γραμματικός: Difference between revisions
οἴνῳ τὸν οἶνον ἐξελαύνειν → chase out the wine with wine, take a hair of the dog that bit you, try to drive out the wine with wine
(nl) |
m (Text replacement - "<i>ἡ [[" to "ἡ [[") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''γραμμᾰτικός:''' -ή, -όν (γράμματα), αυτός που γνωρίζει γράμματα, αυτός που κατέχει [[καλά]] τις πρωταρχικές γνώσεις, ο [[γραμματικός]], σε Ξεν. κ.λπ.· επίρρ. -[[κῶς]], σε Πλάτ.· | |lsmtext='''γραμμᾰτικός:''' -ή, -όν (γράμματα), αυτός που γνωρίζει γράμματα, αυτός που κατέχει [[καλά]] τις πρωταρχικές γνώσεις, ο [[γραμματικός]], σε Ξεν. κ.λπ.· επίρρ. -[[κῶς]], σε Πλάτ.· ἡ [[γραμματική]]</i> (με ή [[χωρίς]] το [[τέχνη]]), η [[γραμματική]] [[επιστήμη]], στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 14:20, 14 January 2019
English (LSJ)
ή, όν,
A knowing one's letters, a good scholar, X.Mem. 4.2.20, Pl.Tht.207b, Arist.EN1105a21: Comp., Pl.Plt.285d, Ph.1.621; opp. ἀγράμματος, Arr.Epict.3.19.6; ἀνὴρ γ. Plu.2.582a. Adv. -κῶς Pl.Tht. l.c., etc. 2 γ. ἔκπωμα a cup engraved with the alphabet or an inscription, Eub.69, cf. Ath.11.466d, Luc.Lex.7. 3 γ. ἀνάγκαι f.l. for γραμμικαί, Alex.Aphr.Pr.2.46. II Subst., γραμματικός, ὁ, teacher of the rudiments, Hp.Epid.4.37, Plu.2.59f:—fem. -κή, Sammelb.5753. 2 one who occupies himself with literary texts, grammarian, critic, Plb.32.2.5, D.L.3.61, D.Chr.53.1, IG14.1183, etc.; first used of Apollodorus of Cyrene, acc. to Clem.Al. Strom.1.16.79:—fem. -κή, ἡ, Ath.1.14d. 3 concerned with textual criticism, ἐξήγησις D.H.Th.51; γραμματικά, title of work by Eratosthenes, Clem.Al. l.c. III ἡ -κή (with or without τέχνη) grammar, Pl.Cra.431e, Sph.253a, etc.; ἡ γ. ἐπιστήμη Arist.Top. 142b31. b faculty of scholarship, γ. ἐστιν ἕξις παντελὴς ἐν γράμμασι Eratosth. ap. Sch. D.T.p.160 H., cf. Ph.1.502, AP7.588 (Paul. Sil.). 2 alphabet, script, Str.3.1.6, Plu.Arist.1, etc.; ἡ ἱερὰ γ. hieroglyphic writing, OGI56.64 (iii B. C.). IV γραμματικόν, τό, fee paid to scribes in Egypt, PHib.1.110 (iii B. C.), PTeb.61b.89 (ii B. C.), etc.
German (Pape)
[Seite 504] 1) die Buchstaben betreffend, bes. richtig lesend u. schreibend, in den Elementarkenntnissen gut unterrichtet, Plat. Theaet. 207 b Rep. III, 402 b; Xen. Mem. 4, 2, 20, wo ἀγράμματος Ggstz. Ueber ἔκπωμα γρ. s. Ath. XI, 467 c. – 2) der sich mit Wort- u. Sacherklärung der alten Schriftsteller abgiebt, die Jugend darin unterrichtet; Sprachkenner, Sprachforscher, bes. bei Alexandrinern; Elementarlehrer Plut. discr. ad. et am. 25; – ἡ γραμματική, sc. τέχνη, die Kenntniß richtig zu schreiben und zu lesen, Plat. Crat. 431 e; übh. die Wissenschaft des γραμματικός, vgl. Wolf Proleg. LXIV; bes. in Schol.; das Alphabet, Plut. Arist. 1. – Adv. γραμματικῶς, z. B. λέγειν Plat. Theaet. 207 b.
