φῦσα: Difference between revisions
Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund
(1b) |
m (Text replacement - "mdlsjtxt=!" to "mdlsjtxt=") |
||
Line 35: | Line 35: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=[[φῦσα]], ης, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> a [[pair]] of [[bellows]], [[bellows]], [[mostly]] in pl., Il., Thuc.; in sg., Hdt.<br /><b class="num">II.</b> a [[wind]], [[blast]], [[wind]] in the [[stomach]], in pl., Plat.<br /><b class="num">2.</b> of [[fire]], a [[stream]] or jet, Hhymn.<br /><b class="num">3.</b> an air-[[bubble]], Luc. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:30, 20 January 2019
English (LSJ)
ης, ἡ,
A pair of bellows, mostly in pl., τὸν δ' εὗρ' . . ἑλισσόμενον περὶ φύσας, sc. Hephaestus, Il.18.372, cf. 409; φύσας ἐσθέντες ἐφύσων Th.4.100; αἱ φ. αἱ ἐν τοῖς χαλκείοις Arist.Resp.474a12; τοῦ χαλκέος δύο φύσας Hdt.1.68: hence ἐν τῇσι φύσῃς in the smithies Herod.3.21. 2 bladder, Dsc.5.94, Hippiatr.33, Gloss.; φῦσαν ὑπηνέμιον AP9.486 (Pall.); φ. χηνεία PMag.Lond.46.382; of the castoreum pouches of the beaver, Dsc.2.24. 3 = φαρέτρα, Hsch. 4 = ἀσκός, Id. II breath, wind, blast, ἀγρίαις φύσαισι φυσᾶν S.Fr. 768; ἐς τὸν ἀσκὸν φῦσαν ἐνιέναι . . to inflate, Hp.Art.47, cf. 77. 2 wind in the body, flatus, Id.VM10,22, Aph.4.73; breaking of wind, opp. ἐρυγμός, πταρμός, Arist.Pr.962a35: pl., Pl.R.405d, Arist.HA 604a12; περὶ φυσῶν, title of work by Hippocrates. 3 of fire, stream, jet, φλὸξ φῦσαν ἱεῖσα πυρός h.Merc.114. 4 bubble, φ. ἐπίχρυσοι Luc.Merc.Cond.22. III crater of a volcano, Str.13. 4.11, Oros.6.2.17. IV calyx of φυσαλλίς 111, Dsc.Eup.1.51. V name of a fish found in the Nile, Str.17.2.4, Ath.7.312b. (Cf. Lith. pučiù 'I blow', Lat. pustula, etc.; onomatop.; v. may be Egyptian.)
German (Pape)
[Seite 1317] ἡ, 1) der Blasebalg; Il. 18, 372. 409. 412. 468. 470; Her. 1, 68; Thuc. 4, 100. – 2) Hauch, Anhauch, Wind, Blähung; Plat. Rep. III, 405 d; bes. die Lohe oder der Luftzug der Flamme, φλὸξ φῦσαν ἱεῖσα πυρός H. h. Merc. 114; Soph. frg. 753. – Bei Luc. de merc. cond. 22 = φυσαλίς, Wasserblase. – 3) der Krater eines feuerspeienden Berges, Strab. – [Υ ist von Natur lang, also weder φύσα noch φύσσα zu schreiben.]
Greek (Liddell-Scott)
φῦσα: -ης, -ἡ, κοινῶς, «φυσερόν», ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., τὸν δ’ εὗρ’... ἑλισσόμενον περὶ φύσας, δηλ. τὸν Ἥφαιστον, Ἰλ. Σ. 372, πρβλ. 409· φύσας ἐσθέντες ἐφύσων Θουκ. 4. 100· αἱ φ. ἐν τοῖς χαλκείοις Ἀριστ. Ἀναπν. 7. 7· ἐν τῷ ἑνικῷ, φ. χάλκεος Ἡρόδ. 1. 68. 2) μάλιστα δὲ ὁ σωλὴν τῆς φύσης, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 837. ΙΙ. φύσημα, πνοὴ ἀνέμου, ἄνεμος σφοδρὸς καὶ ἡ αἰφνίδιος πνοὴ αὐτοῦ, ἀγρίαις φύσαισι φυσᾶν Σοφ. Ἀποσπ. 753· ἐνιέναι φῦσαν εἰς..., φουσκώνω φυσῶν τι, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 814. 2) ἀέρια ἐν τῇ κοιλίᾳ, flatus ventris, ὁ αὐτ. ἐν Ἀρχ. Ἰητρ. 12. 18, Ἀφορ. 1252, Ἀριστ. Προβλ. 33. 9, κ. ἀλλ.· ἐν τῷ πληθ., Πλάτ. Πολ. 405D, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 8. 22, κ. ἀλλ. 3) ἐπὶ φλογός, φλὸξ φῦσαν ἱεῖσα πυρὸς Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 114· πρβλ. ἀϋτμή. 4) πομφόλυξ, φυσαλλὶς ἀέρος πλήρης, Λουκ. ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 22. 5) μεταφ., «φούσκωμα», ματαιότης, Συνέσ. 279C. ΙΙΙ. ὁ κρατὴρ ἡφαιστείου, ἄνοιγμα ἡφαιστειῶδες, Στράβ. 628. IV. ὄνομα ἰχθύος εὑρισκομένου ἐν τῷ Νείλῳ, αὐτόθι 823, Ἀθήν. 312Β. (Ἐκ τῆς √ΦΥΣ παράγονται ὡσαύτως αἱ λέξεις φυσάω, φυσιάω, φυσαλλίς, φύσκη, φύσκων, φῡσίγναθος, ποιφύσσω (μετ’ ἀναδιπλ.), ἴσως δὲ καὶ φῦσιγξ· πρβλ. Σανσκρ. pup-phus-as (pulmo)· Λατ. pus-tula· λιθ pús-ti (φυσῶ), pus-lé (κύστις, φυσαλλίς).
