εὐλογέω: Difference between revisions

From LSJ

ἀνιαρῶς τε φέρει τὴν τελευτὴν, καίτοι γε τὸν πρόσθεν χρόνον διαχλευάζων τοὺς μορμολυττομένους τὸν θάνατον, καὶ πρᾴως ἐπιτωθάζων → he bears death with grief, although in a former time he criticized, and mildly derided, those that were fearing death

Source
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
(1ab)
Line 33: Line 33:
{{elru
{{elru
|elrutext='''εὐλογέω:'''<br /><b class="num">1)</b> хорошо отзываться, воздавать хвалу, хвалить, восхвалять (πόλιν Aesch.; τινα Trag., Arph., Plat., Arst., Luc., Plut.): ἐπαίνοις εὐλογούμενον [[πέδον]] Soph. прославляемый край;<br /><b class="num">2)</b> благословлять (τινα и τι NT).
|elrutext='''εὐλογέω:'''<br /><b class="num">1)</b> хорошо отзываться, воздавать хвалу, хвалить, восхвалять (πόλιν Aesch.; τινα Trag., Arph., Plat., Arst., Luc., Plut.): ἐπαίνοις εὐλογούμενον [[πέδον]] Soph. прославляемый край;<br /><b class="num">2)</b> благословлять (τινα и τι NT).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[εὐλογέω]],<br /><b class="num">I.</b> to [[speak]] well of, [[praise]], [[honour]], Trag.; δίκαια εὐλ. τινα to [[praise]] him [[justly]], Ar.:—Pass. to be [[honoured]], Soph.<br /><b class="num">II.</b> to [[bless]], NTest.
}}
}}

Revision as of 12:25, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐλογέω Medium diacritics: εὐλογέω Low diacritics: ευλογέω Capitals: ΕΥΛΟΓΕΩ
Transliteration A: eulogéō Transliteration B: eulogeō Transliteration C: evlogeo Beta Code: eu)loge/w

English (LSJ)

impf. εὐλόγουν or ηὐλ- Ar.Ec.454, Isoc.12.206: fut. -ήσω E.Hec.465 (lyr.): aor. εὐλόγησα or ηὐλ- LXX Ge.1.22,al.: inf.

   A εὐλογῆσαι Ar.Eq.565: pf. εὐλόγηκα LXX Nu.23.11:—Pass., with fut. Med. εὐλογήσομαι (v.l. -ηθήσομαι, as always in LXX, 2 Ki.7.29,al.) Isoc.9.5: aor. εὐλογήθην Phalar.Ep.119.3 (opt.): pf. εὐλόγημαι LXX Ru.2.19:—speak well of, praise, πόλιν A.Ag.580; πατέρα τὸν ἀμόν S.Ph.1314, cf.Ar.Eq.1.c., E.Hec.1.c.,al., Isoc.ll.cc.; deliver a panegyric upon, Arist.Rh.Al.1426a3: with neut. Adj., εὐ. καὶ δίκαια κἄδικα Ar.Ach.372, cf. Ec.454; θεοὶ εὐλογοῦσί τινα honour him, E. Supp.927:—Pass., ἐπαίνοις εὐλογούμενον πέδον S.OC720; τὸν ἐν Δωδῶνι δαίμον' εὐλογούμενον Id.Fr.461.    II of God or men, LXX Ge.35.9,al., Act.Ap.3.26,al.: freq. in pf. part. Pass. εὐλογημένος, as LXX De.28.3,Ev.Luc.1.28.    2 bless, praise a god, OGI73 (Egypt), cf. εὐ. τὴν Εἶσιν (sic) CIG4705c (ibid.); σου τὰς δυνάμεις Buresch Aus Lydien 113; so in LXX and NT, Jo.22.23,al., Ep.Jac.3.9.    3 also, apptly. by a Hebr. euphemism, curse, LXX 3 Ki.20(21).10, cf. Jb.2.5.

German (Pape)

[Seite 1078] (= εὖ λέγειν, Plut. Alex. 53 in einer Stelle aus Eur.), gut von Einem sprechen, loben, preisen, πόλιν καὶ τοὺς στρατηγούς Aesch. Ag. 566; Soph. Phil. 1314; pass., O. C. 720; Eur. Ion 137; τοὺς πατέρας Ar. Equ. 565, der auch ἐάν τις αὐτοὺς εὐλογῇ καὶ τὴν πόλιν ἀνὴρ ἀλαζὼν καὶ δίκαια καὶ ἄδικα vrbdí, Ach. 372, wie πλεῖστα τὰς γυναῖκας Eccl. 454, er rühmte Viel an ihnen; τινὰ ἐπί τινι, Luc.; Ggstz κατηγορεῖν, Plat. Min. 320 e; οὓς δὲ ἐπιτιμᾶν δέον εὐλογεῖς αὐτούς Isocr. 12, 206, vor Bekker, der εἰ μὲν εὐλόγεις αὐτούς lies't. – Bei den LXX., N. T. u. K-S. = segnen, im Ggstz von καταρᾶσθαι, auch = danken. – Εὐλογητός, gelobt, gepriesen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

