηλον τίνος, to [[fall]] [[into]] [[one]]'s [[embrace]], to [[fall]] [[back]] [[upon]], [[ἐπί]] τό [[στῆθος]] τίνος, R G T.<br /><b class="num">b.</b> [[metaphorically]], [[ἐπί]] τινα, to [[fall]] [[upon]] [[one]], i. e. to [[seize]], [[take]] [[possession]] of him: [[φόβος]], L Tr ἔπεσεν); L T Tr WH; [[ἔκστασις]], [[ἀχλύς]], R G). used [[also]] of the Holy Spirit, in its inspiration and [[impulse]]: [[ἐπί]] τίνι, [[ἐπί]] τινα, ἔπεσε); WH marginal [[reading]] ἐπέπεσεν (others, ἐγένετο) [[στάσις]]. (From [[Herodotus]] [[down]].))  
|txtha=2nd aorist ἐπέπεσον, 3rd [[person]] plural ἐπέπεσαν, L T Tr WH (cf. [[ἀπέρχομαι]] at the [[beginning]]); [[perfect]] participle ἐπιπεπτωκως; ([[see]] [[πίπτω]]); the Sept. for נָפַל; to [[fall]] [[upon]]; to [[rush]] or [[press]] [[upon]];<br /><b class="num">a.</b> [[properly]]: τίνι, [[upon]] [[one]], to [[lie]] [[upon]] [[one]], [[ἐπί]] [[τόν]] τράχηλον τίνος, to [[fall]] [[into]] [[one]]'s [[embrace]], to [[fall]] [[back]] [[upon]], [[ἐπί]] τό [[στῆθος]] τίνος, R G T.<br /><b class="num">b.</b> [[metaphorically]], [[ἐπί]] τινα, to [[fall]] [[upon]] [[one]], i. e. to [[seize]], [[take]] [[possession]] of him: [[φόβος]], L Tr ἔπεσεν); L T Tr WH; [[ἔκστασις]], [[ἀχλύς]], R G). used [[also]] of the Holy Spirit, in its inspiration and [[impulse]]: [[ἐπί]] τίνι, [[ἐπί]] τινα, ἔπεσε); WH marginal [[reading]] ἐπέπεσεν (others, ἐγένετο) [[στάσις]]. (From [[Herodotus]] [[down]].))  
}}
{{grml
|mltxt=(Α [[ἐπιπίπτω]]) [[πίπτω]]<br />[[πέφτω]] [[πάνω]] σε κάποιον, ρίχνομαι [[εναντίον]] κάποιου, επιτίθεμαι, [[εφορμώ]] («ἐπιπεσὼν ἀπαρασκεύοις τοῑς ἐναντίοις», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πέφτω]] [[πάνω]] («εἰ ἐπιπέσοι [[σπέρμα]]», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> [[πέφτω]] («ἐπέπεσε μοῑρα», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> (για [[χρέος]]) [[προσαυξάνω]]<br /><b>4.</b> (για [[θύελλα]]) [[ενσκήπτω]]<br /><b>5.</b> (για [[δυστύχημα]] <b>κ.λπ.</b>) [[επέρχομαι]], [[συμβαίνω]] («οὐχὶ σοὶ μόνα ἐπέπεσον λῡπαι», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>6.</b> [[συσσωρεύω]], [[συγκεντρώνω]], [[συλλέγω]].
}}
}}

Revision as of 07:12, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιπίπτω Medium diacritics: ἐπιπίπτω Low diacritics: επιπίπτω Capitals: ΕΠΙΠΙΠΤΩ
Transliteration A: epipíptō Transliteration B: epipiptō Transliteration C: epipipto Beta Code: e)pipi/ptw

English (LSJ)

