ἀναγωγή: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιος ἴσθι, ἵνα δικαίων δὴ τύχῃς → Sis aequus, aequa ut consequaris tu quoque → Sei du gerecht, damit Gerechtes dir widerfährt

Menander, Monostichoi, 119
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
(CSV import)
Line 33: Line 33:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἀνάγω]]<br /><b class="num">I.</b> a [[leading]] up, esp. [[taking]] a [[ship]] [[into]] the [[high]] sea, a putting to sea, Thuc., etc.<br /><b class="num">II.</b> a [[bringing]] [[back]]: [[restitution]] by law, Plat.
|mdlsjtxt=[[ἀνάγω]]<br /><b class="num">I.</b> a [[leading]] up, esp. [[taking]] a [[ship]] [[into]] the [[high]] sea, a putting to sea, Thuc., etc.<br /><b class="num">II.</b> a [[bringing]] [[back]]: [[restitution]] by law, Plat.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[a setting sail]], [[putting out to sea]]
}}
}}

Revision as of 14:10, 4 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναγωγή Medium diacritics: ἀναγωγή Low diacritics: αναγωγή Capitals: ΑΝΑΓΩΓΗ
Transliteration A: anagōgḗ Transliteration B: anagōgē Transliteration C: anagogi Beta Code: a)nagwgh/

English (LSJ)

ἡ,

   A leading up, esp. taking a ship into the high sea, putting to sea, ἀ. γίγνεται Th.6.30, X.HG1.6.28.    b bringing upstream, of a ship, OGI56.51 (Egypt, iii B. C.).    2 bringing up from the stomach or lungs, πτυάλου ἀ. expectoration, Hp.Acut.54, cf. 58; σιτίων ἀπέπτων ἀ. vomiting, Epid. 1.5; φάρμακα τῆς ἀ. expectorants, Morb. 3.15; αἵματος Erasistr. ap. Gal.Libr.Propr.1, Plb.2.70.6.    3 bringing up, rearing, φυτῶν Thphr.CP3.7.4.    4 lifting up of the soul to God, Iamb.Myst.3.7; ἡ πρὸς τὸ πρῶτον ἀ. Porph.Sent.30, cf. Eun. VSp.482B.    5 evocation, Σεμέλης Plu.2.293d.    6 sublimation, αἰθαλῶν Zos.Alch.p.141B.<*> distillation, ὕδατος ibid.    II referring to a principle, Arist.Metaph.1005a1; of phenomena to a cause, 1027b14: generally, ἀ. πρός τι ποιεῖσθαι Epicur.Sent.23; ἐπὶ τὸ κοινωνικὸν τέλος M.Ant.12.20.    2 resolution of definitions into syllogisms, Arist.APo.90a37.    3 reference to a principle, Id.Metaph.1027b14.    4 return of a defective slave to vendor (cf. ἀνάγω A.11.5), ἀ. ἔστω Pl.Lg.916a; ἀναγωγὴν ποιεῖσθαι ib. b; ἀναγωγῆς τυχεῖν ib.a, cf. Hyp.Ath.15.    5 reference of a claimant to a third party, Foed.Delph.Pell.2A17.    6 delivery, payment, γενημάτων PTeb.24.56 (ii B. C.); φόρων Philostr.VS2.12.2 codd.    7 ἀναγωγαί, αἱ, = sq., Ath.9.395a.

German (Pape)

