νέκταρ: Difference between revisions
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
(SL_2) |
(26) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>νέκτᾰρ</b> <br /> <b>1</b> [[nectar]] ἀθανατους [[ὅτι]] κλέψαις ἁλίκεσσι συμπόταις [[νέκταρ]] ἀμβροσίαν τε δῶκεν (sc. [[Τάνταλος]]) (O. 1.62) “[[νέκταρ]] ἐν χείλεσσι καὶ ἀμβροσίαν στάξοισι” (P. 9.63) met. of [[song]], καὶ ἐγὼ [[νέκταρ]] χυτόν, Μοισᾶν δόσιν, ἀεθλοφόροις ἀνδράσιν πέμπων (O. 7.7) μὴ [[νῦν]] νέκτα[ρ ]νας ἐμᾶς διψῶντ' α[ Παρθ. 2. 76. v. [[test]]. ad fr. 194,4—6. | |sltr=<b>νέκτᾰρ</b> <br /> <b>1</b> [[nectar]] ἀθανατους [[ὅτι]] κλέψαις ἁλίκεσσι συμπόταις [[νέκταρ]] ἀμβροσίαν τε δῶκεν (sc. [[Τάνταλος]]) (O. 1.62) “[[νέκταρ]] ἐν χείλεσσι καὶ ἀμβροσίαν στάξοισι” (P. 9.63) met. of [[song]], καὶ ἐγὼ [[νέκταρ]] χυτόν, Μοισᾶν δόσιν, ἀεθλοφόροις ἀνδράσιν πέμπων (O. 7.7) μὴ [[νῦν]] νέκτα[ρ ]νας ἐμᾶς διψῶντ' α[ Παρθ. 2. 76. v. [[test]]. ad fr. 194,4—6. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (ΑΜ [[νέκταρ]], -αρος)<br /><b>1.</b> το [[ποτό]] τών θεών της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας («ὁ τοῑς ἄλλοισι θεοῑς ἐνδέξια πᾱσιν οἰνοχόει γλυκὺ [[νέκταρ]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[γλυκό]] [[κρασί]] εξαιρετικής ποιότητας<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ζαχαρούχος]] [[χυμός]] τών ανθέων τον οποίο συλλέγουν διάφορα έντομα, [[ιδίως]] οι μέλισσες, και πουλιά<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ευοσμία]], [[ευωδία]], [[άρωμα]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[ευτυχία]], [[ευημερία]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> ευγευστότητα, [[γευστικότητα]], [[νοστιμιά]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[γλυκύτητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[οίνος]], [[κρασί]]<br /><b>2.</b> το ποτὸ τών θεών («τὸ [[νέκταρ]] [[ἔδμεναι]] αὐτούς», Αλκμ.)<br /><b>3.</b> το [[μέλι]] («ῥεῑ δὲ μελισσᾱν νέκταρι», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> ο [[κεκρύφαλος]], [[είδος]] αρωματικού μύρου<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> [[χαρακτηρισμός]] ωδής («καὶ ἐγὼ [[νέκταρ]] χυτὸν Μοισᾱν δόσιν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> το ανώτατο όριο, το [[ζενίθ]] («τῆς ἡδονῆς τὸ [[νέκταρ]] ὀψὲ γοῡν φύγε», Ανών.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχαϊκό ουδέτερο ουσ. σε -<i>αρ</i> αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται για θρησκευτικό και ποιητικό όρο που δήλωνε το [[ποτό]] τών αθανάτων, όπως η [[αμβροσία]] δήλωνε την [[τροφή]] τών αθανάτων. Θεωρείται συνθ. λ. με α' συνθετικό τη [[ρίζα]] <i>nek</i>- τών [[νέκες]], [[νέκυς]] (<b>βλ. λ.</b> [[νεκρός]]) και β' συνθετικό το [[θέμα]] που εμφανίζεται στο αρχ. ινδ. <i>tarati</i> «[[διαβαίνω]], [[διασχίζω]]». Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], ελάχιστα πιθανή, η λ. [[νέκταρ]] μπορεί να αναλυθεί σε <i>νε</i>-<i>κταρ</i>- από το στερητ. [[μόριο]] <i>νε</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>νε</i>-) και β' συνθ. -<i>κταρ</i>- που συνδέεται με τη [[γλώσσα]] «[[κτέρες]]<br /><i>νεκροί</i>» (<b>πρβλ.</b> [[κτέρας]], <i>κτερίσματος</i>). Άλλοι συνδέουν τη λ. με τα: τοχαρ. Α' <i>nkat</i> και τοχαρ. Β' <i>ň</i><i>akte</i> «[[θεός]]» ή θεωρούν τη λ. δάνεια [[είτε]] από τη Μικρά Ασία [[είτε]] από τα Σημιτικά, όπου [[μάλιστα]] θα σήμαινε «[[άρωμα]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[νεκτάριο]](<i>ν</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[νεκτάρεος]], [[νεκταρίτης]], [[νεκταριώδης]]<br /><b>μσν.</b><br />[[νεκταρώδης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[νεκταροειδής]], [[νεκταροσταγής]]<br /><b>μσν.</b><br />[[νεκταρόβλυτος]], [[νεκταρόβρυτος]], [[νεκταρόχυμος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:02, 29 September 2017
English (LSJ)
ᾰρος, τό,
A nectar, the specific nourishment of the gods; ἀμβροσία (q.v.) and ν. are differentiated in early Ep. as food and drink, Od. 5.93, h.Cer.49, h.Ap.10, cf. Pl.Phdr.247e: but conversely, ν. ἔδμεναι Alcm.100, cf. Anaxandr.57; κέρασσε δὲ ν. ἐρυθρόν Od.l.c.; Ἥβη ν. ἐῳνοχόει Il.4.3; νέκταρος ἀπορρώξ, of choice wine, Od.9.359; ν. ἀμβροσίην τε στάξον Il.19.347, cf. 38, Pi.P.9.63. 2 later, of wine, Call.Fr.115, Nic.Al.44, Eudem.Med. ap. Gal.14.185. b called σαρράν and χαλβάνη, 1 Enoch31.1. II metaph., ν. μελισσᾶν, i.e. honey, E.Ba.143 (lyr.); αἰθερίου πτηναὶ νέκταρος ἐργάτιδες AP9.404 (Antiphil.), cf. 6.239 (Apollonid.); also, of perfumed unguent, ib.6.275 (Noss.); of an ode, ν. χυτόν, Μοισᾶν δόσιν Pi.O.7.7, cf. Parth.2.76, AP4.1.36 (Mel.); ν. ἐναρμόνιον ib.7.29 (Antip. Sid.).
German (Pape)
[Seite 238] αρος, τό, der Trank der Götter, wie Ambrosia ihre Speise ist; Od. 5, 93; τῇ δὲ παρ' ἀμβροσίην δμωαὶ καὶ νέκταρ ἔθηκαν, 199; Ἥβη νέκταρ ἐῳνοχόει, Il. 4, 3; den edlen Wein nennt Polyphem ἀμβροσίης καὶ νέκταρος ἀποῤῥώξ, Od. 9, 359; Il. 19, 38 dient Nektar mit Ambrosia, um den Leichnam des Patroklos vor Fäulniß zu bewahren; auch bei Hes. u. Pind. der Trank der Götter, Ol. 1, 62 P. 9, 65; χυτόν, Ol. 7, 7, von der Dichtkunst; μελισσᾶν νέκταρ, Honig, Eur. Bacch. 144; μεθυσθεὶς τοῦ νέκταρος, Plat. Conv. 203 b; Folgde; νέκταρ καὶ ἀμβροσία τὸ δεῖπνον, Luc. Sacrif. 9; Plut.; Diosc. 24 (VII, 31) sagt auch προχοαὶ νέκταρος ἀμβροσίου; Antiphil. 29 (IX, 404) nennt den Honig νέκταρ αἰθέριον. Bei Nossis 5 (VI, 275), ἁδύ τι νέκταρος ὄζει, vom κεκρύφαλος gesagt, ist eine wohlriechende Salbe gemeint. – Die Alten leiteten es von νή u. κήρ od. κταω ab, so daß es wie ἀμβροσία auf die Unsterblichkeit der Götter hindeuten sollte.