Greek (Liddell-Scott)
γραμμᾰτικός: -ή, -όν, ὁ γιγνώσκων γράμματα, ἔμπειρος εἰς τὴν γραμματικήν, καλῶς κατέχων τὰ πρῶτα στοιχεῖα, Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 20, Πλάτ. Θεαιτ. 270Β, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 4, 1, κ. ἀλλ.― Ἐπίρρ.–κῶς Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀριστ. αὐτόθι 2. 2) γρ. ἔκπωμα, ποτήριον φέρον τὸν ἀλφάβητον ἢ ἐπιγραφήν, Εὔβουλ. Νεοττ. 1, ἴδε Ἀθήν. 466Α, κἑξ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. γραμματικός, ὁ, διδάσκαλος τῶν πρώτων στοιχείων, Πλούτ. 2. 59F.2) ὁ ἐνασχολούμενος εἰς τὸ Ὁμηρικὸν κείμενον κ. τ. ὅ., γραμματικός, κριτικός, ἑρμηνευτής, Συλλ. Ἐπιγρ. 6083, Πολύβ. 32. 6, 5, Διογ. Λ. 3. 61, κτλ. ΙΙΙ. ἡ -κὴ (μετὰ τοῦ ἢ ἄνευ τοῦ τέχνη) ὡς παρ’ ἡμῖν, Πλάτ. Κρατ. 431Ε, Σοφ. 253Α, κτλ.· ἡ γραμμ. ἐπιστήμη Ἀριστ. Τοπ. 6. 5, 2·― ὡσαύτως, κριτικὴ δεξιότης, πολυμάθεια, παιδεία, Ἐρατοσθ. ἐν τοῖς Α. Β. 725. 2) ἀλφάβητος, γραπτοὶ χαρακτῆρες, Στράβ. 139, Πλούτ. Ἀριστείδ. 1, κτλ.· πρβλ. Wolf Προλ. Ὁμ. LXIV.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
I. qui concerne l’art de lire ou d’écrire :
1 ἡ γραμματική (τέχνη) la science ou l’art de lire et d’écrire, la grammaire ; τὰ γραμματικά, connaissances grammaticales, étude de la grammaire, grammaire;
2 ἡ γραμματική, la grammaire ou l’ensemble des caractères d’écriture, l’alphabet;
3 qui sait lire et écrire;
4 ὁ γραμματικός qui enseigne à lire et à écrire;
II. orné de lettres gravées;
Cp. γραμματικώτερος.
Étymologie: γράμμα.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1de pers. que sabe leer y escribir, letrado οἰομένους ... γραμματικοὺς εἶναι Pl.Tht.207b, πότερον δὲ γραμματικώτερον κρίνεις, ὃς ἂν ἑκὼν μὴ ὀρθῶς γράφῃ καὶ ἀναγιγνώσκῃ ἢ ὃς ἂν ἄκων; X.Mem.4.2.20, ὥσπερ εἰ τὰ γραμματικὰ (πράττουσιν), γραμματικοί (εἰσίν) Arist.EN 1105a21, op. ἀγράμματος Arr.Epict.3.19.6, ἀνὴρ γ. Plu.2.582a, οὐδεὶς ... τὸν κύνα γραμματικὸν λέγει Olymp.in Grg.29.3.
2 de abstr. gramatical τοῖς ὀνόμασιν ἀποδιδῶμεν τῇ γραμματικῇ τέχνῃ Pl.Cra.431e, ἡ γ. ἐπιστήμη Arist.Top.142b31, γ. ψυχή Plot.6.3.18, rel. la crítica textual ἐξήγησις γ. D.H.Th.51.1.
3 de cosa que lleva grabada una inscripción γ. ἔκπωμα Eub.69, ποτήρια γραμματικά Luc.Lex.7.
4 astr., dud. lineal διὰ γραμματικῶν ... ἀναγκῶν (prob. por γραμμικῶν) ref. a la posición de la luna, Alex.Aphr.Pr.2.46.
II subst.