French (Bailly abrégé)
1ης (ἡ) :
1 soufflet de forge;
2 souffle, vent, flatuosité;
3 bulle d’air, vésicule;
4 poisson du Nil.
Étymologie: R. Φυσ, souffler ; cf. φύσκη, φύσκων, ποιφύσσω, lat. pustula.
2fém. de φύς.
English (Autenrieth)
pl. φῦσαι: bellows. (Σ)
Spanish
Greek Monolingual
η / φῡσα, ΝΑ
1. φυσητήρας, φυσερό για τη φωτιά
2. τα αέρια τών εντέρων, η πορδή («φύσας τε καὶ κατάρρους νοσήμασιν ὀνόματα τίθεσθαι ἀναγκάζειν τοὺς κομψοὺς Ἀσκληπιάδας», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. φυσιολ. τα αέρια που παράγονται από τη δραστηριότητα τών μικροβίων κατά τη ζύμωση και τη σήψη τών τροφών στο έντερο ή προέρχονται από τον αέρα που καταπίνεται με το φαγητό και τα οποία διαφεύγουν από τον πρωκτό
2. ζωολ. γένος πνευμονοφόρων γαστερόποδων μαλακίων που ανήκει στην οικογένεια φυσίδες της υπέρταξης βασσοματοφόρα
αρχ.
1. σωλήνας φυσερού
2. ξαφνική πνοή ανέμου
3. το ρεύμα του αέρα που παράγεται από τη φωτιά
4. κύστη, φούσκα
5. πρόλοβος πτηνού
6. φυσαλλίδα, φουσκάλα
7. κομπασμός, αλαζονική συμπεριφορά
8. κρατήρας ηφαιστείου
9. ονομασία ψαριού του Νείλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ., η οποία ανάγεται στην ΙΕ ρίζα pŭ- / phu- —προϊόν ονοματοποιίας από τον ήχο που παράγεται από υλικά που φουσκώνουν και σκάνε καθώς ψήνονται— και έχει σχηματιστεί, κατά την επικρατέστερη άποψη, από μια μορφή p(h)u-s- της ρίζας με παρέκταση -s- (πρβλ. λατ. pussula / pustula «φυσαλλίδα», λιθουαν. pūslẽ «φυσαλλίδα», pŭsti «φυσώ») και επίθημα -σă (πρβλ. δόξă, κνῖσă): φῡσ-σă < φῦσα, με απλοποίηση τών δύο -σσ-. Έχει διατυπωθεί επίσης η άποψη ότι η λ. φῦσα μπορεί να ερμηνευθεί μέσω τών τ. φυκ-jα (από μια μορφή phu-k- της ρίζας, πρβλ. αρμ. p'uk' «πνοή, άνεμος») ή φυτ-jα (από μια μορφή phu-t-, πρβλ. αρχ. ινδ. phūtkaroti «φυσά»). Η άποψη αυτή, όμως, δεν θεωρείται πιθανή].
Greek Monotonic
φῦσα: -ης, ἡ,
I. μουγκρητά, συνήθως σε πληθ., σε Ομήρ. Ιλ., Θουκ.· σε ενικ., σε Ηρόδ.
II. 1. άνεμος, πνοή, φύσημα, φούσκωμα στο στομάχι, σε πληθ., σε Πλάτ.
2. λέγεται για τη φωτιά, χείμαρρος ή πίδακας, σε Ομηρ. Ύμν.
3. φυσαλλίδα, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
φῦσα: I part. f aor. 2 к φύω.
II ион. φύση ἡ
1) преимущ. pl. кузнечный мех Hom., Her., Thuc., Arst.;
2) дыхание, дуновение Soph.: φ. πυρός HH огненный язык, столб огня;
3) мед., тж. pl. скопление газов, метеоризм Plat., Arst.;
4) пузырь: αἱ ἐκεῖναι ἐλττίδες οὐδὲν ἄλλ᾽ ἢ φῦσαί τινες ἦσαν Luc. эти надежды оказались всего-навсего (мыльными) пузырями.
Middle Liddell
φῦσα, ης, ἡ,
I. a pair of bellows, bellows, mostly in pl., Il., Thuc.; in sg., Hdt.
II. a wind, blast, wind in the stomach, in pl., Plat.
2. of fire, a stream or jet, Hhymn.
3. an air-bubble, Luc.