εὐπορία: Difference between revisions

From LSJ

Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit

Menander, Monostichoi, 479
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=efporia
|Transliteration C=efporia
|Beta Code=eu)pori/a
|Beta Code=eu)pori/a
|Definition=ἡ, (εὔπορος) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[ease]], [[facility]], of doing a thing, c. inf., <span class="bibl">Emp.100.5</span>; ναῦς εὐ. ἦν ποιεῖσθαι <span class="bibl">Th.4.52</span>: abs., ὅτε πολλὴ ὑμῖν εὐ. φαίνεται <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>7.6.37</span>: c. gen. rei, <b class="b2">easy means of providing</b>, τοῦ βίου <span class="bibl">Pl.<span class="title">Prt.</span>321e</span>; τοῦ καθ' ἡμέραν <span class="bibl">Th.3.82</span>; also <b class="b3">εὐ. ἐν τῇ τέχνῃ, ἐκ τῆς τέχνης</b>, <span class="bibl">Lys.24.5</span>; εὐ. τῆς τύχης <span class="bibl">Th.3.45</span>; <b class="b3">εὐπορίαν τῇ βδελυρίᾳ τῇ ἑαυτοῦ τοὺς συμμάχους ποιεῖσθαι</b> to make them <b class="b2">a means of satisfying</b> his brutal passions, <span class="bibl">Aeschin.1.107</span>; <b class="b3">ἡ παρ' ἀλλήλων εὐ</b>. mutual [[assistance]], <span class="bibl">Isoc.6.67</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[plenty]], [[abundance]], opp. <b class="b3">πενίη</b>, <span class="bibl">Democr. 101</span>; χρημάτων <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>4.8.28</span>; ἀγαθῶν <span class="bibl">Arist.<span class="title">Metaph.</span>1091b26</span>; <b class="b3">ἡ περὶ τὸν βίον εὐ</b>. <span class="bibl">Isoc.12.7</span>; <b class="b3">ἡ περὶ τὴν οὐσίαν εὐ</b>. <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1326b34</span>: abs., [[welfare]], <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>3.3.7</span>; opp. <b class="b3">ἀπορία</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1279b27</span>: in pl., [[advantages]], <span class="bibl">Isoc.15.253</span>, <span class="bibl">D.5.8</span>; εὐπορίαι προσόδων <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1293a3</span>; <b class="b3">ἀρουραίη εὐ</b>. rustic [[wealth]], AP9.373.6; <b class="b3">μιῆς ὄϊος καὶ βοὸς εὐ</b>. [[consisting of]] one sheep or ox, ib.149 (Antip.); ἡ Εὐ. θεά <span class="title">SIG</span>1111 (Piraeus, iii A.D.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> opp. <b class="b3">ἀπορία</b>, [[solution of doubts]] or [[difficulties]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phlb.</span> 15c</span>; opp. <b class="b3">ἀμηχανία</b>, <span class="bibl">X.<span class="title">Oec.</span>9.1</span>; ἡ ὕστερον εὐ. λύσις τῶν πρότερον ἀπορουμένων <span class="bibl">Arist.<span class="title">Metaph.</span>995a29</span>; [[resourcefulness]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Off.</span>7</span>.</span>
|Definition=ἡ, (εὔπορος) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[ease]], [[facility]], of doing a thing, c. inf., <span class="bibl">Emp.100.5</span>; ναῦς εὐ. ἦν ποιεῖσθαι <span class="bibl">Th.4.52</span>: abs., ὅτε πολλὴ ὑμῖν εὐ. φαίνεται <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>7.6.37</span>: c. gen. rei, [[easy means of providing]], τοῦ βίου <span class="bibl">Pl.<span class="title">Prt.</span>321e</span>; τοῦ καθ' ἡμέραν <span class="bibl">Th.3.82</span>; also <b class="b3">εὐ. ἐν τῇ τέχνῃ, ἐκ τῆς τέχνης</b>, <span class="bibl">Lys.24.5</span>; εὐ. τῆς τύχης <span class="bibl">Th.3.45</span>; <b class="b3">εὐπορίαν τῇ βδελυρίᾳ τῇ ἑαυτοῦ τοὺς συμμάχους ποιεῖσθαι</b> to make them [[a means of satisfying]] his brutal passions, <span class="bibl">Aeschin.1.107</span>; <b class="b3">ἡ παρ' ἀλλήλων εὐ</b>. mutual [[assistance]], <span class="bibl">Isoc.6.67</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[plenty]], [[abundance]], opp. <b class="b3">πενίη</b>, <span class="bibl">Democr. 101</span>; χρημάτων <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>4.8.28</span>; ἀγαθῶν <span class="bibl">Arist.<span class="title">Metaph.</span>1091b26</span>; <b class="b3">ἡ περὶ τὸν βίον εὐ</b>. <span class="bibl">Isoc.12.7</span>; <b class="b3">ἡ περὶ τὴν οὐσίαν εὐ</b>. <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1326b34</span>: abs., [[welfare]], <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>3.3.7</span>; opp. <b class="b3">ἀπορία</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1279b27</span>: in pl., [[advantages]], <span class="bibl">Isoc.15.253</span>, <span class="bibl">D.5.8</span>; εὐπορίαι προσόδων <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1293a3</span>; <b class="b3">ἀρουραίη εὐ</b>. rustic [[wealth]], AP9.373.6; <b class="b3">μιῆς ὄϊος καὶ βοὸς εὐ</b>. [[consisting of]] one sheep or ox, ib.149 (Antip.); ἡ Εὐ. θεά <span class="title">SIG</span>1111 (Piraeus, iii A.D.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> opp. <b class="b3">ἀπορία</b>, [[solution of doubts]] or [[difficulties]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phlb.</span> 15c</span>; opp. <b class="b3">ἀμηχανία</b>, <span class="bibl">X.<span class="title">Oec.</span>9.1</span>; ἡ ὕστερον εὐ. λύσις τῶν πρότερον ἀπορουμένων <span class="bibl">Arist.<span class="title">Metaph.</span>995a29</span>; [[resourcefulness]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Off.</span>7</span>.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 16:40, 30 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπορία Medium diacritics: εὐπορία Low diacritics: ευπορία Capitals: ΕΥΠΟΡΙΑ
Transliteration A: euporía Transliteration B: euporia Transliteration C: efporia Beta Code: eu)pori/a