[Seite 185] ἡ, 1) das Hinausführen, a) des Geistes, Erhebung zu abstracter Speculation, bes. K. S. – b) νεῶν, auch ohne den gen., das Auslaufen der Schiffe in die hohe See, Thuc. 3, 29. 6, 30; Xen. Hell. 1, 6, 28 u. folgde. Bei Ath. IX, 394 e ist wohl ἀναγώγια zu lesen, w. m. s.; ἀναγωγὴν ποιεῖσθαι = ἀνάγεσθαι, Pol. 1, 46 u. öfter. Bes. die Fahrt der Griechen nach Troja, Hesych., s. ἀνάγω. – c) αἵματος, Pol. 2, 70 u. Medic., Blutsturz, s. φθόη. Auch der Auswurf. – d) Erziehung, Zucht, Pol. 33, 15. – 2) das Zurückbeziehen auf etwas, Arist. Metaph. 3, 2, 22; bes. die Regreßklage, beim Kauf auf Zurückerstattung, Plat. Legg. XI, 916 a ff; B. A. ἀπόδοσις τοῦ κακῶς πραθέντος ἀνδραπόδου.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναγωγή: ἡ, τὸ ἀνάγειν, ἰδίως πλοῖον εἰς τὸ πέλαγος, ὁ ἔκπλους, ἀναγ. γίγνεται Θουκ. 6. 30, Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 28. 2) ἡ ἐκ τοῦ στομάχου ἢ τῶν πνευμόνων ἀναγωγή, πτυέλου ἀναγ. ἀπόχρεμψις φλεγμάτων, Ἱππ. περὶ Ὀξ. 393· σιτίων ἀν. ἔμετος, ὁ αὐτ. Ἐπιδ. 1. 943, πρβλ. Ἀρ. 1253· αἵματος Ἐρασίστρ. παρὰ Γαλην. 19. 14. 3) ἡ περιποίησις τῶν φυτῶν καὶ ἡ φροντὶς πρὸς σχηματισμὸν αὐτῶν κατά τε τὸ ὕψος καὶ τὸ πλάτος καὶ τὰ ἄλλα, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 3. 7, 4· ἀγωγή, παίδευσις, ἀνατροφή, Πολύβ. 33. 15, 5. 4) ἐξύψωσις τῆς ψυχῆς εἰς οὐράνια πράγματα, Συνέσ. 50C: ἐντεῦθεν παρ’ Ἐκκλ. μυστικὴ ἑρμηνεία. ΙΙ. τὸ ἀναφέρειν, ὑπάγειν, ἀνάγειν εἰς ἀρχήν τινα ἢ εἴς τι, Ἀριστ. Μεταφ. 3. 2, 22· ἡ ἀναγωγὴ φαινομένων εἰς αἰτίαν, αὐτόθι 5. 3, 4. 2) ἀναγωγὴ συλλογισμῶν (ἴδε ἀνάγω ΙΙ. 4), ὁ αὐτ. Ἀναλυτ. Ἱστ. 2. 3. 1. 3) ἡ ἀπόδοσις, ἐπιστροφὴ κατὰ τὸν νόμον, Λατ. redhibitio· ἀναγ. ἐστί, ἀποζημίωσις ἐγένετο, Πλάτ. Νόμ. 916Α· ἀναγωγὴν ποιεῖσθαι, ἀνάγειν πρὸς ἀποζημίωσιν, αὐτόθι Β· ἀναγωγῆς τυγχάνειν, λαμβάνειν ἀποζημίωσιν, αὐτόθι· ἴδε Att. Process. σ. 525.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
action de gagner le large.
Étymologie: ἀνάγω.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
A Iabs. o c. gen. subjet.
1 leva, partida de una nave ἀ. ἐγίγνετο ἐς τὴν Σικελίαν Th.6.30, cf. D.33.25, 53.5, Pl.Plt.298b, X.HG 1.6.28, Arist.Mir.840a33, Plb.1.46.7, Luc.Nec.9, I.AI 16.17
αἱ Ἀ. fiestas del embarque en las que se conmemora la partida de Afrodita hacia Libia, Ath.394f.
2 navegación río arriba ἡ ἀ. τοῦ ἱεροῦ πλοίου Ὀσείριος OGI 56.51, cf. Luc.Cat.1.
3 sublimación αἰθαλῶν Zos.Alch.141.17, cf. Ach.Tat.Intr.Arat.4.
II abs. o c. gen. obj.
1 medic. expulsión, expectoración πτυάλου Hp.Acut.54, 58, cf. Aret.SA 2.1.5, φάρμακα δὲ τῆς ἀναγωγῆς remedios expectorantes Hp.Morb.3.15
vómito σιτίων ἀπέπτων ἀ. Hp.Epid.1.5, αἵματος Erasistr. en Gal.19.14, Plb.2.70.6, Aret.SA 2.2.1.
2 destilación ὕδατος Zos.Alch.141.23.
3 cría, cultivo φυτῶν Thphr.CP 3.7.4.
4 construcción, Didyma 41.45.
5 evocación Σεμέλης Plu.2.293d.
III fig. elevación, enajenación del alma ἐπὶ τὸ κρεῖττον Iambl.Myst.3.7, πρὸς τὸ πρῶτον Porph.Sent.30, πρὸς ψυχῆς ἀναγωγήν Eun.VS 482.
B I1devolución de un esclavo defectuoso, Pl.Lg.916a, Hyp.Ath.15, de algo robado FD 1.486.2A.17 (III a.C.), de un préstamo BGU 1137.18 (I a.C.), γενημάτων PTeb.24.56 (II a.C.).
2 acción de tirar o echar hacia atrás μηδὲ τὴν ἀ. ἡ νευρὰ λαμβάνειν ἐπὶ πολὺν τόπον ni la cuerda (puede) echarse hacia atrás a bastante distancia Arist.Aud.800b15.
3 reclamación εἰς τὴν τούτων ἀναγωγὴν καὶ κατεργασίαν ἀτέλειαν PAmh.68.21 (I a.C.).
II 1referencia εἰς ἀρχήν Arist.Metaph.1027b14, πρός τι Epicur.Sent.[5] 23, ἐπὶ τὸ κοινωνικὸν τέλος M.Ant.12.20.
2 lóg. resolución, reducción a un principio, Arist.Metaph.1005a1, a silogismos, Arist.APo.90a37.
3 sentido analógico o místico de la sagrada Escritura, Meth.Symp.3.2, Didym.in Eccl.281.6.
III repetición ἀποτίκτει ... ἐξ ἀναγωγῆς pone sus huevos en varias veces (la sepia) Arist.HA 550b11.