Greek (Liddell-Scott)
νέκτᾰρ: -ᾰρος, τό, τὸ ποτὸν τῶν θεῶν, ὡς ἡ ἀμβροσία ἦτο ἡ τροφὴ αὐτῶν. Ὅμ., Ἡσ., Πίνδ.· ἐνῷ ὁ Ἀλκμὰν θεωρεῖ τὸ νέκταρ ὡς τροφὴν αὐτῶν, τὸ νέκταρ ἔδμεναι· οὕτω, τὸ ν. ἐσθίω Ἀναξανδρ. ἐν Ἀδήλ. 7, καὶ αὐτόθι Meineke· ἴδε ἐν λέξ. ἀμβροσία. - Τὸ παρ’ Ὁμήρ. νέκταρ εἶναι ἐρυθρόν, Ἰλ. Τ. 38, κ. ἀλλ.· καὶ προσφέρεται ὡς οἶνος ὑπὸ τῆς Ἥβης, μετὰ δέ σφισι πότνια Ἥβη νέκταρ ἐῳνοχόει Δ. 3· συγκιρνᾶται δέ, ὡς ὁ οἶνος, μεθ’ ὕδατος, κέρασσε δὲ νέκταρ ἐρυθρὸν Ὀδ. Ε. 93· ὁ δὲ ἐκλεκτὸς οἶνος καλεῖται: νέκταρος ἀπορρώξ, Ι. 359· ἐντεῦθεν καὶ ἡ φράσις: μεθυσθῆναι τοῦ νέκταρος Πλάτ. Συμπ. 203Β· καὶ παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς τὸ νέκταρ κεῖται ἁπλῶς ἀντὶ τοῦ οἶνος, Νικ. Ἀλεξιφ. 44, Καλλ. ἐν Ἀνθ. Π. 13. 9.
Ἦτο ἀπηγορευμένη ἡ χρῆσις αὐτοῦ εἰς τοὺς ἀνθρώπους ὡς παρέχοντος ἀθανασίαν· ἡ Θέτις λούει τὸ σῶμα τοῦ Πατρόκλου διὰ τοῦ νέκταρος ὅπως προφυλάξῃ αὐτὸ ἀπὸ σήψεως, Ἰλ. Τ. 38· - Περὶ δὲ τῆς ἀποδιδομένης εἰς αὐτὸ εὐωδίας ἴδε νεκτάρεος. ΙΙ. μεταφορ., νέκταρ μελισσᾶν, δηλ. μέλι, Εὐρ. Βάκχ. 144· πτηναὶ νέκταρος ἐργάτιδες Ἀνθ. Π. 9. 404, πρβλ. 6. 239· ὡσαύτως ἐπὶ ἀρωματικοῦ μύρου, αὐτόθι 6. 275 - ὁ Πίνδ. καλεῖ τὴν ἑαυτοῦ ᾨδὴν νέκταρ χυτόν, Μοισᾶν δόσιν, Ο. 7. 12, πρβλ. Ἀνθ. Π. 4. 1, 36.
French (Bailly abrégé)
αρος (τό) :
nectar, boisson des dieux.
Étymologie: DELG pas d’étym. établie.
English (Autenrieth)
αρος: nectar, the drink of the gods, as ambrosia is their food, Il. 1.598, Il. 4.3, applied as a preservative against decay, Il. 19.38. Why the lexicons say that νέκταρ means wine when the Cyclops speak of a ‘sample of nectar and ambrosia,’ we do not know, Od. 9.359.