1 ὁ γ. maestro de primeras letras Hp.Epid.4.37, γ. ἐπιπλήττων παιδί Plu.2.59f, μισθωτοὺς ... ῥήτορας καὶ γραμματικοὺς καὶ φιλοσόφους Luc.Merc.Cond.36, πρὸς τοῦτ' οὐδὲν γραμματικοῦ δέομαι AP 11.401 (Luc.), τοὺς χρόνους τούτων παῖδες παραδιδόασιν γραμματικῶν Clem.Al.Strom.1.16.79, διδάσκαλοί εἰσιν οἱ γραμματικοί Olymp.in Alc.95.20, γ. Ἑλληνικὸς ἤτοι Ῥωμαϊκός profesor de griego o de latín, DP 7.70
•gramático, persona erudita, escritor οὕτος ἦν γ. τῶν τὰς ἀκροάσεις ποιουμένων Plb.32.2.5, dicho de Eratóstenes como escritor de βίβλια γραμματικά Clem.Al.Strom.1.16.79, τῶν ὕστερον γραμματικῶν κληθέντων, πρότερον δὲ κριτικῶν D.Chr.53.1, σοφοὺς δὲ καὶ ἀμαθεῖς καὶ γραμματικοὺς ἄλλους Plot.2.3.2, cf. Vett.Val.4.12, 388.1, γ. ἠρώτα τὸν διδάσκαλον Hierocl.Facet.136, τοὺς γραμματικοὺς ζητοῦντας περὶ τῆς Ὀδυσσέως πλάνης Stob.3.4.52, τῶν γραμματικῶν ... τινὲς δὲ βιβλιακοί Sch.D.T.470.6, γ. κλεινός en un monumento a Menandro IUrb.Rom.1526.12 (II/III d.C.), γραμματικοὶ ἢ γραμματεῖς Vett.Val.379.15, tb. fem. ἡ Κερκυραία γραμματική Ath.14d, Ἑρμιόνη γραμματική SB 5753.
2 ἡ γ. gramática δεῖ ... τῆς γραμματικῆς Pl.Sph.253a, τὸ γε μὴν γράφειν καὶ ἀναγιγνώσκειν γραμματικῆς τῆς ἀτελεστέρας ἐπάγγελμα, ἣν παρατρέποντές τινες γραμματιστικὴν καλοῦσιν Chrysipp.Stoic.2.31, como ejemplo de τέχνη Phld.Rh.1.7Aur., op. ἡ κριτική Phld.Mus.4.22.38, junto a música, pintura o escultura, Phld.Rh.2.123Aur., comparable a ἰατρική o γεωμετρία S.E.M.1.45, 46, ἄπειρος καὶ κοινῆς γλώττης, οὐχ ὅτι γραμματικῆς AP 11.399.6 (Apollinar.), cf. Plb.10.47.7, γραμματικὸς ... τῆς γραμματικῆς ... ἐξέπεσεν un gramático (cayendo de un asno) perdió su propia ciencia paród. del prov. ἀπ' ὄνου κατέπεσεν AP 11.399.2 (Apollinar.), ὤλετο γραμματικῆς ἱερὴ βάσις AP 7.588 (Paul.Sil.), περὶ ... ἑλληνισμοῦ ἡ γ. Olymp.in Alc.95.20, τὸ περὶ λόγους καταγίνεσθαι καὶ γραμματικῆς ἐστὶ καὶ ἰατρικῆς Olymp.in Grg.4.2, considerada como una diosa (paród.) Γ. φυσίζοη Gramática nodriza de los hombres, AP 11.400.1 (Luc.), o como una cortesana πάντων δέκτρια Γραμματική AP 11.400.6 (Luc.)
•gener. del simple conocimiento de las letras γ. ... γραμμάτων εἴδησις S.E.M.1.44, op. ἀγραμματία Ph.1.502
•o por el contrario de la erudición ὅτι γραμματική ἐστιν ἕξις παντελὴς ἐν γράμμασι Eratosth. en Sch.D.T.160.10
•tb. τὰ γραμματικά conocimientos gramaticales, gramática ἐν μουσικοῖς τις ἢ γραμματικοῖς ἐπιδιδούς Plu.2.75b
•tít. de una obra de Eratóstenes, Clem.Al.Strom.1.16.79.
3 ἡ γ. escritura ἱερὰ γραμματική escritura jeroglífica, OGI 56.64 (Egipto III a.C.), γραμματικῇ χρῶνται (Τουρδητανοί) Str.3.1.6, del alfabeto τὰ γράμματα τῆς μετ' Εὐκλείδην ὄντα γραμματικῆς los caracteres del alfabeto posterior a Euclides Plu.Arist.1, cf. Plu.2.579a.
4 τὸ γ. en pap. cuota o tasa de administración para el mantenimiento de un administrador (cf. γραμματεύς I 2) PPetr.1.39d.4 (III a.C.), PHib.110.23 (III a.C.), PTeb.61b.342, 93.2 (ambos II a.C.).