   A fall upon or over, ἐπέπιπτον ἀλλήλοις Th.7.84; ἐπί τι X.Oec.18.7, cf. Thphr.CP5.4.5: metaph., ἐπέπεσε μοῖρα Pi.Pae.2.64; ἐπί τι Isoc.5.89; διαλογισμοὶ ἐπιπίπτουσί τινι Plu.Oth.9.    2. of money, accrue, τὸ μέρος ὃ εὑρίσκομες ἐπιπῖπτον ἐπὶ τὸ χρέος τὸ ὀφειλόμενον SIG953.66 (Cnidus, ii B.C.).    II. fall upon in hostile sense, attack, assail, τινί Hdt.4.105, Th.3.112; ἀφυλάκτῳ αὐτῷ ἐ. Hdt.9.116; ἀφάρκτῳ τῷ στρατοπέδῳ Th.1.117; ἀπαρασκεύοις τοῖς ἐναντίοις X.Cyr.7.4.3; also ἐς τοὺς Ἕλληνας, v.l. for ἐσ-, Hdt.7.210; of storms, τοῖσι βαρβάροισι ὁ βορῆς ἐπέπεσε ib.189; χειμὼν ἐπιπεσών Pl.Prt. 344d; of winds meeting one another, Arist.Mete.364b3; of diseases, Hp.Aër.3; ἡ νόσος ἐ. τοῖς Ἀθηναίοις Th.3.87; so of grief, misfortunes, etc., οὐχὶ σοὶ μόνᾳ ἐπέπεσον λῦπαι E.Andr.1043 (lyr.), etc.; ἐπέπεσε πολλὰ καὶ χαλεπὰ κατὰ στάσιν ταῖς πόλεσι Th.3.82, etc.    2. come on after, ἐ. ῥῖγος πυρετῷ Hp.Aph.4.46.    3. accumulate, πλήθη σίτου ἐπιπεπτωκέναι PPetr.2p.62 (iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 969] (s. πίπτω), darauffallen; εἰκὸς ἐπιπίπτειν τὰ ἄχυρα ἐπὶ τὸν σῖτον Xen. Oec. 18, 7; τὰ ἐπιπίπτοντα ἐκ τοῦ τείχους, das von der Mauer auf sie Fallende oder Herabgeworfene, App. B. C. 4, 111; bes. feindlich anfallen, angreifen, τινί, Her. 9, 116; Thuc. 3, 112; ἐπιπεσὼν ἀπαρασκεύοις τοῖς ἐναντίοις Xen. Cyr. 7, 4, 3; Folgde; εἴς τινα, Her. 7, 207. So auch von unangenehmen Dingen, die eintreten, Einen befallen, πόνων ἐπιπιπτόντων Plat. Legg. V, 732 c; χειμὼν ἐπιπεσών Prot. 344 d, wie Her. ὁ βορῆς 7, 189; σήματα Plat. Rep. III, 405 c; ἀνάγκη Legg. VI, 762 c; vgl. Eur. οὐχὶ σοὶ μόνᾳ ἐπέπεσον λύπαι Andr. 1044; ἐπέπεσε πολλὰ καὶ χαλεπὰ κατὰ στάσιν ταῖς πόλεσι Thuc. 3, 82; νόσος 87; – ἐπὶ ταύτην τὴν παράκλησιν, darauf kommen, verfallen, Isocr. 5, 89; wie unser »einfallen«, ἐπιπίπτειν τοιούτους λογισμοὺς τοῖς γνησίοις τῶν στρατιωτῶν Plut. Oth. 9.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιπίπτω: μέλλ. -πεσοῦμαι, πίπτω ἐπάνω εἴς τινα ἢ εἴς τι, ἐπέπιπτον ἀλλήλοις Θουκ. 7. 84· ἐπί τι Ξεν. Οἰκ. 18, 7, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 4, 5: - μεταφ. ὡς τὸ Λατ. incidere, ἐπί τι Ἰσοκρ. 100Α· λογισμὸς ἐπιπίπτει τινὶ Πλουτ. Ὄθων. 9. ΙΙ. ἐπιπίπτω, ἐπὶ ἐχθρικῆς ἐννοίας, ἐφορμῶ, προσβάλλω, ἐπιτίθεμαι, τινὶ Ἡρόδ. 4. 105, Θουκ. 3. 112· ἀφυλάκτῳ αὐτῷ ἐπ. Ἡρόδ. 9. 116· ἀφράκτῳ τῷ στρατοπέδῳ Θουκ. 1. 117· ἀπαρασκεύοις τοῖς ἐναντίοις Ξεν. Κύρ. 7. 4, 3· ὡσαύτως, ἐς τοὺς Ἕλληνας Ἡρόδ. 7. 10: - ἐπὶ θυέλλης, τοῖσι βαρβάροισι ὁ Βορέης ἐπέπεσε ὁ αὐτ. 7. 189· χειμὼν ἐπιπεσὼν Πλάτ. Πρωτ. 344D· ἐπὶ ἐναντίων ἀνέμων, ἐπιπίπτουσι δὲ τοῖς ἄλλοις μάλιστα Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 6, 17· ἐπὶ νόσων, Ἱππ. π. Ἀέρ. 281· ἡ νόσος ἐπ. τοῖς Ἀθηναίοις Θουκ. 3. 87, πρβλ. 2. 48· οὕτως ἐπὶ λύπης, δυστυχημάτων, κτλ., οὐχὶ σοὶ μόνᾳ ἐπέπεσον λῦπαι Εὐρ. Ἀνδρ. 1042, κτλ.· ἐπέπεσε πολλὰ καὶ χαλεπὰ ταῖς πόλεσι Θουκ. 3. 82, κτλ. 2) ἐπακολουθῶ, ἐπ. ῥῖγος πυρετῷ Ἱππ. Ἀφ. 1251.