English (LSJ)

ἡ, (εὔπορος)

   A ease, facility, of doing a thing, c. inf., Emp.100.5; ναῦς εὐ. ἦν ποιεῖσθαι Th.4.52: abs., ὅτε πολλὴ ὑμῖν εὐ. φαίνεται X.An.7.6.37: c. gen. rei, easy means of providing, τοῦ βίου Pl.Prt.321e; τοῦ καθ' ἡμέραν Th.3.82; also εὐ. ἐν τῇ τέχνῃ, ἐκ τῆς τέχνης, Lys.24.5; εὐ. τῆς τύχης Th.3.45; εὐπορίαν τῇ βδελυρίᾳ τῇ ἑαυτοῦ τοὺς συμμάχους ποιεῖσθαι to make them a means of satisfying his brutal passions, Aeschin.1.107; ἡ παρ' ἀλλήλων εὐ. mutual assistance, Isoc.6.67.    2 plenty, abundance, opp. πενίη, Democr. 101; χρημάτων X.HG4.8.28; ἀγαθῶν Arist.Metaph.1091b26; ἡ περὶ τὸν βίον εὐ. Isoc.12.7; ἡ περὶ τὴν οὐσίαν εὐ. Arist.Pol.1326b34: abs., welfare, X.Cyr.3.3.7; opp. ἀπορία, Arist.Pol.1279b27: in pl., advantages, Isoc.15.253, D.5.8; εὐπορίαι προσόδων Arist.Pol.1293a3; ἀρουραίη εὐ. rustic wealth, AP9.373.6; μιῆς ὄϊος καὶ βοὸς εὐ. consisting of one sheep or ox, ib.149 (Antip.); ἡ Εὐ. θεά SIG1111 (Piraeus, iii A.D.).    II opp. ἀπορία, solution of doubts or difficulties, Pl.Phlb. 15c; opp. ἀμηχανία, X.Oec.9.1; ἡ ὕστερον εὐ. λύσις τῶν πρότερον ἀπορουμένων Arist.Metaph.995a29; resourcefulness, Hp.Off.7.

