μυέω: Difference between revisions

From LSJ

ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime

Source
(2)
(1ba)
Line 33: Line 33:
{{etym
{{etym
|etymtx=See also: s. [[μύω]].
|etymtx=See also: s. [[μύω]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[μυέω]], [μύω]<br /><b class="num">I.</b> to [[initiate]] [[into]] the mysteries, μυῆσαι Dem.:—in Pass. to be [[initiated]], Hdt., Ar.; οἱ μεμυημένοι the [[initiated]], Ar.; c. acc. cogn. to be [[initiated]] in a [[thing]], τὰ Καβείρων [[ὄργια]] μεμύηται in the mysteries of the [[Cabiri]], Hdt.; τὰ μέγαλα (sc. μυστήριἀ μεμύησαι Plat.<br /><b class="num">II.</b> [[generally]] to [[teach]], [[instruct]], c. inf., ἐμύησάς τινα [[ἰδεῖν]] Anth.
}}
}}

Revision as of 12:25, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠέω Medium diacritics: μυέω Low diacritics: μυέω Capitals: ΜΥΕΩ
Transliteration A: myéō Transliteration B: myeō Transliteration C: myeo Beta Code: mue/w

English (LSJ)

(μύω, q. v.)

   A initiate into the mysteries, μυῶν . . ἄλλους ξένους And.1.132, cf. IG12.6.113; ἐκ τοῦ μυεῖν καὶ ἐποπτεύειν Pl.Ep.333e, cf. D.59.21; ἐμύησε καὶ μυεῖ τοὺς Ἕλληνας Plu.2.607b: c. acc. cogn., ξένους ἐμύει θεούς J.Ap.2.37:—more freq. in Pass., to be initiated, ὁ βουλόμενος μυεῖται Hdt.8.65; ὅσοι μεμυήμεθα Ar.Ra.456; οἱ μεμυημένοι ib.158, And.1.28; δεῖ γὰρ μυηθῆναί με πρὶν τεθνηκέναι Ar.Pax 375; μυηθῆναι ἀφ' ἑστίας, v. ἑστία; τοῦ ἀφ' ἑστίας μυουμένου prob. in IG12.6.108; μυηθεῖσαν ἀφ' ἑστίας SIG853 (Eleusis, i A. D.); θεοπρόποι ἦλθον... οἵτινες μυηθέντες ἐνεβάτευσαν OGI530.15 (Notium, ii A. D.): c. acc. cogn., to be initiated in a thing, τὰ μυστήρια μυεῦνται Heraclit. 14; ὅστις τὰ Καβείρων ὄργια μεμύηται in the mysteries of the Cabiri, Hdt.2.51; τὰ μεγάλα (sc. μυστήρια) μεμύησαι, πρὶν τὰ σμικρά Pl. Grg.497c; τὰ ἐρωτικὰ μυηθῆναι Id.Smp.209e, cf. Phdr.250c; τὰ λεοντικὰ μ. Porph.Antr.15: also c. dat., ἐμυήθην θεοῖς Theophil.1.4; μυεῖσθαι γάμῳ Alciphr.1.4.    II generally, teach, instruct, c. inf., ἐμύησάς τινα ἰδεῖν AP7.385 (Phil.); ἀλλά μ' ἀνὴρ ἐμύησ' Ἑλικωνίδα (sc. εἶναι) ib.9.162:—Pass., μεμύημαι καὶ χορτάζεσθαι καὶ πεινᾶν Ep.Phil. 4.12; κυβερνᾶν μυηθήσομαι Alciphr.2.4.21.

German (Pape)

[Seite 213] in die Mysterien einweihen; μεμυημένος ἐν Σαμοθράκῃ, Ar. Pax 278; δεῖ γὰρ μ υηθῆναί με πρὶν τεθνηκέναι, 371; öfter auch μυεῖσθαι τὰ μεγάλα, sc. μυστήρια, in die großen Mysterien eingeweiht werden, Plut. 845; vgl. Plat. Gorg. 497 c; τὰ Καβείρων ὄργια μεμύηται, er ist in den geheimen Dienst der Kabiren eingeweiht, Her. 2, 51; auch ταῦτα τὰ ἐρωτικὰ ἴσως κἂν σὺ μυηθείης, Plat. Conv. 209 e; oft absol., οἱ μεμυημένοι, die Eingeweihten, Andoc. 1, 28; Isocr. 4, 28 u. Folgde. – Das act. ist selten, wie Dem. 59, 21. – Uebh. = unterrichten, lehren, vgl. Iac. A. P. p. 488, τινά τι.

Greek (Liddell-Scott)