III adv. -ῶς de acuerdo con la gramática λέγειν γ. τὸν ... ὀνόματος λόγον Pl.Tht.207b
•como una persona letrada κινῶν ... γ. τὸν ἀγράμματον Plu.2.405a.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM γραμματικός, -ή, -όν)
Ι. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα γράμματα ή στη γραμματική («γραμματικοί κανόνες», «γραμματικές παρατηρήσεις», «γραμματικά σφάλματα»)
νεοελλ.
φρ.
1. «γραμματικό γένος» — χαρακτηρισμός που αναφέρεται στη γλωσσική έκφραση και όχι στη φυσική πραγματικότητα (π. χ. το χελιδόνι έχει ουδέτερο το γραμματικό του γένος, ενώ έχει αρσενικό ή θηλυκό το φυσικό)
2. «γραμματική ερμηνεία» (του νόμου)
ερμηνεία του νόμου κατά γράμμα, βασισμένη αποκλειστικά στη διατύπωση του κειμένου του
II. το αρσ. ως ουσ. γραμματικός, ο
1. ο γραμματοδιδάσκαλος, αυτός που διδάσκει τα πρώτα γράμματα στους μαθητές
2. κριτικός, ερμηνευτής τών αρχαίων κειμένων (και κυρίως του ομηρικού)
3. γραμματέας
αρχ.
εγγράμματος, μορφωμένος
III. το θηλ. ως ουσ. γραμματική, η
(στα αρχ. και ως επίθ., «γραμματικὴ τέχνη, ἐπιστήμη»)
η επιστήμη που ασχολείται με το τυπικό της γλώσσας και τον καθορισμό τών νόμων της
(μσν. νεοελλ.) φρ. «Γραμματική της Μουσικής» — πραγματεία θεωρίας της βυζαντινής μουσικής
νεοελλ.
εγχειρίδιο για τη διδασκαλία της γραμματικής
αρχ.
1. πολυμάθεια, παιδεία
2. το αλφάβητο
IV. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) γραμματικά, τα
τα πρώτα γράμματα, η εγκύκλιο μόρφωση («ἔμαθον τὰ γραμματικὰ μετὰ πολλοῡ τοῡ κόπου», Θ. Πρόδρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < γράμμα (-ατος). Ο όρος γραμματική με τη σημασία με την οποία χρησιμοποιείται σήμερα πρωτοεμφανίστηκε ήδη στην εποχή τών Αλεξανδρινών, στο βιβλίο Τέχνη Γραμματική του Διονυσίου του Θρακός (γύρω στο 100 π. Χ.). Το έργο αυτό είναι η πρώτη γραμματική που συντάχθηκε στον ευρωπαϊκό χώρο, σ' αυτό δε στηρίχτηκαν όλοι οι μεταγενέστεροι γραμματικοί μέχρι τη σχολική γραμματική τών ημερών μας].
Greek Monotonic
γραμμᾰτικός: -ή, -όν (γράμματα), αυτός που γνωρίζει γράμματα, αυτός που κατέχει καλά τις πρωταρχικές γνώσεις, ο γραμματικός, σε Ξεν. κ.λπ.· επίρρ. -κῶς, σε Πλάτ.· ἡ γραμματική (με ή χωρίς το τέχνη), η γραμματική επιστήμη, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
γραμμᾰτικός:
1) касающийся чтения и письма, словесный, языковый (ἐπιστήμη Arst.);
2) владеющий искусством чтения и письма, грамотный Xen., Plat., Arst., Plut.;
3) украшенный письменами (ποτήρια Luc.).
II ὁ
1) учитель грамоты Plut.;
2) грамматик, т. е. исследователь литературных текстов (преимущ. Гомера), филолог (в соврем. знач.) Polyb., Diog. L.
Middle Liddell
[γράμματα]
knowing one's letters, well grounded in the rudiments, a grammarian, Xen., etc.:—adv. -κῶς, Plat.:— ἡ -κή (with or without τέχνη) grammar, Plat.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γραμματικός -ή -όν γράμμα
1. van personen die kan lezen en schrijven, geletterd; subst. ὁ γραμματικός onderwijzer.
2. van zaken betrekking hebbend op schrijven:; ποτήρια γραμματικά beletterde bekers Luc. 46.7; ἡ γραμματικὴ τέχνη grammatica Plat. Crat. 431e; subst.. ἡ γραμματική schrijfkunst Hp. Vict. 23; ἡ γραμματική schrift Plut. Arist. 1.6.