εὐλογέω: παρατ. εὐλόγουν ἢ ηὐλ- Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 454: μέλλ. -ήσω Εὐρ. Ἑκ. 465: ἀόρ. εὐλόγησα ἢ ηὐλ- Ἑβδ. ἀπαρ. εὐλογῆσαι Ἀριστοφ. Ἱππ. 565: πρκμ. εὐλόγηκα Ἑβδ.: - Παθ., μετὰ μέσ. μέλλ. εὐλογήσομαι (διαφ. γραφ. -ηθήσομαι, ὡς ἀείποτε παρὰ τοῖς Ἑβδ.) Ἰσοκρ. 190Α: ἀόρ. εὐλογήθην Φαλάριδος Ἐπιστ. 4· πρκμ. εὐλόγημαι Ἑβδ. Λέγω καλοὺς λόγους περί τινος, ἐπαινῶ τινα, πόλιν Αἰσχύλ. Ἀγ. 580· πατέρα τὸν ἀμὸν Σοφ. Φιλ. 1314, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. ἔνθ’ ἀνωτ., καὶ συχνὸν παρ’ Εὐρ.· ὡσαύτως μετ’ οὐδ., ἐπιθ., δίκαια εὐλ. τινα, δικαίως ἐπαινεῖν τινα, Ἀριστοφ. Ἀχ. 372, πρβλ. Ἐκκλ. 454· - θεοὶ εὐλογοῦσί τινα, τιμῶσιν αὐτόν, Εὐρ. Ἱκ. 927 συχν. ἐν μεταγεν. Ἐπιγραφ., εὐλογεῖ τὸν θεὸν Πτολεμαῖος… Ἰουδαῖος Συλλ. Ἐπιγρ. 483c, πρβλ. (ἐν προσθήκαις) 4705b, c, κ. ἀλλ. - Παθ., ἐπαίνοις εὐλογούμενον Σοφ. Ο.Κ. 720· τὸν ἐν Δωδῶνι δαίμον’ εὐλογούμενον ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 1401. ΙΙ. δίδω τὴν εὐλογίαν μου, εὐλογῶ, συχνὸν παρὰ τοῖς Ἑβδ. καὶ τῇ Καινῇ Διαθ. 2) ὡσαύτως, κατά τινα Ἑβρ. εὐφημισμόν, καταρῶμαι, Ἑβδ. (Γ΄Βασιλ. Κ΄10), ἴδε Field. (Ἑξαπλᾶ) Ἰὼβ Β΄, 9.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
parler avec bienveillance, dire du bien, louer, célébrer.
Étymologie: εὔλογος.

Spanish

bendecir

English (Strong)

from a compound of εὖ and λόγος; to speak well of, i.e. (religiously) to bless (thank or invoke a benediction upon, prosper): bless, praise.

English (Thayer)

ἐυλόγω; future εὐλογήσω; imperfect εὐλόγουν and ηὐλόγουν (WH's Appendix, p. 162)); 1st aorist εὐλόγησα (ηὐλόγησα, L Tr; L; L); perfect ἐυλόγηκα (ηὐλόγηκά, L; see εὐδοκέω at the beginning (cf. Veitch, under the word; Tdf. on Luke , the passage cited)); passive, perfect participle εὐλογῇ μένος; 1future ἐυλογηθήσομαι; (εὔλογος); the Sept. very often for בָּרַך and בֵּרֵך; Vulg. benedico; mostly with the accusative of the object, to bless one;
1. as in Greek writings, to praise, celebrate with praises: τόν Θεόν, Tdf. omits); R G T (?); εὐλογεῖν differs from εὐχαριστεῖν in referring rather to the form, εὐχαριστεῖν referring to the substance of the thanksgiving.) By a usage purely Biblical and ecclesiastical like the Hebrew בָּרַך,
2. to invoke blessings: τινα, upon one, R G L; εὐλογημένος (בָּרוּך), praised, blessed (cf. εὐλογητός): ἰχθύδια, L Tr WH; τούς ἄρτους, τό ποτήριον, τήν θυσίαν, τόν ἄρτον, to cause to prosper, to make happy, to bestow blessings on, (cf. Winer's Grammar, 32): τινα, ἐν with the dative of the blessing, ἐν πάσῃ εὐλογία, with every kind of blessing, ἐν ἀγαθοῖς, Test xii. Patr. (test. Jos. § 18), p. 722 (ἐν εὐλογίαις γῆς, ἐν πρωτογενημασι καρπῶν, test. Isach. § 5, p. 626f)); εὐλογῶν εὐλογήσω σε (after the Hebrew, εἰδῶ, I:1a. (for references)), I will bestow on thee the greatest blessings, elz bez (see ἐνευλογέω), εὐλογημένος favored of God, blessed, ἐν γυναιξί, blessed among women, i. e. before all other women, R G L Tr text brackets; 42 a (cf. Winer s Grammar, 246 (231); (Buttmann, 83 (73))); εὐλογημένοι τοῦ πατρός (equivalent to ὑπό τοῦ πατρός, like εὐλογημένοι ὑπό Θεοῦ, Winer s Grammar, 189 (178) and § 30,4; (cf. Buttmann, § 132,23)), appointed to eternal salvation by my father, ἐνευλογέω, κατευλογέω.)

Greek Monotonic

εὐλογέω: παρατ. εὐλόγουν ή ηὐλ-, μέλ. -ήσω, αόρ. αʹ εὐλόγησα ή ηὐλ-·
I. λέω καλά λόγια για κάποιον, επαινώ, τιμώ, σε Τραγ.· δίκαια εὐλ. τινα, επαινώ δίκαια κάποιον, σε Αριστοφ. — Παθ., τιμώμαι, σε Σοφ.
II. δίνω την ευλογία μου, ευλογώ, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

εὐλογέω:
1) хорошо отзываться, воздавать хвалу, хвалить, восхвалять (πόλιν Aesch.; τινα Trag., Arph., Plat., Arst., Luc., Plut.): ἐπαίνοις εὐλογούμενον πέδον Soph. прославляемый край;
2) благословлять (τινα и τι NT).

Middle Liddell

εὐλογέω,
I. to speak well of, praise, honour, Trag.; δίκαια εὐλ. τινα to praise him justly, Ar.:—Pass. to be honoured, Soph.
II. to bless, NTest.