English (Slater)
νέκτᾰρ
1 nectar ἀθανατους ὅτι κλέψαις ἁλίκεσσι συμπόταις νέκταρ ἀμβροσίαν τε δῶκεν (sc. Τάνταλος) (O. 1.62) “νέκταρ ἐν χείλεσσι καὶ ἀμβροσίαν στάξοισι” (P. 9.63) met. of song, καὶ ἐγὼ νέκταρ χυτόν, Μοισᾶν δόσιν, ἀεθλοφόροις ἀνδράσιν πέμπων (O. 7.7) μὴ νῦν νέκτα[ρ ]νας ἐμᾶς διψῶντ' α[ Παρθ. 2. 76. v. test. ad fr. 194,4—6.
Greek Monolingual
το (ΑΜ νέκταρ, -αρος)
1. το ποτό τών θεών της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας («ὁ τοῑς ἄλλοισι θεοῑς ἐνδέξια πᾱσιν οἰνοχόει γλυκὺ νέκταρ», Ομ. Ιλ.)
2. γλυκό κρασί εξαιρετικής ποιότητας
νεοελλ.
1. ο ζαχαρούχος χυμός τών ανθέων τον οποίο συλλέγουν διάφορα έντομα, ιδίως οι μέλισσες, και πουλιά
2. μτφ. ευοσμία, ευωδία, άρωμα
3. μτφ. ευτυχία, ευημερία
νεοελλ.-μσν.
1. μτφ. ευγευστότητα, γευστικότητα, νοστιμιά
2. μτφ. γλυκύτητα
αρχ.
1. οίνος, κρασί
2. το ποτὸ τών θεών («τὸ νέκταρ ἔδμεναι αὐτούς», Αλκμ.)
3. το μέλι («ῥεῑ δὲ μελισσᾱν νέκταρι», Ευρ.)
4. ο κεκρύφαλος, είδος αρωματικού μύρου
5. μτφ. χαρακτηρισμός ωδής («καὶ ἐγὼ νέκταρ χυτὸν Μοισᾱν δόσιν», Πίνδ.)
6. μτφ. το ανώτατο όριο, το ζενίθ («τῆς ἡδονῆς τὸ νέκταρ ὀψὲ γοῡν φύγε», Ανών.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκό ουδέτερο ουσ. σε -αρ αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται για θρησκευτικό και ποιητικό όρο που δήλωνε το ποτό τών αθανάτων, όπως η αμβροσία δήλωνε την τροφή τών αθανάτων. Θεωρείται συνθ. λ. με α' συνθετικό τη ρίζα nek- τών νέκες, νέκυς (βλ. λ. νεκρός) και β' συνθετικό το θέμα που εμφανίζεται στο αρχ. ινδ. tarati «διαβαίνω, διασχίζω». Κατ' άλλη άποψη, ελάχιστα πιθανή, η λ. νέκταρ μπορεί να αναλυθεί σε νε-κταρ- από το στερητ. μόριο νε- (βλ. λ. νε-) και β' συνθ. -κταρ- που συνδέεται με τη γλώσσα «κτέρες
νεκροί» (πρβλ. κτέρας, κτερίσματος). Άλλοι συνδέουν τη λ. με τα: τοχαρ. Α' nkat και τοχαρ. Β' ňakte «θεός» ή θεωρούν τη λ. δάνεια είτε από τη Μικρά Ασία είτε από τα Σημιτικά, όπου μάλιστα θα σήμαινε «άρωμα».
ΠΑΡ. νεκτάριο(ν)
αρχ.
νεκτάρεος, νεκταρίτης, νεκταριώδης
μσν.
νεκταρώδης.
ΣΥΝΘ. αρχ. νεκταροειδής, νεκταροσταγής
μσν.
νεκταρόβλυτος, νεκταρόβρυτος, νεκταρόχυμος.