Greek Monolingual

η (Α ἀναγωγή)
άρση, ανύψωση, το να οδηγείται κάτι από κάτω προς τα επάνω
νεοελλ.
1. μετατροπή, μετασχηματισμός κάποιου πράγματος σε άλλο ισοδύναμο, απλούστερο, βασικότερο
2. απόδοση τών αιτίων σε κάτι
μσν.
μτφ. ανέβασμα, εξύψωση, εξιδανίκευση
αρχ.
1. αναχώρηση πλοίου, ταξίδι στο ανοιχτό πέλαγος, απόπλους
2. περιποίηση τών φυτών, καλλιέργεια
3. αγωγή, ανατροφή,
4. επίκληση (πνεύματος κ.λπ.)
5. εμετός, απόχρεμψη
6. απόδοση, επιστροφή δούλου στον πωλητή του, αποζημίωση
7. (ως φιλοσ. όρος) α) αναφορά στην πρώτη αρχή ή αιτία
β) ανάλυση ορισμών σε συλλογισμούς
γ) έκσταση, ενόραση, διαίσθηση
8. στον πληθ. αἱ ἀναγωγαί, προσφορές, θυσίες για την ευόδωση πλοίου που αποπλέει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνάγω. Η λ. ἀναγωγή παράγεται με αττικό διπλασιασμό
πρβλ. και ἄγω-ἀγωγή.
ΠΑΡ. αναγωγέας(-εύς), αναγώγια, αναγωγικός
αρχ.-μσν.
ἀναγώγιος.

Greek Monotonic

ἀναγωγή: ἡ, (ἀνάγω), αναγωγή, οδήγηση, ιδίως πλοίου στην ανοιχτή θάλασσα, έκπλους, σε Θουκ. κ.λπ.
II. επαναφορά, επιστροφή· απόδοση κατά το νόμο, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνᾰγωγή:
1) (тж. ἀ. νεῶν) выход в открытое море, отплытие Xen., Polyb.: ἡ ἀ. ἐγίγνετο ἐς τὴν Σικελίαν Thuc. состоялось отплытие в Сицилию;
2) извержение, истечение: αἵματος ἀ. Polyb. кровотечение;
3) приведение, сведение (εἰς ἀρχὴν καὶ αἴτιον Arst.);
4) (v. l. ἀναγωγία) воспитание, обучение (ἡ Κρητικὴ ἀ. Polyb.);
5) юр. регрессная жалоба, право на возвращение затрат: τὴν ἀναγωγήν τινος ποιεῖσθαι ἐντὸς ἐνιαυτοῦ Plat. иметь право на возврат чего-л. (продавцу) в течение года.

Middle Liddell

ἀνάγω
I. a leading up, esp. taking a ship into the high sea, a putting to sea, Thuc., etc.
II. a bringing back: restitution by law, Plat.

English (Woodhouse)

a setting sail, putting out to sea

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)