πρευμενής: Difference between revisions
ἀλλ’ οὔτε πολλὰ τραύματ’ ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις, εἰ μὴ τέρμα συντρέχοι βίου, οὔτ’ ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον → But a man will not die, even though he has been wounded repeatedly in the chest, should the appointed end of his life not have caught up with him; nor can one who sits beside his hearth at home escape his destined death any the more
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prevmenis | |Transliteration C=prevmenis | ||
|Beta Code=preumenh/s | |Beta Code=preumenh/s | ||
|Definition=ές, contr. fr. [[πρηϋμενής]] (v. [[πραϋμενής]]), <span class="sense" | |Definition=ές, contr. fr. [[πρηϋμενής]] (v. [[πραϋμενής]]), <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[soft of temper]], [[gentle]], [[gracious]], τινι to one, <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>840</span>, <span class="bibl">E.<span class="title">Hec.</span>538</span>: abs., ἴδοιτο… πρευμενοῦς ἀπ' ὄμματος <span class="bibl">A.<span class="title">Supp.</span>210(207)</span>; Ἀχαιῶν πρευμενεστέρων τύχοις <span class="bibl">E.<span class="title">Tr.</span>739</span>. Adv., <b class="b3">πρευμενῶς αἰτεῖσθαι, παραινέσαι</b>, <span class="bibl">A.<span class="title">Pers.</span>220</span>,<span class="bibl">224</span>; δέχεσθαι <span class="bibl">Id.<span class="title">Eu.</span>236</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> of events, [[favourable]], κατελθὼν… πρευμενεῖ τύχῃ <span class="bibl">Id.<span class="title">Ag.</span>1647</span>; τελευτὰς… πρευμενεῖς κτίσειεν <span class="bibl">Id.<span class="title">Supp.</span>140</span> (lyr.); πρευμενοῦς… νόστου τυχόντας <span class="bibl">E.<span class="title">Hec.</span>540</span> (s.v.l.). </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> [[propitiating]], χοαί <span class="bibl">A.<span class="title">Pers.</span>609</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 18:20, 11 December 2020
English (LSJ)
ές, contr. fr. πρηϋμενής (v. πραϋμενής), A soft of temper, gentle, gracious, τινι to one, A.Ag.840, E.Hec.538: abs., ἴδοιτο… πρευμενοῦς ἀπ' ὄμματος A.Supp.210(207); Ἀχαιῶν πρευμενεστέρων τύχοις E.Tr.739. Adv., πρευμενῶς αἰτεῖσθαι, παραινέσαι, A.Pers.220,224; δέχεσθαι Id.Eu.236. 2 of events, favourable, κατελθὼν… πρευμενεῖ τύχῃ Id.Ag.1647; τελευτὰς… πρευμενεῖς κτίσειεν Id.Supp.140 (lyr.); πρευμενοῦς… νόστου τυχόντας E.Hec.540 (s.v.l.). II propitiating, χοαί A.Pers.609.
German (Pape)
[Seite 699] ές, sanftmüthig, huldvoll, gnädig; χοὰς δὲ πρευμενεῖς ἐδεξάμην, Aesch. Pers. 671; τύχη, Ag. 1631; gew. von Personen; τινί, 814, πρευμενὴς ἡμῖν γενοῦ, Eur. Hec. 538; πρευμενοῦς νόστου τυχόντες, 540, u. öfter; auch comparat., Eur. Troad. 734 u. einzeln bei folgdn Dichtern. – Adv. πρευμενῶς, z. B. παρῄνεσα, Aesch. Pers. 220; δέχεσθαι, freundlich, Eum. 227 (von πραΰς, πρηΰ u. μένος, statt πρηυμενής).
Greek (Liddell-Scott)
πρευμενής: -ές, ποιητ. ἐπίθ. ἤπιος τὴν διάθεσιν, ἀγαθός, φιλικός, εὐμενής, τινι, πρός τινα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 840, Εὐρ. Ἑκ. 538· ἀπολ., ἴδοιτο... πρευμενοῦς ἀπ’ ὄμματος Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 207· Ἀχαιῶν πρευμενεστέρων τύχοις Εὐρ. Τρῳ. 734· ― ἐπίρρ. πρευμενῶς αἰτεῖσθαι, παραινεῖν Αἰσχύλ. Πέρσ. 220. 224· δέχεσθαι ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 236. 3) ἐπὶ γεγονότων, εὐνοϊκὸς, αἴσιος, κατελθών... πρευμενεῖ τύχῃ ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1647· τελευτάς... πρευμενεῖς κτίσειεν ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 140· πρευμενοῦς… νόστου τυχόντας Εὐρ. Ἑκ. 540. ΙΙ. ἐξευμενίζων, ἱλαστήριος, χοαὶ Αἰσχύλ. Πέρσ. 609, πρβλ. 685. ― (Ἐκ τοῦ πραῢ (πρηΰ), μένος, ὁ δὲ τύπος πρυημενὴς ἀπαντᾷ ἐν Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 618. 40).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 bienveillant, favorable;
2 propitiatoire.