Greek (Liddell-Scott)

εὐπορία: ἡ, (εὔπορος) τρόπος εὔκολος τοῦ ποιεῖν τι, εὐκολία, ἱκανότης, μετ’ ἀπαρ., Ἐμπεδοκλ. 347 εὐπ. ἦν ποιεῖσθαι Θουκ. 4. 52· ἀπολ., ὅτε πολλή ὑμῖν εὐπ. φαίνεται Ξεν. Ἀν. 7. 6, 37· μετὰ γεν. πράγμ., τὸ πορίζεσθαι ἢ ἔχειν ἀφθόνως τὰ ἀπαιτούμενα πρὸς εὐζωΐαν, τοῦ βίου Πλάτ. Πρωτ. 321Ε· τοῦ καθ’ ἡμέραν Θουκ. 3. 82· ὡσαύτως, εὐπ. ἔν τινι, εὐπ. ἔκ τινος Λυσ. 168. 29, 30· οὕτως, εὐπ. τῆς τύχης Θουκ. 3. 45· εὐπορίαν τῇ βδελυρίᾳ τῇ ἑαυτοῦ τοὺς συμμάχους τοὺς ὑμετέρους ποιούμενος, ποιούμενος τοὺς ὑμετέρους συμμάχους ὄργανα τῆς ἑαυτοῦ βδελυρίας, Αἰσχίν. κατὰ Τιμάρχου 33, 3· ἡ παρ’ ἀλλήλων εὐπ., ἀμοιβαία βοήθεια, Ἰσοκρ. 129Ε· ἡ περὶ τὴν οὐσίαν εὐπ. Ἀριστ. Πολιτικ.7. 5, 2. 2) ἀφθονία, χρημάτων Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 28· ἀγαθῶν Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 13. 4, 8· ἡ περὶ τὸν βίον εὐπ. Ἰσοκρ. 234Β· ἀπολ., εὐτυχία, καλὴ κατάστασις, πλοῦτος, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 7· ἀντίθετον τῷ ἀπορία, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 8, 4· ἐν τῷ πληθ., πλεονεκτήματα, Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. 253, Δημ. 59. 2· εὐπορίαι τῶν προσόδων Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 6, 5· ἀρουραία εὐπ, ἀγροτικὸς γεωργικὸς πλοῦτος, Ἀνθ. Π. 9. 373· μιῆς ὄιος καὶ βοὸς εὐπορία, συνισταμένη ἐκ μιᾶς «προβατίνας» καὶ ἑνὸς βοός, αὐτόθι 149. II. ἀντίθετον τῷ ἀπορία, λύσις ἀμφιβολιῶν καὶ δυσκολιῶν, θετικὴ γνῶσις, Πλάτ. Φίλ. 15C, Ξενοφ. Οἰκ. 9. 1· ἡ ὕστερον εὐπ. λύσις τῶν πρότερον ἀπορουμένων Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 2. 1, 2. III. Εὐπορία, ἡ, ὡς κύρ. ὄνομα, ἡ Ἄρτεμις ἐν Ρόδῳ, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 facilité pour faire qch, faculté de, inf. ; en gén. facilité, aisance, commodité;
2 abondance ; abs. abondance de ressources;
3 t. de philos. vue claire et distincte de qch, absence de doute, solution facile.
Étymologie: εὔπορος.
Ant. ἀπορία.

English (Strong)

from the same as εὐπορέω; pecuniary resources: wealth.

English (Thayer)

ἐυποριας, ἡ (εὔπορος, see the preceding word), riches, means, wealth: Xenophon, Plato, others; in different senses in different authors.)