μυέω: μέλλ. -ήσω, κτλ., ἴδε κατωτ.· (μύω)· - εἰσάγω εἰς τὰ μυστήρια, κατηχῶ διδάσκω, μυῶν... ἄλλους ξένους Ἀνδοκ. 17. 17· ἐκ τοῦ μυεῖν καὶ ἐποπτεύειν Πλάτ. Ἐπιστ. 333Ε· μυῆσαι Δημ. 1351. 26, Πλούτ. 2. 607Β - τὸ πλεῖστον ἐν τῷ παθ., εἰσάγομαι εἰς τὰ μυστήρια, ὁ βουλόμενος μυέεται Ἡρόδ. 8. 65· ὅσοι μεμυήμεθα Ἀριστοφ. Βάτρ. 456· οἱ μεμυημένοι αὐτόθι 158, Ἀνδοκ. 4. 40· δεῖ γὰρ μυηθῆναι με, πρὶν τεθνηκέναι Ἀριστοφ. Εἰρ. 375· τὸ μυηθῆναι ἀφ’ ἑστίας φαίνεται ὅτι ἐννοεῖ σεμνοτέραν τινὰ τελετὴν μυήσεως, ἐπιτρεπομένην μόνον εἰς πολίτας Ἀθηναίους ἀμίκτου καταγωγῆς, ἴδε Böckh. εἰς Συλλ. Ἐπιγρ. 1, σ. 445 κἑξ.· - ὡσαύτως μετὰ συστοίχ. αἰτ., ὡς τὸ διδάσκεσθαί τι, γίνομαι μέτοχος εἴς τι μυστήριον, ὅστις τὰ Καβείρων ὄργια μεμύηται, εἶναι μεμυημένος εἰς τὰ μυστήρια τῶν Κ., Ἡρόδ. 2. 51· τὰ μεγάλα (ἐξυπακ. μυστήρια) μεμύησαι, πρὶν τὰ σμικρὰ Πλάτ. Γοργ. 497C· τὰ ἐρωτικὰ μυηθῆναι ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 290Ε, πρβλ. Φαῖδρ. 250C· καὶ ἴδε ἐμμυέω. ΙΙ. καθόλου, διδάσκω, παιδεύω, μετ’ ἀπαρεμφ., ἐμύησάς τινα ἰδεῖν Ἀνθ. Π. 7. 385· ἀνὴρ ἐμύησ’ Ἑλικωνίδα (ἐξυπακ. εἶναι) αὐτόθι 9. 162. - Παθ., κυβερνᾶν μυηθήσομαι Ἀλκίφρ. 2. 4, 21. ΙΙΙ. Ἐκκλ., εἰσάγω διὰ τοῦ βαπτίσματος εἰς τὰ μυστήρια τῆς Χριστιανικῆς θρησκείας, Ἀποστ. Διατ. 6. 15., 7. 38., 8. 7. κτλ.· ὁ μυούμενος, ὁ κατηχούμενος πρὸς βάπτισιν, Σωκράτ. 225Α, Σῳζομ. 1436Α. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 117.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. μυήσω, ao. ἐμύησα, pf. μεμύηκα;
initier aux mystères ; Pass. μυεῖσθαι τὰ μεγάλα (μυστήρια) AR être initié aux grands mystères ; ou en gén. μ. τι, être initié à qch.
Étymologie: DELG μύω.

English (Strong)

from the base of μυστήριον; to initiate, i.e. (by implication) to teach: instruct.

English (Thayer)

μύω: perfect passive μεμύημαι; (from μύω to close, shut (cf. Latin mutus); Curtius, § 478));
a. to initiate into the mysteries (Herodotus, Aristophanes, Plato, Plutarch, others; ἐν παντί καί ἐν πᾶσι μεμύημαι, to every condition and to all the several circumstances of life have I become accustomed; I have been so disciplined by experience that whatsoever be my lot I can endure, ἐν παντί etc. here (as object) with μεμύημαι (a construction apparently without precedent; yet cf. Lünemann in Winer's Grammar, § 28,1) and taking the infinitives that follow as explanatory of the ἐν παντί etc., regard the latter phrase as stating the sphere (see πᾶς, II:2a.) and the infinitives as epexegetic (Winer s Grammar, § 44,1): in everything and in all things have I learned the secret both to be filled etc.).

Greek Monotonic

μυέω: (μύω), μέλ. -ήσω, αόρ. αʹ ἐμύησα — Παθ. παρακ. μεμύημαι, αόρ. αʹ ἐμυήθην·
I. εισάγω στα μυστήρια, μυῆσαι, σε Δημ. — στην Παθ., εισάγομαι στα μυστήρια, κατηχούμαι, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· οἱ μεμυημένοι, αυτοί που έχουν εισαχθεί στα μυστήρια, οι μυημένοι, σε Αριστοφ.· με σύστ. αντ., εισάγομαι σε κάτι, τὰ Καβείρων ὄργια μεμύηται, στα μυστήρια των Καβείρων, σε Ηρόδ.· τὰ μεγάλα (ενν. μυστήρια) μεμύησαι, σε Πλάτ.
II. γενικά, διδάσκω, καθοδηγώ, με απαρ. ἐμύησάς τινα ἰδεῖν, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μυέω: 1) вводить в таинства, посвящать, pass. быть посвящаемым или посвященным (τὰ Καβείρων ὄργια Her.; τὰ μεγάλα, sc. μυστήρια Plut.; ἐν παντὶ καὶ ἐν πᾶσι NT): οἱ μεμυημένοι Arph. посвященные;
2) учить, просвещать (μ. τινα ἰδεῖν τι Anth.).

Frisk Etymological English

See also: s. μύω.

Middle Liddell

μυέω, [μύω]
I. to initiate into the mysteries, μυῆσαι Dem.:—in Pass. to be initiated, Hdt., Ar.; οἱ μεμυημένοι the initiated, Ar.; c. acc. cogn. to be initiated in a thing, τὰ Καβείρων ὄργια μεμύηται in the mysteries of the Cabiri, Hdt.; τὰ μέγαλα (sc. μυστήριἀ μεμύησαι Plat.
II. generally to teach, instruct, c. inf., ἐμύησάς τινα ἰδεῖν Anth.