Étymologie: p. *πρηϋμενής, de πρηΰς, μένος.
Greek Monolingual
και πραϋμενής, -ές, Α
1. ο ήπιος, φιλικός απέναντι σε κάποιον, πράος («δοκοῡντας εἶναι κάρτα πρευμενεῑς ἐμοί», Αισχύλ.)
2. (για γεγονότα, συμβάντα) ευνοϊκός, αίσιος, καλός («πρευμενοῡς.,. νόστου τυχόντας», Ευρ.)
3. αυτός που εξευμενίζει, εξιλαστήριος, εξιλαστικός («πρευμενεῑς χοάς», Αισχύλ.).
επίρρ...
πρευμενῶς και πραϋμενῶς και ιων. τ. πρηϋμενῶς, Α
με πρευμενή τρόπο, με ήπια διάθεση, με φιλικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. πρευμενής, κατά μία άποψη, ανάγεται σε αμάρτυρο τ. πρηυμενής, ο οποίος προήλθε, με διφθογγισμό τών -ηϋ-, από το επίθ. πρᾶος / πρηΰς και τη λ. μένος «πάθος, ψυχική ορμή, ψυχική διάθεση» (πρβλ. και τον τ. που παραδίδει ο Ησύχ. πραϋμενῶς
προθύμως, πράῳ τῷ μένει χρώμενος). Σύμφωνα με την άποψη αυτή, ο τ. πρευμενής πρέπει να θεωρηθεί ως ιων. τ. της τραγωδίας που έχει προέλθει από το πρηυμενής με βράχυνση της μακράς διφθόγγου προ του ημιφώνου -μ- κατά τον νόμο του Osthoff (πρβλ. βασιλεύς < βασιληύς). Κατ' άλλη, όμως, άποψη, η λ. πρευμενής έχει χρησιμοποιηθεί για μετρικούς λόγους αντί του απλού εὐμενής και επομένως έχει προέλθει από τον σύνθ. τ. προ-ευμενής με έκθλιψη του -ο- του πρώτου συνθετικού πρό (πρβλ. πρηγορεών < προη-γορεών)].
Greek Monotonic
πρευμενής: -ὲς (πρᾶος, μένος), ποιητ. επίθ.,
I. πράος στη διάθεση, φιλικός, ήπιος, αγαπητός, σε Αισχύλ., Ευρ.· επίρρ. -νῶς, σε Αισχύλ.
II. εξιλαστήριος, εξευμενιστικός, στον ίδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρευμενής -ές [πρό?, εὐμενής?] welwillend, gunstig, goedgunstig:. κάρτα πρευμενεῖς ἐμοί mij zeer goed gezind Aeschl. Ag. 840; πρευμενεῖ τύχῃ met goedgunstig lot Aeschl. Ag. 1647. gunstig stemmend:. πρευμενεῖς χοάς φέρουσ ( ι ) zij brengen gunstig stemmende plengoffers Aeschl. Pers. 609.
Russian (Dvoretsky)
πρευμενής:
1) кроткий, ласковый, благосклонный (τινι Aesch., Eur.);
2) благоприятный, счастливый (τύχη Aesch.; νόστος Eur.);
3) умилостивительный (χοαί Aesch.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: gentle, merciful, pleasing, welcome (A., E.).
Derivatives: πρευμένεια f. gentleness (A., E.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Prob. from *πρηϋ-μενής with diphthongisation and shortening of the long diphthong; so Ionism in the language of the tragedians. Diff. Chantraine Maia N. S. 1, 17 ff. (with criticism of the traditional interpretation): from *προ-ευμενής; formally not without problems. On προευμενής (Soloi, Cyprus) may be a reinterpretation, Brixhe-Hodot, Asie Mineure (1988) 147f.
Middle Liddell
πρευμενής, ές πρᾶος, μένος
I. poet. adj. gentle of mood, friendly, gracious, favourable, Aesch., Eur.:—adv. -νῶς, Aesch.
II. propitiatory, Aesch.
Frisk Etymology German
πρευμενής: {preumenḗs}
Meaning: sanftmütig, gnädig, angenehm, willkommen
Derivative: mit πρευμένεια f. Sanftmut (A., E.).
Etymology : Wohl aus *πρηϋ-μενής mit Diphthongierung und Kürzung des Langdiphthongs; somit Ionismus in der Tragikersprache. Anders Chantraine Maia N. S. 1, 17 ff. (mit Kritik der herkömmlichen Auffassung): aus *προευμενής; formal nicht ohne Bedenken.
Page 2,593
English (Woodhouse)
auspicious, favourable, friendly, gentle, kind, favorable, of omens