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐπορία) εύπορος
το να υπάρχει επάρκεια ή αφθονία πόρων για άνετη ζωή, η οικονομική ευμάρεια
νεοελλ.-μσν.
η εξασφάλιση σε κάποιον τών πόρων για την άνετη διαβίωσή του («ευπορίας ευεργέτημα»)
μσν.-αρχ.
η ευκολία να βρει κάποιος κάτι, το να υπάρχει κάτι σε αρκετή ποσότητα (α. «εὐκαιρία ῥοδομέλιτος» β. «εὐπορία χρημάτων»)
αρχ.
1. ευκολία, ευχέρεια να κάνει κάποιος κάτιεὐπορία ἦν ἡμῑν ποιεῑσθαι»)
2. λύση αποριών και αμφιβολιών, άρση τών δυσκολιών στην κατανόηση κάποιου θέματος
3. φρ. α) «ἡ παρ' ἀλλήλων εὐπορία» — η αμοιβαία βοήθεια
β) «ἀρουραία εὐπορία» — γεωργικός πλούτος.

Greek Monotonic

εὐπορία: ἡ (εὔπορος),·
1. ο εύκολος τρόπος να γίνει πράξη κάτι, άνεση, ευκολία, ευχέρεια ή ικανότητα ενέργειας, δράσης, με απαρ., σε Θουκ.· απόλ., σε Ξεν.· με γεν. πράγμ., εύκολοι τρόποι εφοδιασμού, εξασφάλισης, προμήθειας, σε Θουκ. κ.λπ.
2. αφθονία, απόθεμα, υπεραφθονία, πληθώρα, πλούτος, σε Ξεν.· στον πληθ., πλεονεκτήματα, σε Ισοκρ., Δημ.
II. λύση αμφιβολιών ή δυσκολιών, σε Ξεν. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

εὐπορία: ἡ тж. pl.
1) легкость, возможность, удобный случай: ὅτε πολλὴ ὑμῖν εὐ. φαίνεται Xen. если представится вам достаточная возможность; ναῦς εὐ. ἦν ποιεῖσθαι Thuc. (Антандр) был удобным местом для постройки кораблей; ἡ εὐ. τῆς τύχης Thuc. успех, удача;
2) (необходимые) средства, припасы; ἡ εὐ. τοῦ καθ᾽ ἡμέραν Thuc. и τοῦ βίου Plat. или αἱ εὐπορίαι τῆς τροφῆς Arst. средства к существованию; εὐ. τοῦ μυθεύματος Plut. сюжет рассказа; ἡ παρ᾽ ἀλλήλων εὐ. Isocr. взаимная помощь;
3) обилие, множество (χρημάτων Xen.; ἀγαθῶν Arst.);
4) (тж. ἡ περὶ τὸν οἶκον εὐ. Plut.) (благо)состояние, богатство Xen., Plut., NT: οἱ ἐν ταῖς ἐμπορίαις Arst. = οἱ ἔμποροι;
5) решение вопроса, устранение трудностей (ἡ ὕστερον εὐ. λύσις τῶν πρότερον ἀπορουμένων ἐστί Arst.).

Middle Liddell

εὐπορία, ἡ, εὔπορος
I. an easy way of doing a thing, facility or faculty for doing, c. inf., Thuc.; absol., Xen.:—c. gen. rei, easy means of providing, Thuc., etc.
2. plenty, store, abundance, wealth, Xen.:— in pl. advantages, Isocr., Dem.
II. the solution of doubts or difficulties, Xen., etc.

Chinese

原文音譯:eÙpor⋯a 由-坡里阿
詞類次數:名詞(1)
原文字根:好-走
字義溯源:資財,發財,富裕,繁榮,富有;源自(εὐπορέω)=富有經歷);由(εὖ / εὖγε)=好)與(πορεία / πορία)=路程)組成;其中 (εὖ / εὖγε)出自(εὐρύχωρος)X*=美,善),而 (πορεία / πορία)出自(πορεύομαι)=走過), (πορεύομαι)出自(πεῖρα)=試驗), (πεῖρα)出自(πέραν)=那邊), (πέραν)又出自(πειράω)X*=穿過)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 發財(1) 徒19:25