French (Bailly abrégé)

1 tomber sur, τινι;
2 avec idée d’hostilité tomber sur, fondre sur, τινι.
Étymologie: ἐπί, πίπτω.

English (Strong)

from ἐπί and πίπτω; to embrace (with affection) or seize (with more or less violence; literally or figuratively): fall into (on, upon) lie on, press upon.

English (Thayer)

2nd aorist ἐπέπεσον, 3rd person plural ἐπέπεσαν, L T Tr WH (cf. ἀπέρχομαι at the beginning); perfect participle ἐπιπεπτωκως; (see πίπτω); the Sept. for נָפַל; to fall upon; to rush or press upon;
a. properly: τίνι, upon one, to lie upon one, ἐπί τόν τράχηλον τίνος, to fall into one's embrace, to fall back upon, ἐπί τό στῆθος τίνος, R G T.
b. metaphorically, ἐπί τινα, to fall upon one, i. e. to seize, take possession of him: φόβος, L Tr ἔπεσεν); L T Tr WH; ἔκστασις, ἀχλύς, R G). used also of the Holy Spirit, in its inspiration and impulse: ἐπί τίνι, ἐπί τινα, ἔπεσε); WH marginal reading ἐπέπεσεν (others, ἐγένετο) στάσις. (From Herodotus down.))

Greek Monolingual

ἐπιπίπτω) πίπτω
πέφτω πάνω σε κάποιον, ρίχνομαι εναντίον κάποιου, επιτίθεμαι, εφορμώ («ἐπιπεσὼν ἀπαρασκεύοις τοῑς ἐναντίοις», Ξεν.)
αρχ.
1. πέφτω πάνω («εἰ ἐπιπέσοι σπέρμα», Θεόφρ.)
2. πέφτω («ἐπέπεσε μοῑρα», Πίνδ.)
3. (για χρέος) προσαυξάνω
4. (για θύελλα) ενσκήπτω
5. (για δυστύχημα κ.λπ.) επέρχομαι, συμβαίνω («οὐχὶ σοὶ μόνα ἐπέπεσον λῡπαι», Ευρ.)
6. συσσωρεύω, συγκεντρώνω, συλλέγω.